Βέλγιο-Γαλλία μάλλον οι 2 καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης παίζουν (δυστυχώς) στον ημιτελικό της Τρίτης. Δεν κρύβω την (ποδοσφαιρική) συμπάθεια μου στους κόκκινους διαβόλους, αλλά και ποιανού τη θέση παίρνω στην γειτονική τους κόντρα, που εν γένει είναι κι ενδο-βελγική (Βαλόνοι vs Φλαμανδών). Ίσως να φταίει η αγάπη που τρέφω στον Ζώρζ Σιμενόν, ή εκείνη η συμπαθής και αισιόδοξη φιγούρα του Εβραίου-Φλαμανδού διεθνιστή Μαρξιστή Έρνεστ Μαντέλ και οι εκπληκτικές τους μπύρες, ίσως απλά να στηρίζω τα outsiders. Ή ίσως να με ενοχλούν, κάπως υποσυνείδητα, ανέκδοτα τύπου: “Ξέρεις γιατί οι Φλαμανδοί τη Δευτέρα το πρωί είναι γεμάτοι πληγές στο στόμα; Επειδή την Κυριακή προσπαθούν να φάνε με πιρούνι!“Αν όμως το ποδόσφαιρο και η γειτνίαση τους χωρίζουν, έρχονται οι τέχνες και ειδικά η μουσική για να τους ενώσουν και να δείξουν την αμφίδρομη σχέση μεταξύ των 2 χωρών.
Και αν είναι δύσκολο σε κορυφαίο επίπεδο να φύγει ένας Γάλλος ποδοσφαιριστής για Βέλγικο σύλλογο, στη μουσική ή και στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρακάτω θα δούμε 4vs4 περιπτώσεις, “υλικών και άυλων, πνευματικών και ρεαλιστικών ανταλλαγών”:
Εν αρχήν το Βέλγιο, ως δορυφόρος των γύρω του (Γάλλων, Ολλανδών, Γερμανών) έστειλε μερικά πολύ καλά παιδιά του, στο εξωτερικά. Ειδικότερα όμως στους “allez les bleus” μετακόμισαν οι 2 κορυφαίοι του εκπρόσωποι :
Εν πρώτοις ο Jacques Brel, τον οποίο οι περισσότεροι των θεωρούσαν Γάλλο, λανθασμένα όμως μιας και γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Έκανε καριέρα στη Γαλλία, βρισκόταν όμως στο μεταίχμιο της σχέσης ‘’μίσους’’ των 2 λαών. Ήταν Φλαμανδός, αλλά δεν είχε την καλύτερη γνώμη για τους συντηρητικούς και πιεστικούς (όπως έλεγε ο ίδιος) συμπατριώτες του. Έγραψε το 1962 για τον τόπο του, το τραγούδι Le Plat Pays, η επίπεδη χώρα:
”Με καθεδρικούς ναούς για μοναδικά βουνά
και μαύρα καμπαναριά για ιστούς των θαυμάτων
όπου πέτρινοι διάβολοι ξεκρεμούν τα σύννεφα
με το πέρασμα του χρόνου για μόνο ταξίδι
και τους δρόμους της βροχής για μοναδική καλησπέρα
με τον δυτικό άνεμο ακούστε τον, θέλει
την επίπεδη χώρα που είναι δική μου”
Ο Brel έλεγε πως έχει ανάγκη να φεύγει, αναζητώντας, κάτι που δε χρειαζόταν να το πει, αφού ήταν στη φύση του λαού του, ο Django Reinhardt. Τσιγγάνος, γεννήθηκε κοντά στο Σαρλερουά λίγο πριν την αυγή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όμως πρακτικά δε συνδέθηκε ποτέ με τον τόπο γέννησής του. Παρότι έπαιξε και ηχογράφησε στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι ήταν που μεγαλούργησε, αλλά παρόλα αυτά αν και πολλοί τον ”διεκδικούν”, θα είναι πάντα μοναδικός και ελεύθερος.
Στο Βέλγιο αγαπούν πολύ όσους παίζουν φυσαρμόνικα. Το Bluesette κάνει τον γύρο του κόσμου (Angie ή το δωδεκάμετρο ενός μπλουζ). Ο Toots Thielemans, συνθέτης και εκτελεστής αυτού του all time classic, υπήρξε ο σπουδαιότερος -πλην Django- Βέλγος Jazzman, που έπαιζε φυσαρμόνικα και κιθάρα και φυσικά πήρε το δρόμο για το Παρίσι στα τέλη των 40s. Λίγο αργότερα, άφησε την Ευρώπη για τις ΗΠΑ.
Το γνωστότερο Βέλγικο group, τουλάχιστον ώσπου να εμφανιστούν οι Telex και οι Red Zebra και αργότερα οι Vaya Con Dios και οι Deus, είναι οι Chakachas. Το Jungle Fever κατά βάση και μερικά ακόμα κομμάτια τους ή διασκευές τους έμειναν στην ιστορία, όπως εκείνο το τραγούδι που χορεύουν οι νεαροί pied noirs (γάλλο-αλγερινοί) σε μπαρ του Αλγερίου λίγο πριν την έκρηξη στο εκπληκτικό film Η Μάχη Του Αλγερίου του Gillo Pontecorvo, ακούγεται το τραγούδι Rebecca. Στη Γαλλία ηχογράφησαν μερικά από τα πρώτα τους album, αλλά ήταν ένα group που τριγύριζε όλη την Ευρώπη, φτάσανε μάλιστα και στα μέρη μας, παίζοντας ζωντανά, εμφανιζόμενοι στον κινηματογράφο και γράφοντας και τραγούδια σαν το Κουλούρι!
”Μπαίνουμε στη Rover και οργώνουμε τις Βρυξέλλες για να βρούμε γκαράζ. Φαντάζομαι ήδη τις σερβιτόρες με τα ωραία εφαρμοστά τους φανελάκια, με τ’ όνομά μου επάνω και προπάντων τίποτα από κάτω και έπειτα το Σάββατο το βράδυ rock n roll με τον Burt (Blanca), θα τραγουδάμε ντουέτο μερικά κομμάτια του (Vince) Taylor, ίσως το Twenty Flight Rock ή το Japanese Doll.” (Όλα Τα Μπαρ Της Ζανζιμπάρ). Ο συγγραφέας David McNeil, γιος του μεγάλου ζωγράφου Marc Chagall, γεννήθηκε το ’46 στη Νέα Υόρκη και 2 χρόνια αργότερα κατέφθασε οικογενειακώς στο Παρίσι. Από εκεί ξεκίνησε την πορεία του στη μουσική, που τον έφερνε συχνά στο Βέλγιο (εκεί ηχογράφησε τα πρώτα του singles), κάτι που γινόταν πιο συχνά μέσα στις σελίδες των βιβλίων του. Τα Angie (που ανέφερα πιο πάνω) και Όλα Τα Μπαρ της Ζανζιμπάρ είναι μεταφρασμένα στα ελληνικά και έχουν πολύ μουσική και περιπλάνηση, ειδικά στις Βρυξέλλες. Ο Burt Blanca που αναφέρει πιο πάνω είναι ο σπουδαιότερος Βέλγος rocker των 60s, ενώ ο Vince Taylor ο άνθρωπος που έγραψε το Brand New Cadillac, ενέπνευσε τον χαρακτήρα του Ziggy Stardust και υπήρξε ένας μικρός σε διάρκεια αλλά τόσο επιδραστικός ”τυφώνας” που σάρωσε το Γαλλικό Rock n’ Roll. Ειδικά οι Blousons Noirs (οι αντίστοιχοι Teddy Boys) ξετρελάθηκαν μαζί του και τα έκαναν πολλές φορές γυαλιά καρφιά μετά από live του.
Η πιο πολυφυλετική ίσως πόλη του κόσμου, το Παρίσι, δε θα μπορούσε παρά να ταυτιστεί και στο μουσικό κομμάτι με τους εμιγκρέδες που κατέφτασαν εκεί απ’ όλη την υφήλιο. Παραπάνω ανέφερα έναν Αμερικάνο/Ρώσο (McNeil) και έναν Άγγλο (Vince Taylor). Αντίστοιχα σχεδόν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ήταν από το Μαγκρέμπ, την Ευρώπη, την Ασία ή αλλού. Ο Marc Aryan Αρμενιο-Λιβανέζος, γεννημένος στη Γαλλία, έκανε καριέρα τραγουδιστή στα 60s, όχι στην πόλη του φωτός, αλλά στο Βέλγιο. Εκεί έστησε και μια εταιρεία, τη Markal, ηχογράφησε το hit Katy και αργότερα έκανε επιτυχία στην Ανατολή. Εξαιρετικά cult φιγούρα!
Ένας ακόμα εμιγκρές, ο ‘’δικός’’ μας, Αιγυπτιώτης εκ Αλεξάνδρειας, Georges Moustaki, έκανε μεγάλη καριέρα στη Γαλλία ως συνθέτης και τραγουδοποιός. Μια άλλη πτυχή του όμως, λιγότερο γνωστή ήταν αυτή του συγγραφέα. Τρία από τα βιβλία που έγραψε έχουν μεταφραστεί και στα Ελληνικά. Το Οδός Ντε Μπουσέ που είναι και το πρώτο που διάβασα είναι εξαιρετικό: ”Οι Βρυξέλλες της δεκαετίας του ’50, όπου, νέος τότε μουσικός, ανακάλυψα μέσα σε δυο μήνες τον κόσμο της νύχτας, του περιθωρίου, των ναρκωτικών, της πορνείας και της Jazz, μου πρόσφεραν το σκηνικό και τα πρόσωπα αυτού του «αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος», που πήρε τη μορφή του «αστυνομικού». Πρόκειται, επίσης, για ένα φόρο τιμής σ’ ένα Βέλγιο που υπήρξε φιλόξενο και απολαυστικό, και που γοήτευσε με τον εξωτισμό του τον νεαρό εξόριστο πλάνητα από τη Μεσόγειο που ήμουν τότε. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα δεν είναι καθόλου τυχαία: στο μαγαζί όπου έπαιζα, την αξέχαστη Αποθήκη στην οδό ντε Μπουσέ, υπήρξα, από τη θέση του πιάνου μου, προνομιούχος θεατής (και καμιά φορά δράστης) των ποικίλων συναλλαγών και ραδιουργιών που εξυφαίνονταν εκεί.”
Το πρώτο και μεγαλύτερο Γαλλικό festival rock μουσικής έγινε, ελλείψει ελεύθερων χώρων, στο … Βέλγιο, σε ένα χωριό της Γαλλόφωνης πλευράς, ονόματι Amougies. 24-28 Οκτώβρη 1969 ο Ελληνικής καταγωγής Jean Georgakarakos συν-ιδρυτής της Byg Records και η ομάδα που διεύθυνε το περιοδικό Actuel, διοργάνωσαν αυτό το πενθήμερο, με Frank Zappa (ως κονφερασιέ!), Soft Machine, Pink Floyd, Gong, Art Ensemble Of Chicago, Don Cherry, Caravan και πολλούς ακόμα, ανάμεσά τους και ο Captain Beefheart. Ήταν το Amougies Pop & Jazz Festival.
Το βράδυ της Τρίτης θα αναμετρηθούν στην Αγία Πετρούπολη ή Λένινγκραντ (για τους ρομαντικούς) οι 2 ομάδες και πέραν του αποτελέσματος ελπίζουμε σε ένα … Football Boogie, όπως ροκάρουν εδώ οι Βέλγοι Jokers. Allez!