Αναδημοσιεύουμε μέρος του εντιτόριαλ από το 14ο τεύχος μας με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ένας χρόνος μετά, παρά τον “αντιφασισμό” του ελληνικού κράτους και τις φυλακίσεις των καθαρμάτων των Χρυσών Αυγών, η στάση μας απέναντι στους φασίστες, μέσα και έξω από τα γήπεδα, δεν σταματάει ποτέ να είναι εχθρική και επιθετική…
Όντας ένα περιοδικό που ασχολείται με το κοινωνικοπολιτικό μήνυμα των σπορ, πώς θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε την κατάσταση στην ελληνική οπαδική σκηνή με αφορμή τις αντιδράσεις των φιλάθλων στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα;
Τα τελευταία χρόνια, όταν πρόκειται για σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που επηρεάζουν τις ζωές όλων μας, πολλές κερκίδες παίρνουν θέση, έχουν άποψη και δεν μένουν αμέτοχες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008 και οι αντιδράσεις που υπήρξαν στα γήπεδα εναντίον της αστυνομίας, η έναρξη της σφιχτής οικονομικής πολιτικής το 2010 και τα δεκάδες πανό που σηκώθηκαν στα πέταλα πολλών γηπέδων ενάντια στις επιλογές και τις αποφάσεις της κυβέρνησης, και φυσικά στις μέρες μας με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου, όπου σε πολλά γήπεδα λειτούργησαν ακαριαία τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά των οργανωμένων οπαδών με αποτέλεσμα να σηκωθούν πολλά πανό καταδίκης του φασισμού και των δολοφονικών πρακτικών των εκφραστών του. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις κινήσεις αλληλεγγύης από τους συνδέσμους (μάζεμα ρούχων και τροφίμων, αιμοδοσίες κ.λπ.) που τα τελευταία χρόνια συνεχώς πληθαίνουν. Τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά βέβαια στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν γεννήθηκαν έτσι ξαφνικά, ούτε είναι κάτι νέο και πρωτόγνωρο στις κερκίδες. Σε πολλά γήπεδα και συνδέσμους έχει καλλιεργηθεί εδώ και χρόνια ο αντιφασισμός σαν στάση ζωής, σαν στάση υγιούς οπαδικής κουλτούρας. Με δεδομένο πως οι σύνδεσμοι οπαδών και άρα και τα πέταλα των γηπέδων δεν είναι πολιτικοί οργανισμοί ούτε κόμματα (και καλώς δεν είναι), τέτοιου είδους αντιδράσεις που σχετίζονται με πολιτικοκοινωνικά ζητήματα που στην τελική δεν έχουν σχέση με το γήπεδο, σίγουρα μας ικανοποιούν και μας γεμίζουν ελπίδα πως κάτι αλλάζει στη νοοτροπία του οπαδού. Παρόλο που η κατάσταση στην ελληνική οπαδική σκηνή απέχει ακόμα πολύ από τη δημιουργία μιας σωστής γηπεδικής κουλτούρας και νοοτροπίας, σίγουρα έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Βέβαια για κάποιους (ειδικά οπαδούς μεγάλων ομάδων) το «μέγα οπαδικό ζήτημα» παραμένει το «πώς θα προξενήσεις τη μεγαλύτερη ζημιά στον αντίπαλο». Την ίδια στιγμή που σηκώνονται αντιμπατσικά πανιά πέφτουν βόμβες. Την ίδια στιγμή που σηκώνονται αντιμνημονιακά και αντικυβερνητικά πανιά πέφτουν μαχαιριές. Και την ίδια στιγμή που σηκώνονται αντιφασιστικά πανιά πέφτουν πυροβολισμοί. Η ανεξέλεγκτη βία χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος της οπαδικής σκηνής (γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που ενεργούν σαν μαφία είναι και αυτοί που επικροτούν τέτοιες ενέργειες) και αυτό είναι ένα σοβαρό ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί κάποια στιγμή από τους ίδιους τους οπαδούς, αν θέλουμε να δούμε καλύτερες μέρες για την ελληνική οπαδική σκηνή.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η εισχώρηση φασιστικών στοιχείων στην κερκίδα από το υπόλοιπο «υγιές» κομμάτι;
Κατά το παρελθόν κυρίως, όταν προσπαθούσαν διάφορες φασιστικές ομάδες να βρουν κόσμο και κυρίως μάχιμη νεολαία, είχαν γίνει απόπειρες να φτιαχτούν οργανωμένα φασιστικά γκρουπ στις κερκίδες. Δεν ευδοκίμησε όμως η προσπάθεια. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η απάντηση των οπαδών στην προσπάθεια οργανωμένων φασιστικών παρεμβάσεων ήταν δυναμική και δεν άφηνε περιθώρια –δημόσιας τουλάχιστον– φασιστικής έκφρασης. Τα τελευταία χρόνια οι όποιες προσπάθειες έχουν γίνει από φασίστες για «προσηλυτισμό» νεαρών κυρίως οπαδών γίνονται υπόγεια και στα μουλωχτά. Ακριβώς γιατί δεν τους παίρνει διαφορετικά. Και σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις, η προσπάθεια των φασιστών να τσιμπήσουν κόσμο από τα γήπεδα δεν έχει να κάνει μόνο με ιδεολογικούς σκοπούς, αλλά και με τη διεκπεραίωση διαφόρων ειδών «εργασιών». Πάντως το «υγιές» κομμάτι της κερκίδας στη συντριπτική πλειοψηφία των γηπέδων και των οργανωμένων έχει καταφέρει να «επικρατήσει», τονίζοντας πως ο αντιφασισμός και ο αντιρατσισμός δεν είναι ζητήματα πολιτικής ταυτότητας, αλλά ζητήματα κοινωνικά, ζητήματα αξιοπρέπειας και στάσης ζωής.
Οι Έλληνες οπαδοί που αυτοπροσδιορίζονται ως αντιφασίστες και θέλουν να συμπεριφέρονται ως αντιφασίστες, μπορούν την ίδια στιγμή να έχουν «κολλητές» σχέσεις με τις εκάστοτε διοικήσεις, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Μεγάλο ζήτημα. Μια επίσης καλή ερώτηση θα ήταν αν «αντιφασίστες οπαδοί» μπορούν ταυτόχρονα να βρίζουν χυδαία γυναίκες ή νεκρούς ή να συμμετέχουν σε αντιφασιστικές διαδηλώσεις «ψάχνοντας» για αντίπαλους οπαδούς; Υπάρχει η αντίληψη πως άλλο πράγμα να είσαι ή να δηλώνεις αντιφασίστας οπαδός και άλλο πώς την βλέπεις οπαδικά, τι μυαλά κουβαλάς σε σχέση με κάθε είδους οικονομικά νταραβέρια, σε σχέση με τη διοίκηση ή σε σχέση με το «μέχρι πού φτάνει η αντιπαλότητα με τον απέναντι οπαδό». Κατά τη γνώμη μας, θα πρέπει η «ταυτότητα» του αντιφασίστα οπαδού να συνοδεύεται και με κάποια ακόμη χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με αυτό που εμείς αποκαλούμε «οπαδική κουλτούρα». Δεν γίνεται δηλαδή να «τα παίρνεις» από τη διοίκηση, να είσαι λιγότερο ή περισσότερο υπάλληλος και κατά τα άλλα να δηλώνεις «αντί» γενικώς. Σε αυτό το θέμα επικρατεί ένα χάος και χίλιες δυο αντιφάσεις στους περισσότερους οπαδούς και πολλές φορές σε συζητήσεις, σχόλια και οπαδικά φόρουμ γίνεται τελείως κατανοητό το μέγεθος του… χάους. Είναι σημαντικό για τη βελτίωση της εικόνας του οπαδικού κινήματος που λέγαμε και πιο πάνω, η δήλωση περί αντιφασισμού να είναι επί της ουσίας και όχι λόγω μόδας ή ιδεολογικής κάλυψης άλλων συμπεριφορών. Πάντως, ανεξάρτητα από την ουσία ή όχι του πράγματος, το γεγονός πως μας προβληματίζει το πώς ορίζει ο κάθε οπαδός τον όρο αντιφασίστας και αντιφασιστικός αγώνας στα γήπεδα και όχι τον όρο φασίστας και εθνικιστικές-ρατσιστικές κορώνες στα γήπεδα (όπως συμβαίνει ας πούμε σε πολλές χώρες των Βαλκανίων) είναι σίγουρα πολύ θετικό!