*αυτό το μικρό κείμενο δεν είναι για σένα ψυχρέ ορθολογιστή
14 Ιούνη 1987… «τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά», παραληρούσε το κοινό και το περιέγραφε σχετικά κι ο μακαρίτης Φίλιππος Συρίγος.
Η εθνική Ελλάδας στο μπάσκετ (που είχε ήδη πάρει ένα χάλκινο στο μακρινό 1949 στο εξωτικό… Κάιρο, αλλά ουδείς έως τότε έδινε και μεγάλη σημασία) ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης. Μιας άλλης, διαφορετικής Ευρώπης, γεωπολιτικά, αλλά και μπασκετικά. Υπήρχαν Δύο Υπερδυνάμεις στο Μπάσκετ – η Μία εξ αυτών ήταν μάλιστα το Αντίπαλο Δέος των ΗΠΑ, παντού.
Υπήρχαν οι Δύο «μεγάλοι ηγέτες» της ελληνικής κυρίαρχης πολιτικής σκηνής, όχι μόνο ζωντανοί, αλλά και πανταχού παρόντες. Μέχρι και στο ΣΕΦ συνυπήρχε ο διπολισμός. Υπήρχε φυσικά κι άλλο ένα δίδυμο που, μετά από 2 χρόνια, ήταν σε σάρκα μία, ο Χαρίλαος Φλωράκης κι ο Λεωνίδας Κύρκος. Κι αν για τον δεύτερο, μέσω του νεοϊδρυθέντος κόμματος Ελληνική Αριστερά, με αποχωρήσαντες από το παλιό ΚΚΕ-Εσωτερικού, ήταν εύκολη η υποστήριξη της εθνικής μπάσκετ, για τον πρώτο ενδέχεται να ήταν και κάτι πολύ δύσκολο. Σίγουρα ήταν δύσκολο για τη βάση του ΚΚΕ, όπως και για χιλιάδες άλλους αγωνιστές της λεγόμενης και ως «εξωκοινοβουλευτικής» αριστεράς. Έχω γνωρίσει τουλάχιστον 3 με 5 παιδιά που δεν είχαν υποστηρίξει –είτε συνολικά είτε με…ημίμετρα– την εθνική μπάσκετ. Άλλο το κλίμα τότε, άλλο το κλίμα τώρα.
Τώρα είναι μια περίοδος που, αφού βιώσαμε την τάχα ανωτερότητα του να είσαι, λέει, Έλληνας επειδή μια άλλη εθνική ομάδα –αυτή του ποδοσφαίρου– πήρε το αντίστοιχο –να το πούμε κι αυτό– πανευρωπαϊκό του 2004, έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά επίμαχο το να υποστηρίζεις την εθνική ομάδα. Αυτή η υποστήριξη στην εθνική ομάδα μπάσκετ συνεχίζει να είναι πάντα κάτι το αναμενόμενο, το ευχάριστο που περιμένουμε κάθε τέλος καλοκαιριού πλέον – ακόμη και για αυτούς τους σκληρούς αντισυστημικούς που μας διαβάζουν…
Γιατί; Μήπως επειδή ο Ελληνοαμερικανός Νικ Γκάλης (από το Γεωργαλής) τους συνεπήρε με αυτό το άλμα και τις ντρίμπλες; Μήπως τους συνεπήρε ο Παναγιώτης Γιαννάκης από τη Νίκαια, με το όψιμο…προλεταριακό πάθος ή ο Αργύρης Καμπούρης που ευστόχησε στις δύο αυτές κρίσιμες βολές – ο οικοδόμος κυριολεκτικά με το μυστρί; Μήπως τους συνεπήρε ο Παναγιώτης Φασούλας με τη χαίτη που ήταν (κι αυτός) μέλος της ΚΝΕ, που μάλιστα είχε αρνηθεί ν’ ακολουθήσει την εθνική του ομάδα, έναν χρόνο νωρίτερα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 στην Ισπανία; Μια διοργάνωση που έφερε κοντά σε πιο πολλούς κατοίκους το άθλημα, που προέβαλλε κάθε Σάββατο απομεσήμερο στις 16:00 μέσω της ΕΡΤ1 με την επιμονή του Φιλ. Συρίγου σχεδόν και 6 χρόνια πίσω; Μήπως επειδή έπαιζε ο Φάνης Χριστοδούλου, που στις δική μας εποχή ίσως και να του είχαν κρεμάσει τα παπούτσια επειδή δύσκολα έμπαινε σε καλούπια; Μήπως επειδή ο Λιβέρης Ανδρίτσος, που ισοφάρισε το ματς με τις δυο του βολές, παραήταν κουλ τύπος; Και σταματώ εδώ, μη γράφοντας για τον Μέμο Ιωάννου, τον Νίκο Φιλλίπου, τον Νίκο Σταυρόπουλο,τον Μιχάλη Ρωμανίδη και τους δυο νεαρούληδες ψηλούς που συμπλήρωναν τότε τη 12άδα – τον Ν.Λινάρδο και τον Π.Καρατζά.
Μήπως λόγω της όψιμης ελιτίστικης και διαχωριστικής άποψη του Ιταλού δημοσιογράφου (και «αρχιμασώνου» όπως θα τον χαρακτήριζε το συνάφι των ποδοσφαιροδημοσιογράφων) Άλντο Τζιορντάνι πως «Για να αντιληφθείς πώς παίζεται το ποδόσφαιρο χρειάζεται να μάθεις μόνο δύο πράγματα: ότι δεν μπορείς να κλωτσήσεις τον αντίπαλο και ότι απαγορεύεται να πιάσεις την μπάλα με τα χέρια. Αντίθετα, για να μπεις στο πνεύμα του μπάσκετ, χρειάζεται πολύ μεγάλο φροντιστήριο και μυαλό που να παίρνει αρκετές στροφές».
Όλα αυτά κι άλλα τόσα μαζί. Γιατί εκείνο το βράδυ, όσοι δεν είχαμε ενηλικιωθεί απλώς βρήκαμε έναν λόγο παραπάνω να αγαπήσουμε το άθλημα που ήταν σαν τον κρυφό μας έρωτα στα λευκώματα, όπου διστάζαμε να γράψουμε το όνομα της αγαπημένης μας. Κι αγαπημένη μας έγινε αυτή η ομάδα στο πέρασμα των χρόνων κι ας μην πήγε στην Ολυμπιάδα του ’88, επιβεβαιώνοντας πως δεν είναι πυροτέχνημα στο Ευρωπαϊκό του Ζάγκρεμπ το ’89.
Ίσως να είναι ένας συνδυασμός των πιο πάνω και κάτι παραπάνω.
Σίγουρα όμως, αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο, ευτυχώς και Δόξα τον Γιαραμπή, υπάρχουν σίγουρα δυο εξτραδάκια, δηλαδή ουσιαστικά ένα, οι Αδερφοί Αντετονκούμπο. Ο Γιάννης που έγινε all star φέτος και όλο το ΝΒΑ πλέον αρχίζει και του συμπεριφέρεται ως όμοιο των μεγάλων παιχτών, αλλά και του αδερφού του Θανάση. Διότι αυτά τα παιδιά αφρικανικής καταγωγής, με το μαύρο χρώμα τους, δεν «τιμούν» απλώς την Ελλάδα, παίζοντας με τα χρώματά της, αλλά συνεχίζουν έναν άτυπο χαρακτήρα που ευτυχώς, όσο και να προσπάθησαν μια σειρά από παρατρεχάμενοι (και κυρίως δημοσιογράφοι, που προσπαθούσαν να είναι σαν τα βαμπίρ, πίνοντας το αίμα των επιτυχιών της εθνικής για να αποκτήσουν επαγγελματική ζωή στα φθίνοντα μέσα όπου εργάζονταν), δεν μπόρεσαν να τον χαλάσουν (βλέπε Ευρωμπάσκετ 2011, 2013). Ποιο; Μα την αγάπη για το ίδιο το άθλημα πρώτα και κύρια.
Μέχρι το 1987 ή ίσως μέχρι και το 1992 (στις 11 Μαρτίου 1992 ιδρύθηκε η Ένωση Σωματείων Αμειβομένων Καλαθοσφαιριστών), οι παίχτες, χρόνο με τον χρόνο, από απλοί μύστες {σικ!} του αθλήματος και αμειβόμενοι με οδοιπορικά και με συμβόλαια μακράς διαρκείας, εξελίσσονταν σε κανονικούς επαγγελματίες. Και τότε, κάπου μπήκαν και τα ιδιωτικά κανάλια και φιλόδοξοι πρόεδροι. Κι όμως, η εθνική σαν να ήταν το χωνευτήρι που ρούφαγε όλα τα στραβά του επαγγελματισμού και ανέδιδε έναν αέρα ανιδιοτέλειας και ερασιτεχνισμού, σαν αυτόν που αγάπησαν λίγες χιλιάδες φίλοι του μπάσκετ κατά τα τσιμεντένια (κυριολεκτικώς) χρόνια του μπάσκετ…
Είναι πολλές οι στιγμές που περνάνε από το μυαλό μου, είναι αρκετά όσα δεν γράφτηκαν,είναι πολλή η φόρτιση, διότι τα βιώματα αυτά δεν μπορούν να μοιραστούν σε πρώτο πρόσωπο με οικεία μου πρόσωπα, αλλά αυτό «το έτσι» είναι που μετράει…
Θα επανέλθουμε στο φθινοπωρινό τεύχος,
ΠιΖήτα (γραμμένο νύχτα 13ης Ιούνη,με τις όποιες παραλείψεις κι εσφαλμένες κομματικές αναφορές να έχουν να διορθωθούν στο τεύχος 27)
Επιλογή Φωτό:sisyphoss
30 χρόνια τώρα αυτή η μαγική μπασκετική βραδιά είναι η ίδια μας η ζωή, αδερφέ, η ίδια μας η ζωή…