Το παρακάτω άρθρο το μεταφράσαμε από το πρώτο τεύχος (Αύγουστος 2012) του αγγλικού φανζίν STAND Against Modern Football. Στην ουσία είναι ένα περιληπτικό απόσπασμα ενός μεγαλύτερου άρθρου που πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα This Is Our Culture. Ο Bill Routledge, ο συγγραφέας του άρθρου, είναι ένας αφοσιωμένος οπαδός της Preston North End F.C., μίας από τις αρχαιότερες ποδοσφαιρικές ομάδες καθώς μετρά ήδη 151 χρόνια ζωής. Ο Bill πριν δύο χρόνια αποφάσισε να μην ξαναπάει γήπεδο γιατί «το ποδόσφαιρο δεν είναι το παιχνίδι που ήταν κάποτε ούτε θα ξαναγίνει. Δεν είναι το παιχνίδι μας πια». Αναλογιζόμενοι τι σημαίνει για έναν Άγγλο οπαδό η ομάδα του, και κατ’ επέκταση η πόλη του και η ζωή του, είναι εύκολο να αντιληφθούμε πόσο δύσκολη είναι μία τέτοια απόφαση. Και μιλάμε για την απόφαση ενός οπαδού μίας «μικρής» ομάδας που δεν έχει αλωθεί πλήρως από το «modern football», όπως τα μεγαθήρια του Νησιού. Πριν κάποιους μήνες, ένας οπαδός της Κάρντιφ προχώρησε στην ίδια απόφαση δηλώντας ευθαρσώς «Γαμώ το μοντέρνο πόδοσφαιρο. Να ζήσει το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο!». Ο Bill εξηγεί αυτήν του την απόφαση μεταφερόμενος πίσω στο χρόνο, τότε που το παιχνίδι απέπνεε ακόμα μία δόση αλτρουισμού, ταύτισης με την ομάδα και την πόλη και σεβασμό προς τους οπαδούς. Στοιχεία που πλέον έχουν πάει περίπατο, όχι μόνο στο Νησί…
Αυτό ήταν το παιχνίδι μας – «Ποδόσφαιρο: Περηφάνια, Πάθος, Συναίσθημα, Πίστη, Κοινότητα, Τρόπος Ζωής»
Από τη δεκαετία του ’70 συμμετέχω και προσπαθώ να ξελαρρυγιαστώ και να βραχνιάσω ανεμίζοντας το κασκόλ και τραγουδώντας για την ομάδα μου από το εναρκτήριο λάκτισμα μέχρι το τέλος του αγώνα. Έτρεξα να σωθώ όταν οι Bovver Boys πήραν το πάνω χέρι στο πέταλό μας. Εισέβαλλα στον αγωνιστικό χώρο μαζί με άλλους συνοπαδούς μου για να γιορτάσουμε την άνοδο την τελευταία αγωνιστική και ένιωθα αγαλλίαση για το πώς περνούσαμε στην εξέδρα.
Με συλλάβανε επειδή ήμουν εξοργισμένος με τον υποβιβασμό μας στην κατώτερη επαγγελματική κατηγορία. Κυμάτισα μία πειρατική σημαία με το όνομα της ομάδας μου γραμμένο με άσπρη γυαλιστερή μπογιά μέσα στο πέταλο των αντιπάλων σε εκτός έδρας αγώνα. Ήμουν εξαρχής μέλος της ανόδου και της εξέλιξης του κινήματος των Casuals. Παρακολούθησα την ανέγερση και την κατάργηση των κιγκλιδωμάτων που περιέβαλλαν τον αγωνιστικό χώρο. Στριφογύρναγα και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι πριν αποό κάποιο σημαντικό παιχνίδι ή ένα ντέρμπι. Έφαγα σφαλιάρες, ένιωσα την οργή του κλομπ και τον ξαφνικό, έντονο πόνο της σάρκας που ξεσκίζεται από τους κυνόδοντες ενός γερμανικού ποιμενικού, και όλα αυτά από τους φίλους μας τους μπάτσους. Γύρισα τον μισό κόσμο με αεροπλάνο, τρένο και αυτοκίνητο για να δω έναν ενενηντάλεπτο αγώνα.
Πασάλειψα και κατέστρεψα με κέτσαπ και καραμελωμένα κρεμμύδια –από ένα λιγδιασμένο μπέργκερ– τη στυλάτη μπλούζα μου. Έκανα φιλίες –καθώς κάτουρα τρέχανε στις κερκίδες και περνάγανε δίπλα στα ακριβά αθλητικά μας παπούτσια– που ακόμα και σήμερα παραμένουν δυνατές. Είδα το γήπεδο της ομάδας μου να κατεδαφίζεται και να ξηλώνεται και το παραμικρό του μέρος για να αντικατασταθεί από στείρα πλαστικά καθίσματα σε ένα κρύο, τσιμεντένιο, άοσμο και σιδερόφρακτο στάδιο. Αγόρασα και έγραψα σε ένα σωρό φανζίνς. Και έχω ξοδέψει χιλιάδες λίρες ακολουθώντας την ομάδα μου – και πάρα πολλά άλλα. Το ποδόσφαιρο δεν έχει αλλάξει ούτε στο μισό, αλλά αυτό είναι το χειρότερο.
Και αυτό με οδηγεί στο χάλι των ημερών μας, στο ποδοσφαιρικό περιβάλλον. Λέγεται στο σημερινό ποδοσφαιρικό περιβάλλον ότι, στην πλειοψηφία τους, οι οπαδοί των επαγγελματικών ομάδων αισθάνονται κάπως αποκομμένοι από τις ομάδες για τις οποίες κάποτε ζούσαν και ανέπνεαν. Και αυτό συμβαίνει ενώ παράλληλα ορκίζονται πίστη ότι ποτέ δεν σβήσει η επιθυμία τους να στηρίζουν και να ακολουθούν την ομάδα τους μέχρι να πεθάνουν. Όμως, τα τελευταία χρόνια, οι οπαδοί νιώθουν κάπως αποκομμένοι, κάπως απομακρυσμένοι, κάπως απογοητευμένοι με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ποδόσφαιρο.
Οι οπαδοί πλέον δεν νιώθουν τη συγκίνηση και την απεριόριστη αγάπη που βίωναν για τις ομάδες τους. Πόσο μάλλον οι παίκτες. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πριμαντόνες πληρώνονται με άπειρα λεφτά –από τους Ανατολίτες πετρελαιάδες και τους ομοίους τους– και δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα και κανένα σημείο επαφής με τους οπαδούς. Οι παίκτες τρέχουν προς τους προπονητές τους και όχι προς τους οπαδούς, ενώ φιλούν γενναιόδωρα τη φανέλα ή το σήμα της ομάδας κάθε φορά που βάζουν γκολ. Την επόμενη βδομάδα μπορούν να κάνουν ακριβώς το ίδιο για τον αιώνιο αντίπαλο αφού πρώτα απαιτήσουν να μετεγγραφούν και να πάρουν τα διπλάσια λεφτά. Λεφτά πολλαπλάσια που δεν θα τα βγάλει ποτέ στη ζωή του ο εργαζόμενος που πληρώνει το εισιτήριό του για να περάσει τα τουρνικέ και να μπει στο γήπεδο.
Και μάλιστα εναντίον της προηγούμενης ομάδας τους! Πέρα από τα παραπάνω, το παιχνίδι έχει χάσει την αίσθηση του ευ αγωνίζεσθαι. Μια διεκδικούμενη μπάλα, ένα κακό τάκλιν ή μια παλιά καλή κλωτσοπατινάδα παίρνει συνήθως τη μορφή στατιστικού, σε μια σειρά ακροβατικών και παρατεταμένων μελοδραματικών θεατρινισμών. Οι αφοσιωμένες μπαλαδόφατσες έχουν καταντήσει γραφικότητες.
Επίσης, κανείς δεν στέκεται όρθιος στο ματς. Από την άλλη, μερικές φορές δεν υπάρχουν θέσεις να κάτσεις, ανεξαρτήτου κόστους, επειδή εκεί κάθονται πλέον οι τύποι που τρώνε απλώς πατατάκια, αφού πρώτα έχουν ξεκοιλιαστεί στο φαΐ στα κυριλέ φαγάδικα του γηπέδου. Υπάρχουν σεκιούριτι που σε εμποδίζουν από το να βρίζεις αντίαπλους παίκτες ή οπαδούς. Η λίστα φτάνει στο άπειρο και θα μπορούσα να συνεχίζω για πάντα. Επιπλέον, στις μέρες μας, στα γήπεδα δεν βρίσκεις πια ούτε μαντολάτο ούτε παστέλι.
Μόλις την προηγούμενη σεζόν, 2011-12, κάτι συνέβη στο σαββατιάτικο τελετουργικό που ακολουθώ εδώ και σαράντα χρόνια. Σταμάτησα να παρακολουθώ ποδόσφαιρο στο Deepdale ή στα εκτός έδρας. Δεν περίμενα ΠΟΤΕ ότι θα μου συνέβαινε αυτό. Κάτι έκανε κλικ μέσα μου. Αυτό συνέβη επειδή το παιχνίδι που κάποτε αγαπούσα, έχει αρρωστήσει βαριά. Ναι, το ποδόσφαιρο δεν είναι το παιχνίδι που ήταν κάποτε ούτε θα ξαναγίνει. Δεν είναι το παιχνίδι μας πια. Είμαι πραγματικά κατά του μοντέρνου ποδοσφαίρου και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει!
Γιάννης