Το παρακάτω κείμενο του Θοδ.Μαθ. το είχαμε λάβει τέλη Αυγούστου του 2012. Για διάφορους τεχνικούς λόγους δεν τα κατάφερε να στριμωχτεί…Κακώς θα πείτε! Σύμφωνοι, αν κι ενέπνευσε ένα άλλο Groundhopping στο τχ.11.
Σαν μια μικρή ανάμνηση, σαν ένα πολύ μικρό αφιέρωμα στα Φάιναλ Φορ που δεν πήγαμε…το δημοσιεύουμε. Και μην μασάτε, δείτε το φετινό Φάιναλ 4 στο Μιλάνο…
Η ιδέα έπεσε στις 22 Γενάρη στη γνωστή πλατεΐτσα απέναντι απ’ το ΟΑΚΑ. Είχαμε παρακολουθήσει το Παναθηναϊκός-Ατρόμητος και μέσα στην ευτυχία μας από την νίκη με 1-0, που σε συνδυασμό με την ήττα του Ολυμπιακού στην Ξάνθη, μας έφερνε πρώτους με δυο βαθμούς διαφορά και ένα παιχνίδι λιγότερο, δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτούμε.
Με μπυρίτσες στο χέρι συμφωνήσαμε πώς έπρεπε να κινηθούμε ταχύτατα και έτσι και έγινε. Αύριο βγαίνουν τα εισιτήρια για το final four είπε ο Πρόεδρος και ο Άλεξ την επόμενη φρόντισε να πάρει τέσσερα.
Το final four γινόταν στην Κωνσταντινούπολη 11-13/05/12 και η κοντινή απόσταση μας έδινε την επιλογή της οδικής μετακίνησης. Έτσι δεν αγχωθήκαμε να κλείσουμε αεροπορικά.
Δύο μέρες μετά τον επεισοδιακό ποδοσφαιρικό αγώνα (;) με τον Ολυμπιακό στο ΟΑΚΑ την Κυριακή 18 Μαρτίου, άρχιζαν οι προημιτελικοί με τη Μακάμπι.
Εκεί τα πράγματα πήγαν να στραβώσουν λιγάκι, αφού χάσαμε το πλεονέκτημα έδρας στο δεύτερο παιχνίδι, άλλα με τη νίκη μας στο τέταρτο στο Ισραήλ και με ακόμα μια δύσκολη νίκη στο πέμπτο ματς, στο υπέρ του δέοντος κατάμεστο ΟΑΚΑ, έγινε ο Παναθηναϊκός η τέταρτη ομάδα του final four, και εμείς χαρούμενοι εκδρομείς.
Στο final four τα ζευγάρια ήταν ΤΣΣΚΑ-ΠΑΟ και ΜΠΑΡΤΣΑ-ΟΣΦΠ. Το γήπεδο που θα γίνονταν οι τελικοί ήταν το Σινάν Ερντέμ , που είχε πάρει το όνομα του από έναν πρώην βολεϊμπολίστα και πρόεδρο της τουρκικής ολυμπιακής επιτροπής, που πέθανε το 2003 από καρκίνο.
Ύστερα από μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής, με τον Μητσάκο να παίρνει την θέση του Άλεξ και να προστίθεται στους ήδη συμμετέχοντες Πρόεδρο, Σομαλό και εμένα και μια μαραθώνια συνεδρίαση στο σπίτι του Προέδρου για να κανονιστούν οι τελευταίες λεπτομέρειες, ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση. Αυτό έγινε το μεσημέρι της Πέμπτης 10 Μαΐου και το βραδάκι της ίδιας μέρας φτάσαμε στην Αλεξανδρούπολη όπου θα μέναμε το πρώτο βράδυ.
Πράγματα στα δωμάτια και γραμμή για τσιπουράκι. Εκεί λίγο χάσαμε τον έλεγχο, πράγμα όχι πρωτόγνωρο για όσους μας ξέρουν, και έτσι φτάσαμε στα κρεβάτια μας λίγο μετά τις τρεις, κάτι που επηρέασε την αναχώρησή μας κατά δύο ωρίτσες την επόμενη ημέρα και τελικά λίγο μετά τις δώδεκα και ύστερα από σύντομες διαδικασίες στα σύνορα, οι δρόμοι τη Τουρκίας ανοίχτηκαν μπροστά μας. Ένας καρόδρομος δηλαδή, γεμάτος με τούρκικες σημαίες, σε όλα τα μεγέθη, και αρκετές άμαξες που σέρναν βόδια συχνά-πυκνά στην δεξιά λωρίδα του δρόμου. Το GPS είχε αρχίσει να πετάει φωτιές για να στρίψουμε δεξιά, αλλά εμείς είχαμε επιλέξει να ακολουθήσουμε την σήμανση προς Istanbul στις ταμπέλες.
Και αφού περάσαμε τα τρία πούλμαν της οδικής εκδρομής των κόκκινων οργανωμένων, βρεθήκαμε μποτιλιαρισμένοι στην κεντρική είσοδο της πόλης.
Η Istanbul είναι μια πόλη δώδεκα εκατομμυρίων κατοίκων που τα πρωινά, με τους εργαζόμενους από τις γύρω περιοχές, φτάνουν τα δεκαπέντε. Μιάμιση Ελλάδα σε μια πόλη.
Είμαι σίγουρος πως ο Πρόεδρος που κρατούσε το τιμόνι ήθελε άλλους πέντε καθρέφτες προσαρμοσμένους σε επιλεγμένα σημεία του Ceed. Η λέξη χάος δεν περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί στα πεζοδρόμια και πολύ περισσότερο στους δρόμους της πόλης. Η ιδέα να πάμε κατ’ ευθείαν στο γήπεδο απορρίφθηκε.
Τελικά στη φάση που επήλθε η πλήρης ακινητοποίηση, το GPS μας έλεγε πως θέλαμε 1.800 μέτρα μέχρι το Grand Madrid Hotel, όπου θα καταλύαμε. Ο χρόνος που χρειάστηκε για αυτά τα μέτρα ήταν μία ώρα και πενήντα λεπτά. Με λίγα λόγια, η ώρα ήταν 16.30 και το παιχνίδι άρχιζε στις 18.00! Στα γρήγορα συνεννοηθήκαμε με την reception,ανεβήκαμε στο δωμάτιο, φορέσαμε τα γούρικα ρούχα μας και μπήκαμε στο ταξί που είχαμε πει να μας καλέσουν. Χωρίς ανάσα λοιπόν, ξανά έξω στο χάος, και με την ανυπομονησία πιο έντονη από ποτέ, ήμασταν στην τελική ευθεία για το γήπεδο.
Φτάσαμε την ίδια στιγμή που έφταναν και οι οργανωμένοι και όλοι μαζί κατευθυνθήκαμε προς τις θύρες μας, περνώντας έξω από τις θύρες των γαύρων –δεν βρήκαμε και πολλούς- για την γνωστή καζούρα. Έξω από τις θύρες μας άκρατος ενθουσιασμός, με συνθήματα και χαβαλέ από το πράσινο ποτάμι. Παίζαμε με το φαβορί αλλά όλοι ξέραμε τι θα πει Παναθηναϊκός του Ζοτς. Κανείς εκτός θέματος. Γυναίκες, παιδιά, όλοι ήξεραν.
Επιτέλους κάτι κινήθηκε γρήγορα στην Πόλη, σε σχέση με το πλήθος του κόσμου και ύστερα από έναν τυπικό έλεγχο, να΄μαστε μέσα στο Σινάν Ερντέμ. Περίεργο γήπεδο. Να και οι πρώτοι γνωστοί, να και οι θέσεις μας. Πίσω από την μπασκέτα, σε ύψος τέτοιο που ο κρεμαστός πίνακας του σκορ από την μεριά μας, κάλυπτε τον απέναντι και δεν βλέπαμε ούτε σκορ ούτε χρόνο. Αίσχος. Κατεβήκαμε στο κάγκελο με τους άλλους. Ο ref (;), αφού σιγουρεύτηκε πως πήραμε τις θέσεις μας, ύψωσε για το τζάμπολ.
Για τους αγώνες, παρ΄ όλο που το γήπεδο χωράει 16.000 κόσμο, είχαν εκδοθεί 13.000 εισιτήρια και από αυτά, χωρίς υπερβολή, τα 6.000 είχαν πράσινους κατόχους. Η μάχη της κερκίδας είχε κερδιθεί πριν καν αρχίσει. Οι Ρώσοι, περίπου 3.000, κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες, που κάπου-κάπου απέδιδαν καρπούς. Οι μπλαουγκράνα, καμιά τρακοσαριά έβαζαν στα άκυρα σημεία το κερασάκι στην τούρτα και οι γαύροι που ακόμα ήταν πολύ αραιοί απέφευγαν να μιλάνε, καθώς όποτε το έκαναν άκουγαν τα εξ αμάξης.
Μπήκαμε δυνατά και στο τέλος της πρώτη περιόδου ήμασταν μπροστά 14 πόντους (15-29), με την ομάδα διαβασμένη και τον κόσμο σε οργασμό. Το πρόβλημα που φάνηκε από την αρχή, ήταν πως οι περισσότεροι από τους μισούς πόντους της ΤΣΣΚΑ είχαν επιτευχθεί με λίγο μαγικό τρόπο (βολές).
Στη δεύτερη περίοδο το παιχνίδι άλλαξε. Οι Ρώσοι έβγαλαν κάποιες φάσεις και σε συνδυασμό με σκληρή άμυνα που δεν είχε την αντίστοιχη τιμωρία που είχαμε εμείς στην πρώτη περίοδο, μάζεψαν την διαφορά. Κάτι μη πράσινο στις εξέδρες άρχισε να κινείται, χωρίς όμως φωνή, κυρίως με κόρνες και τύμπανα. Εκνευρισμός. Σκορ ημιχρόνου 32-34 υπέρ μας.
Στο ημίχρονο, εκεί που περνούσαμε τον χρόνο μας ψάχνοντας μάταια για καμία μπύρα να αναζωογονήσουμε τα λαρύγγια μας και βγάζοντας αναμνηστικές φωτογραφίες, 2-3 από τους γαύρους απέναντι, που στο μεταξύ είχαν αρχίσει να σκάνε μύτη, αποφάσισαν να κάνουν ντού(;). Η ανταπόκριση από τους δικούς μας ήταν άμεση, όπως άμεση ήταν και η επέμβαση από τους security. Και αφού με αυτόν τον τρόπο καλύφθηκε ένα μέρος του κενού στην ψυχαγωγία των παρευρισκόμενων, ο χρόνος συνέχισε να κυλά αργά και βασανιστικά.
Στην τρίτη περίοδο έπεσαν κορμιά και πορόλο που οι διαιτητές -ο Θεός να τους κάνει- έδειξαν ξεκάθαρα τις προθέσεις τους, βρεθήκαμε στο τέλος της περιόδου, 4 πόντους μπροστά (51-55), με τον κόσμο του Παναθηναϊκού να έχει ανέβει στα ουράνια και το υπόλοιπο γήπεδο απλά να μας χαζεύει. Οι Ρώσοι οπαδοί μάλλον έκαναν οικονομία δυνάμεων -ίσως γνώριζαν το τελικό αποτέλεσμα και τις φυλούσαν για τον τελικό- και έτσι ο Τεόντοσιτς, πρώην παίκτης του Ολυμπιακού και νυν της ΤΣΣΚΑ, ζητούσε συμπαράσταση από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Το μπινελίκι που έφαγε ήταν μνημειώδες.
Τέταρτη περίοδος και οι ψίθυροι έγιναν κραυγές. Μ’ ένα συνοπτικό χειρουργείο και χωρίς να τηρηθούν ούτε τα προσχήματα, αφού είδαν πως δεν μπορούσαν αλλιώς, η τριάδα των διαιτητών, μας έριξε στο καναβάτσο με 66-64. Έγινα πράγματα που δεν είχαν ξανασυμβεί σε αγώνα μπάσκετ. Για την ιστορία και μόνο τα ονόματά τους: Καρλ Γιούνγκεμπραντ, Χοσέ Μαρτίν και Σρέτεν Ράντοβιτς. Το χειροκρότημα στους “ηττημένους” ήταν εκκωφαντικό και σκέπασε τους πανηγυρισμούς των νικητών.
Διάθεση να παρακολουθήσουμε τον άλλο ημιτελικό δεν υπήρχε και έτσι φορτωθήκαμε σε ένα ταξί, ύστερα από τα, απαραίτητα για τους Τούρκους, παζάρια, για το ξενοδοχείο. Στην διαδρομή οι κουβέντες βγαίνανε δύσκολα και αρκεστήκαμε να παρακολουθούμε τον Τούρκο ταρίφα να οδηγεί στο χάος των δρόμων της πόλης, βγάζοντας το συμπέρασμα πως το πιο επικερδές επάγγελμα στην Κωνσταντινούπολη, είναι οι ασφάλειες αυτοκινήτων.
Πίσω στο δωμάτιο και αφού καταφέραμε να εφοδιαστούμε με κάποιες μπυρίτσες, οι «ευχές» για Ρώσους και διαιτητές έδιναν και έπαιρναν. Η ιδέα για εσπευσμένη αναχώρηση συμφωνήσαμε πως δεν μας άρεσε και όταν οι μπύρες έκοψαν τα στομάχια μας, βγήκαμε για αναζήτηση τροφής. Τρώγοντας μάθαμε πως στον άλλο ημιτελικό ο Ολυμπιακός νίκησε την Μπαρτσελόνα.
Για κάτι πέρα από το φαγητό διάθεση δεν υπήρχε και ύστερα από μια βόλτα στην περιοχή γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Η βολτίτσα αυτή στους δρόμους, τα καινούρια πράγματα που αντίκρισαν τα μάτια μας, το βάδισμα ανάμεσα σε εκατοντάδες ντόπιους, που λίγο νοιάζονταν για τους αγώνες και ένα μπουκάλι ουίσκι επανέφεραν την ισορροπία.
Το επόμενη ανεβήκαμε για πρωινό στην ταράτσα του ξενοδοχείου, όπου βρήκαμε και κάποιους άλλους γνωστούς που έμεναν εκεί και όλοι μαζί με τον χάρτη ανά χείρας, ξεκινήσαμε την βόλτα μας για τα αξιοθέατα της πόλης. Μπλε Τζαμί, Αγία Σοφία, Τοπ Καπί και ό,τι άλλο προλάβουμε έλεγε το πρόγραμμα και τα καταφέραμε πολύ καλά. Σύμμαχος μας ο καλός καιρός, που βοηθούσε τις περιπλανήσεις μας.
Στην πόλη εκείνη την μέρα γινόταν και το τοπικό ποδοσφαιρικό ντέρμπι της Γαλατά με την Φενέρ και από νωρίς η πόλη ήταν στους ρυθμούς του. Πάρα πολλοί Τούρκοι και Τουρκάλες, ειρηνικά και χαβαλεδιάρικα, από το πρωί, έδιναν χρώμα στη πόλη φορώντας εμφανίσεις των αγαπημένων τους ομάδων. Οι Τούρκοι αγαπάνε πολύ το ποδόσφαιρο και τα εισιτήρια του αγώνα είχαν εξαντληθεί μια βδομάδα πριν. Χαρακτηριστικό είναι πως το απόγευμα που κατεβαίναμε πεζοί προς την γέφυρα του Γαλατά υπήρχαν πολλά μαγαζιά που σε χρέωναν 30 τουρκικές λίρες, δηλαδή περίπου 12€, απλά για να μπεις και να δεις το παιχνίδι και μάλιστα έστηναν και μια πρόχειρη κουρτίνα για να αποτρέψουν τους περαστικούς από το μπανιστήρι.
Κι ενώ όλα κύλησαν ήρεμα μεταξύ τους, δεν συνέβη το ίδιο όταν κάποιοι οπαδοί του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού συναντήθηκαν στην Αγία Σοφία, αλλά πολύ περισσότερο αργότερα όταν συναντήθηκαν οπαδοί του Παναθηναϊκού και της Γαλατά στην πλατεία Ταξίμ. Το υπόλοιπο βράδυ μας, κύλησε ήρεμα με τα κορναρίσματα και τους πανηγυρισμούς των οπαδών της Γαλατά, που εκτός από την νίκη πήραν και το πρωτάθλημα, να μας συνοδεύουν στα κρεβάτια μας τις πρώτες πρωινές ώρες.
Την Κυριακή, μιας και οι συνοδοιπόροι μου αποφάσισαν πως δεν θα έρθουν στο γήπεδο και θα βολτάρουν στην πόλη, βγήκα από νωρίς στους δρόμους για να δω ό,τι προλάβω από την απέναντι όχθη. Με τραμ και τελεφερίκ βρέθηκα σχετικά εύκολα στην πλατεία Ταξίμ, όπου ήταν το περίπτερο της €uroleague και αργότερα να κατηφορίζω την Istiklal, τον πιο εμπορικό δρόμο της πόλης, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από αντίστοιχους μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Ύστερα από κάποια ψώνια σε διάφορα κάθετα στενάκια, όπου μπορείς να βρεις ότι περνά από το μυαλό σου, επέστρεψα στην γέφυρα του Γαλατά και η συνάντηση με το υπόλοιπο παρεάκι μας έσπρωξε μέσα σε ένα από τα πολλά παζάρια της Κωνσταντινούπολης. Τα παζάρια είναι ένα μέρος που δεν συστήνεται έπ’ ουδενί σε αγοραφοβικούς και μπορείς να βρεις ο,τιδήποτε, ακόμα και πράγματα που έχουν σβηστεί από την μνήμη σου.
Ήρθε η ώρα του αποχωρισμού και αφού το υπόλοιπο crew τράβηξε για την απέναντι όχθη, εγώ συναντήθηκα με τον Ζαφείρη και τον Μιχάλη και τραβήξαμε για Σινάν Ερντέμ.
Τα πράγματα εκεί ήταν διαφορετικά σε σχέση με την Παρασκευή και η συμπεριφορά της αστυνομίας είχε αλλάξει, ύστερα από τα επεισόδια την προηγούμενη μέρα, αλλά πολύ περισσότερο ύστερα από την υποδοχή που είχαν κατά την άφιξή τους στο γήπεδο νωρίτερα κάποια πούλμαν οπαδών του Ολυμπιακού από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Έτσι η πρόσβαση στο γήπεδο ήταν λίγο δύσκολη και αρκετές φορές επικίνδυνη, αφού στις εισόδους που είχαν σχηματίσει με τα μεταλλικά κιγκλιδώματα στον πρώτο έλεγχο και πριν τον σωματικό έλεγχο χωρούσε χωρίς υπερβολή ένα άτομο. Τρελός συνωστισμός. Ο σωματικός έλεγχος ήταν εξονυχιστικός και οι τουρκόμπατσοι πρέπει να μάζεψαν μια περιουσία από τα κέρματα. Μόνο κάποια πανιά πέρασαν στην αρχή και ύστερα αποφάσισαν πως απαγορεύονταν. Αν κάποιος διαμαρτυρόταν έντονα γίνονταν βίαιοι, ενώ αν κάποιος προσπαθούσε να μιλήσει πιο ήρεμα στους εποπτεύοντες, έκαναν πως δεν καταλάβαιναν Αγγλικά. Σε γενικές γραμμές έδειχναν να ευχαριστημένοι από την ταλαιπωρία μας.
Μέσα στο γήπεδο ο κόσμος του Παναθηναϊκού ήταν και πάλι ο κυρίαρχος, αν και λιγότερος κατά περίπου 500 άτομα σε σχέση με τον ημιτελικό. Καταλανοί και Ρώσοι στα ίδια επίπεδα, ενώ οι γαύροι, ύστερα από την ανέλπιστη πρόκριση στον τελικό, ήταν ελαφρώς αυξημένοι. Κάποια πανό κατά της €υρολίγκας σηκώθηκαν από μεριάς μας και γενικά το μένος κατά της διοργανώτριας ήταν έντονο μετά την διαιτησία της Παρασκευής.
Η νίκη στη εξέδρα ήταν εύκολη υπόθεση και τα συνθήματα ήταν επικεντρωμένα στον αιώνιο αντίπαλο. Όποια προσπάθεια των απέναντι να ανταπαντήσουν έπεφτε κυριολεκτικά στο κενό. Στο παρκέ η ήττα 74-69 από την Μπάρτσα, λίγο μας ενόχλησε και το χειροκρότημα απέδειξε για άλλη μια φορά την λατρεία του κόσμου γι’ αυτή την ομάδα.
Ο τελικός λίγη σημασία είχε για μας, αφού έπαιζε ο μισητός αντίπαλος με την ομάδα που, με τα λεφτά του προέδρου της, αγόρασε την εύνοια της διαιτησίας και συνάμα το εισιτήριο της για τον τελικό.
Η πλάκα της υπόθεσης ήταν πως ύστερα από την αποχώρηση των οργανωμένων μας μετά τον μικρό τελικό, οι γαύροι ακόμα δεν μπορούσαν να βγάλουν συνθήματα, αφού ο κόσμος του Παναθηναϊκού που είχε παραμείνει -και δεν ήταν λίγος – έδωσε τον καλύτερο του εαυτό και σε συνδυασμό με τους οπαδούς της ΤΣΣΚΑ, έκανε τα νεύρα τους σμπαράλια.
Στο παιχνίδι, η ΤΣΣΚΑ διατηρούσε μια μεγάλη διαφορά μέχρι την τρίτη περίοδο, την οποία ο Ολυμπιακός άρχισε να ροκανίζει στην τέταρτη και τελικά με ένα σουτ του Πρίντεζη, στη τελευταία φάση, πήρε το κύπελλο.
Το αμέσως επόμενο πλάνο μας βρήκε εκτός γηπέδου, στον δρόμο της επιστροφής, με τον Ζαφείρη να δίνει την χαριστική βολή σε όποιον Ρώσο ή Ρωσίδα – είναι ακόμα πιο ωραίες λυπημένες – συναντούσαμε, ξεπληρώνοντάς τους το θυμό που κουβαλούσε για την αδικία της Παρασκευής.
Στο δωμάτιο οι υπόλοιποι είχαν βάλει κάτω τα ξύδια κι ήμουν πρόθυμος να τους ακολουθήσω.
Η επόμενη ήταν η μέρα της επιστροφής και ύστερα από μια μεγάλη στάση στην Αλεξανδρούπολη για καφέ και φαγητό, όπου θυμηθήκαμε τον δυτικό τρόπο ένδυσης των γυναικών, και με μια μικρότερη στην Κατερίνη φτάσαμε αργά το βράδυ στην Αθήνα.
Θοδ.Μαθ.