Πιο πολύ απ’ όλα μου αρέσει η ελευθερία μου… Η ζωγραφική είναι η πραγματική μου δουλειά.
Πρόλογος
Γεννήθηκε το 1943, στο μέσο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ανήκοντας στην ίδια γενιά των χρυσών παιδιών του ιταλικού ποδοσφαίρου, του Τζακίντο Φακέτι, του Τζίτζι Ρίβα και του Τζάνι Ριβέρα.
Μεγάλωσε στο Κόμο της βόρειας Ιταλίας μέσα σε ένα φτωχικό περιβάλλον που επέτεινε η απώλεια του πατέρα. Ωστόσο, η μελαγχολία των παιδικών χρόνων μετατράπηκε σε ντροπαλή ευγένεια και ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας για τον πιτσιρικά Ιταλό. Ο Λουίτζι, ή απλά Τζίτζι, Μερόνι, βρήκε από νωρίς καταφύγιο στην τέχνη, ειδικά στη μουσική και τη ζωγραφική, ενώ, όντας υπερκινητικός, πέρναγε ατελείωτες ώρες ντριμπλάροντας τις καρέκλες στη μικρή αυλή του σπιτιού. Περνούσε επίσης ξένοιαστες ώρες στις όχθες της λίμνης του Κόμο. Αυτός ο συνδυασμός ζωντάνιας, φαντασίας και ανεμελιάς χαρακτήριζε κάθε μόριο της ύπαρξής του.
Τα πρώτα (ποδοσφαιρικά) χρόνια
Η κλίση του Μερόνι στο ποδόσφαιρο δεν πέρασε απαρατήρητη, με την τοπική ομάδα να τον εντάσσει στις τάξεις της το 1960, πραγματοποιώντας μια ενθαρρυντική πρώτη σεζόν και ξεχωρίζοντας σαν τη μύγα μες το γάλα στην άσημη Κόμο. Ο Μερόνι είχε εξαιρετική τεχνική και ανεξάντλητη ταχύτητα. Αγωνιζόμενος στη δεξιά πλευρά, χαρακτηρίστηκε ως σπάνιος τεχνίτης με ικανότητα να εκθέτει τους αντίπαλους αμυντικούς κάνοντας πάντα κάτι το απρόβλεπτο.
Οι εξαιρετικές εμφανίσεις του στην Κόμο τον οδήγησαν στη Γένοβα το καλοκαίρι του 1962, όπου η Τζένοα προσπαθούσε ακόμα να αναβιώσει τους προ δεκαετιών θριάμβους. Το ξεχωριστό στυλ, οι ντρίμπλες κάτω από τα πόδια, το ασταμάτητο τρέξιμο και τα εντυπωσιακά γκολ, τον ανέδειξαν σύντομα στην αγαπημένη μορφή των οπαδών των «ροσομπλού». Μελανή κηλίδα στην παρουσία του στη Γένοβα ήταν η άρνησή του να παραδώσει δείγμα σε έλεγχο ντόπινγκ, γεγονός που του απέφερε τιμωρία πέντε αγωνιστικών.
Ταυτόχρονα, παρουσίαζε πάντα την τάση να ξεφεύγει τόσο από το σύστημα του προπονητή, όσο και από τις κοινωνικές νόρμες. Συνήθιζε να αφήνει γένια και μακριά (για την εποχή) μαλλιά, προκαλώντας τα συντηρητικά κύτταρα της μεταπολεμικής ιταλικής κοινωνίας. Ο προπονητής της Εθνικής Ιταλίας Εντμούντο Φάμπρι του είχε ζητήσει μάλιστα να κουρευτεί. Μάταια.
Αντίστοιχα ελεύθερα ενεργούσε και στην προσωπική του ζωή. Σε ένα μπαρ της Γένοβας γνώρισε την Κριστιάνα Άντερσταντ, μια νεαρή ηθοποιό πολωνοϊταλικής καταγωγής που αποτέλεσε τον μεγάλο του έρωτα. Ένα –ανύπαντρο– ζευγάρι που συζούσε ερέθιζε την τοπική κοινωνία. Ο χωρισμός τους όμως, έσπρωξε την Κριστιάνα στην αγκαλιά του κινηματογραφιστή Λουίτζι Πετρίνι που γνώρισε σε ένα γύρισμα του Βιτόριο Ντε Σίκα. Ο Μερόνι πήγε στον γάμο τους που έγινε στη Ρώμη, ίσως με την ελπίδα να σταματήσει την Κριστιάνα από το απονενοημένο διάβημα. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, ωστόσο μετά από λίγες εβδομάδες η ίδια –αν και τυπικά παντρεμένη– ήταν πάλι στην αγκαλιά του.
Τορίνο: Η ώρα της δόξας
Το 1963 ο σπουδαίος ιταλός προπονητής Νερέο Ρόκο άφηνε την Πρωταθλήτρια Ευρώπης Μίλαν για να αναλάβει την Τορίνο, εκπληρώνοντας μια υπόσχεση που είχε δώσει μετά το αεροπορικό δυστύχημα της Σουπέργκα. Ο κόσμος και η ομάδα της «Τόρο» πάλευαν ακόμα να συμβιβαστούν με το ξεκλήρισμα μιας ολόκληρης γενιάς ασύγκριτων ποδοσφαιριστών, όμως η έλευση του Ρόκο και η ανάδειξη μιας νέας φουρνιάς ταλέντων όπως οι Πολέτι, Φερίνι και Σιμόνι, έφεραν έναν φρέσκο αέρα αισιοδοξίας στους οπαδούς της «Γκρανάτα».
Το καλοκαίρι του 1964, ο πρόεδρος Ορφέο Πιανέλι πραγματοποιεί τη μεταγραφή του 21χρονου αστεριού της Τζένοα, Τζίτζι Μερόνι, με τίμημα 300 εκατ. λιρέτες, σπέρνοντας θύελλα ενθουσιασμού στο Τορίνο. Η πρώτη σεζόν του Μερόνι στην «Τόρο» συνοδεύτηκε από την κατάκτηση της 3ης θέσης, το καλύτερο πλασάρισμα της ομάδας μετά τη Σουπέργκα, αν και ο Τζίτζι δεν είχε ξεδιπλώσει πλήρως το ταλέντο του. Εξάλλου, ο Ρόκο ήταν γνωστός λάτρης της πειθαρχίας και της συμπαγούς αμυντικής λειτουργίας που περιόριζε τις πρωτοβουλίες. Σε μια εποχή που οι ποδοσφαιριστές λογίζονταν περισσότερο ως «κτήματα» των συλλόγων, ο Ρόκο συνήθιζε να ασχολείται και με την προσωπική ζωή των παιχτών. Ο Μερόνι μάλιστα παρουσίασε την Κριστιάνα ως αδελφή του για να αποφύγει περαιτέρω μπλεξίματα.
Επίσης στην Ιταλία, πριν τα παιχνίδια ή μετά από βαριές ήττες, οι ποδοσφαιριστές αποσύρονταν σε ξενοδοχείο μακριά από τον κοινωνικό περίγυρο. Ακόμα και τότε όμως ο Τζίτζι έβρισκε διάφορες προφάσεις για να συναντά την Κριστιάνα.
Την επόμενη σεζόν ανέβασε αισθητά την απόδοσή του και ήταν ο κορυφαίος παίχτης της Τορίνο, κερδίζοντας παράλληλα μια θέση στο ρόστερ της Εθνικής Ιταλίας για το Μουντιάλ του 1966 στην Αγγλία. Εκεί συνάντησε πάλι τον Εντμούντο Φάμπρι που του ζήτησε ξανά να κουρευτεί, για να εισπράξει την απάντηση στη συνέντευξη τύπου: «Ελπίζω ότι μπορώ να παίξω καλά και με μακριά μαλλιά».
Η κόντρα του με τον Φάμπρι προκάλεσε την οργή του ιταλικού Τύπου που μετά την αποτυχία της Ιταλίας να περάσει τους ομίλους βρήκε αφορμή να ξεσπαθώσει κατά του «αχρείου» νεαρού που «ατίμασε τη γαλάζια φανέλα».
Παρά την ατυχή εμπειρία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η χρονιά 1966/67 επρόκειτο να είναι η καλύτερη του Μερόνι, ο οποίος πέτυχε εννέα τέρματα, συγκροτώντας ένα «θανατηφόρο» δίδυμο με τον νεοαποκτηθέντα γαλλοαργεντινό επιθετικό Νέστορ Κομπέν. Σε αντίθεση με τα κλασικά πρότυπα των ακραίων, ο Μερόνι συνήθιζε να πατάει περιοχή ή να φτιάχνει εξαιρετικά 1-2 με τους μέσους και τους επιθετικούς ώστε να ξεκλειδώνει τις σφιχτές ιταλικές άμυνες. Οι ντρίπλες και οι ασταμάτητες κούρσες στη δεξιά πλευρά χάρισαν στο Νο.7 της Τορίνο το προσωνύμιο «πεταλούδα».
Στον αγώνα μάλιστα με την Ίντερ στο Μιλάνο, σκόραρε ένα από τα ωραιότερα γκολ της καριέρας του. Κινούμενος από αριστερά, συνέκλινε στην αντίπαλη περιοχή και έστειλε την μπάλα στο παραθυράκι του τερματοφύλακα Σάρτι. Παρά τα σκληρά μαρκαρίσματα που του επιφύλασσαν οι αντίπαλοι αμυντικοί ο Μερόνι δεν επηρεαζόταν. Ο Φάμπρι εξάλλου είχε δηλώσει: «Πιστέψτε με δεν φοβάται κανέναν. Ούτε καν τον διάβολο»!
Πέραν τούτων, η μετακίνησή του στο Τορίνο δεν είχε αλλάξει τον χαρακτήρα του. Ασχολούταν πάντα στη σοφίτα του με τη ζωγραφική που λάτρευε, σχεδίαζε τα εκκεντρικά ρούχα που φόραγε μόνος του και συζούσε με την Κριστιάνα που ανέμενε το διαζύγιό της.
Κι αν για τον Φάμπρι και την ιταλική κοινωνία τα μαλλιά του ήταν αιτία παρεξήγησης, για τους οπαδούς της Τορίνο ήταν αφορμή να αγκαλιάζουν το αγαπημένο τους αστέρι σκαρώνοντας νέα παρατσούκλια όπως το «Καλιμέρο», μια διάσημη φιγούρα πουλιού στην ιταλική τηλεόραση της εποχής. Τα πικρόχολα σχόλια για τον Μερόνι έκαναν την εμφάνισή τους ακόμα και στην πόλη που μεγάλωσε, το Κόμο. Η απάντηση του Τζίτζι έχει μείνει θρυλική, σε βαθμό μάλιστα που να υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Ο ίδιος έφτασε στην ιδιαίτερη πατρίδα του μαζί με τον φίλο και συμπαίχτη του στην Τορίνο, Φαμπρίτσιο Πολέτι, έχοντας δέσει με λουρί μια κότα, στην οποία προσπαθούσε να φορέσει μαγιό για να κάνει το μπάνιο της στη λίμνη του Κόμο, δείγμα του πόσο περιφρονούσε την εσφαλμένη άποψη που είχαν για εκείνον.
Η σεζόν 1967/68 αναμενόταν με ανυπομονησία από τους οπαδούς της «Γκρανάτα», αλλά και γενικότερα της ποδοσφαιρικής Ιταλίας, αφού η Τορίνο έμοιαζε έτοιμη να επανέλθει σε υψηλές πτήσεις έχοντας όνειρο την επιστροφή στους τίτλους. Όμως μια είδηση-σοκ συντάραξε την πόλη και τις τάξεις των φίλων της «Τόρο».
Ο πρόεδρος Ορφέα Πιανέλι αποδέχθηκε την πρόταση των 750 εκατ. λιρετών της μισητής αντιπάλου Γιουβέντους για τον Τζίτζι Μερόνι. Ο πανικός είναι μικρή λέξη για να περιγράψει τι ακολούθησε μετά. Οι οπαδοί της Τορίνο κατέλαβαν τους δρόμους φτάνοντας έξω από το σπίτι του Πιανέλι και την έπαυλη του προέδρου της «Γιούβε» Τζάνι Ανιέλι, απαιτώντας να ακυρωθεί η συμφωνία. Ακούστηκε μάλιστα ότι οι υπάλληλοι στο εργοστάσιο της FIAT θα προχωρούσαν σε απεργία αν ο Ανιέλι έπαιρνε τον Μερόνι στη Γιουβέντους. Μπροστά στη λαϊκή απαίτηση, οι δύο πλευρές υποχώρησαν, με τον Μερόνι να παραμένει στην Τορίνο και τους οπαδούς να ονειρεύονται.
Η Ιταλία στο πένθος
Ήταν 15 Οκτωβρίου του 1967 όταν ο Μερόνι και ο κολλητός φίλος και συμπαίχτης του, Φαμπρίτσιο Πολέτι, βρίσκονταν για μια ακόμα βόλτα στο κέντρο της πόλης με σκοπό να συναντήσουν τα κορίτσια τους. Νωρίτερα η Τορίνο είχε κερδίσει με 4-2 τη Σαμπντόρια, πιστοποιώντας την αγωνιστική της άνοδο. Ο Τζίτζι ήταν ευδιάθετος και για έναν ακόμα λόγο: ο γάμος της Κριστιάνα με τον Πετρίνι είχε ακυρωθεί και τυπικά. Πλέον μπορούσαν να παντρευτούν.
Ο Μερόνι πήρε τηλέφωνο την Κριστιάνα να φέρει τα κλειδιά που είχε αφήσει σπίτι, αλλά δεν τη βρήκε. Οι δύο φίλοι αποφάσισαν να περιμένουν τις κοπέλες στο απέναντι μπαρ, όμως διασχίζοντας τον δρόμο δεν ακολούθησαν τη διάβαση των πεζών. Στο σημείο που έρχονταν αμάξια κι από τις δύο κατευθύνσεις ο Μερόνι οπισθοχώρησε ξαφνικά για να αποφύγει ένα αυτοκίνητο από τα δεξιά, όμως ένα FIAT 124 ερχόμενο από την άλλη μεριά δεν μπόρεσε να σταματήσει έγκαιρα.
Το όχημα έπεσε πάνω στον παίχτη της «Τόρο», πετώντας τον στην άλλη πλευρά του δρόμου όπου ένα μηχανάκι τον παρέσυρε 50 μέτρα μακριά. Ο οδηγός του FIAT ήταν ένας 19χρονος Ιταλός ονόματι Ατίλιο Ρομέρο. Ήταν οπαδός τη Τορίνο και όπως έγινε γνωστό, στον τοίχο του δωματίου του είχε αφίσα του Μερόνι με τη σημαία της «Γκρανάτα».
Ο 24χρονος Τζίτζι απεβίωσε λίγο μετά τη σύγκρουση. Ο Πολέτι χτύπησε κι αυτός, αλλά πολύ ελαφρά, σε αντίθεση με τον φίλο του που υπέστη πολλαπλά κατάγματα και σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Δύο περίπου δεκαετίες μετά το δυστύχημα της Σουπέργκα, ολόκληρη η ποδοσφαιρική Ιταλία και ειδικά οι οπαδοί της Τορίνο βίωναν μια ανείπωτη τραγωδία. Ειρωνεία της τύχης: ο πιλότος του μοιραίου αεροπλάνου το 1949 λεγόταν Πιερλουίτζι Μερόνι. Περίπου 20.000 κόσμου έδωσαν το «παρών» στην κηδεία του Τζίτζι Μερόνι, ανάμεσα τους οπαδοί της Γιουβέντους και πλήθος ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με το ποδόσφαιρο.
Ακόμα και φυλακισμένοι έστειλαν στεφάνι στη μνήμη του, με τον ιερέα Ντον Φραντσέσκο Φεράουντο να πλέκει το εγκώμιο του Τζίτζι για τον χαρακτήρα και το φιλανθρωπικό του έργο. Γι’ αυτά του τα λόγια, ο Φεράουντο δέχτηκε σκληρή κριτική από εκκλησιαστικούς κύκλους με την αιτία ότι επαινούσε «έναν κοινό αμαρτωλό», λόγω της σχέσης του με την Κριστιάνα.
Μια εβδομάδα μετά το δυστύχημα, η Τορίνο αντιμετώπισε τη Γιουβέντους στο μεγάλο ντέρμπι της πόλης. Πριν την έναρξη του ματς, ένα μικρό αεροπλάνο πέταξε λουλούδια στο γήπεδο, που τοποθετήθηκαν συμβολικά στη δεξιά πλευρά, εκεί που αγωνιζόταν ο Μερόνι. Μέσα σε έντονη συναισθηματική φόρτιση και υπό τις ιαχές «Τζί-τζι, Τζί-τζι» των οπαδών της «Γκρανάτα», το ματς εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό μονόλογο της Τορίνο, με τον Νέστορ Κομπέν να σημειώνει χατ-τρικ. Ο αντικαταστάτης του Μερόνι στην ενδεκάδα, Αλμπέρτο Καρέλι, έγραψε το τελικό 4-0 που αποτελεί μέχρι και σήμερα τη μεγαλύτερη νίκη της Τορίνο σε ντέρμπι με τη Γιουβέντους. Ο μεγάλος πρωταγωνιστής Νέστορ Κομπέν είχε δηλώσει μετά:
«Ήθελα να σκοράρω ένα γκολ για τον Τζίτζι και σκόραρα τρία. Την περασμένη Κυριακή, μετά το ματς με τη Σαμπντόρια, μου είχε πει ότι το να κερδίσει ένα ντέρμπι ήταν το όνειρό του, και ότι έπρεπε να σκοράρω ξανά χατ-τρικ απέναντι στη Γιουβέντους. Ορίστε λοιπόν Τζίτζι…».
Ο θρύλος ζει
Η Τορίνο τερμάτισε 7η τη σεζόν εκείνη και κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας, αφιερώνοντάς το στη μνήμη του Μερόνι. Ο Τζίτζι δεν ξεχάστηκε ποτέ από τους οπαδούς της Τορίνο. Μετά το πρωτάθλημα μάλιστα που κατέκτησε η Τορίνο το 1976 (το πρώτο και τελευταίο μετά τη Σουπέργκα), εκατοντάδες οπαδοί συγκεντρώθηκαν στο σημείο του δυστυχήματος. Λέγεται ακόμα ότι ένα ακραιφνής οπαδός του Μερόνι έσκαψε τον τάφο του στο Κόμο για να σιγουρευτεί ότι ήταν νεκρός.
Τον Ιούνιο του 2000, ένας 52χρονος άνδρας ανήλθε στον προεδρικό θώκο της Τορίνο. Το όνομα αυτού, Ατίλιο Ρομέρο. Ο άνθρωπος που χτύπησε εκείνη τη μοιραία νύχτα του Οκτώβρη του ’67 ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια της «Τόρο» ήταν ο νέος πρόεδρος του συλλόγου. Μάλιστα η θητεία του αποδείχθηκε η χειρότερη περίοδος για τα οικονομικά της ομάδας που κατέληξε και στη χρεοκοπία. Η κουβέντα γύρω από τον Μερόνι φούντωσε με την επιστροφή της Κριστιάνα, του μεγάλου έρωτα του Τζίτζι, στην Ιταλία το 2003, μετά από 22 χρόνια απουσίας. Στις συνεντεύξεις που έδωσε, αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τον Μερόνι σε εκείνο το μπαρ της Γένοβας όπως και στον μοναδικό χαρακτήρα του, πριν σχολιάσει με πικρία τη συμπεριφορά του Ατίλιο Ρομέρο, λέγοντας ότι δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί της μετά το δυστύχημα και ότι η Τορίνο διέκοψε την αποστολή στεφανιού στον τάφο κάθε 15 Οκτώβρη όταν ανήλθε αυτός στην προεδρία.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κόσμος της «Γκρανάτα» δεν πρόκειται να λησμονήσει ποτέ τον χαρισματικό Τζίτζι Μερόνι. Όχι μόνο επειδή επρόκειτο να τους οδηγήσει στην κορυφή με την ποδοσφαιρική του κλάση, αλλά και λόγω εκείνης της ντροπαλής ευγένειας και του ελεύθερου πνεύματος που τον διέκρινε μέσα σε μια κοινωνία αρτηριοσκληρωτική και συντηρητική. Ακόμα και στη σημερινή εποχή, κάθε χρόνο στις 15 Οκτώβρη, συγκεντρώνονται στο μνημείο που υπάρχει στην οδό Ρε Ουμπέρτο, για να τιμήσουν τη μνήμη του πάλαι ποτέ αστεριού της Τορίνο. Μάλιστα, προ διετίας προβλήθηκε στην RAI η τηλεταινία La Farfalla Granata (Η Βυσσινί Πεταλούδα) με θέμα τη ζωή του Μερόνι, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Νάντο νταλά Κιέζα.
Τον ονόμασαν «Ιταλό Τζορτζ Μπεστ», «Σκαθάρι του ποδοσφαίρου» λόγω της εμφάνισής του, ακόμα και «Τζέιμς Ντιν του ποδοσφαίρου». Ωστόσο τα πιο πετυχημένα λόγια έχουν έλθει εκ στόματος του σπουδαιότερου Ιταλού αθλητικού δημοσιογράφου, Τζάνι Μπρέρα:
«Ήταν ένα σύμβολο σπάνιων ικανοτήτων και κοινωνικής ελευθερίας, μέσα σε μια χώρα όπου σχεδόν όλοι ήταν άτιμοι κομφορμιστές».
sisyphoss
Υπό την επήρεια του ντοκιμαντέρ Gigi Meroni – Quando un dribbling è più bello di n gol
*Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο τεύχος #14 του HUMBA!