“Original Old School: The Truth, The Whole Truth and Nothing But The Truth¨
Η απίστευτη ιστορία του Έλτζιν Μπέιλορ
Του Σκουπ Τζάκσον
Για χρόνια, ο Έλτζιν Μπέιλορ και η διοίκηση των Κλίπερς αποτελούσαν ένα μυστήριο για πολλούς. Σήμερα, ο Έλτζιν έχει επανέλθει στο φως της δημοσιότητας, εξαιτίας της πρόσφατης δικαστικής διαμάχης με την ομάδα1. Μερικές φορές, ξεχνάμε τι σπουδαίος παίχτης ήταν, αν και αυτό οφείλεται εν μέρει στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η ζωή του μετά το τέλος της καριέρας του στο ΝΒΑ. Με το παρακάτω κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 27 του περιοδικού SLAM (Αύγουστος 1998), ρίχνουμε μια ματιά στη ζωή του Μπέιλορ.
Ο Έλτζιν Μπέιλορ δεν μιλά πολύ. Είναι πολύ λακωνικός, πολύ αξιοπρεπής, πολύ υπερήφανος. Για μένα, είναι ο σημαντικότερος παίχτης στην ιστορία του ΝΒΑ – σημαντικότερος και από τον Τζόρνταν. Τον νου σας, όμως. Ίσως αυτές να είναι και οι τελευταίες καλές κουβέντες που θα γράψω για τον κ. Μπέιλορ. Ό,τι ακολουθεί είναι ένα άρθρο διαμαρτυρίας, ένα άρθρο διαμαρτυρίας που ποτέ δεν πίστευα ότι θα ερχόταν η ώρα να γράψω.
Η επιρροή της πατρικής φιγούρας πάνω σε έναν νεαρό άνδρα μπορεί να είναι μνημειώδης – ή ολέθρια. Εγώ, ας πούμε, δεν καυγάδισα ποτέ με τον πατέρα μου όταν ήμουν παιδί. Έτρεφα μεγάλο σεβασμό για το πρόσωπό του. Όπως κάθε κοντοστούπης, είχα τον γέρο μου για θεό. Θαύμαζα κάθε του πράξη, κάθε του λέξη. Στα ενδέκατα γενέθλιά μου, με πήγε στην Ινδιανάπολις να δω τον Τζούλιους Ίρβινγκ να αντιμετωπίζει τον Τζορτζ ΜακΓκίνις, δηλαδή τους Νιου Γιορκ Νετς εναντίον των Ιντιάνα Πέισερς. Όπως πολλά «αδέρφια» της εποχής, πίστευα ότι ο Ντοκ ήταν ο μεγαλύτερος παίχτης όλων των εποχών και ο πατέρας μου μού είχε κάνει το δώρο να δω τον Δρ. Τζέι από κοντά.
Ο πατέρας μου δεν έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό για τις ικανότητες του Δόκτορα κι αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω. Και το μόνο που έκανε ήταν να επαναλαμβάνει μονότονα: Έλτζιν Μπέιλορ, Έλτζιν Μπέιλορ, Έλτζιν Μπέιλορ. «Βλέπεις τι κάνει ο Ίρβινγκ;», μου έλεγε συνέχεια. «Ο Έλτζιν τα έκανε αυτά δέκα χρόνια πριν». Για ένα παιδί, όπως εγώ, αυτά ήταν υπερβολές. Σε εκείνη την ηλικία, άκουγα συχνά τα κωμικά σκετς του Ρίτσαρντ Πράιορ και έτσι ήξερα ότι οι μεγαλύτεροι τείνουν να υπερβάλουν. Το δικό μου ίνδαλμα ήταν ο Μοχάμεντ Άλι, αλλά οι μεγαλύτεροι μου μιλούσαν συνέχεια για τον Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον. Ε, το ίδιο ακριβώς!
Ο μύθος του Έλτζιν Μπέιλορ μεγάλωσε όσο μεγάλωνα κι εγώ. Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν βιντεοκασέτες για τεκμηρίωση. Το μόνο που είχαμε ήταν τα λόγια και οι ιστορίες των ανθρώπων που θεωρούσαμε ειδήμονες. Κι αυτοί ήταν οι πατεράδες μας. Οι μπαρμπάδες μας. Τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μας και οι ξερόλες της γειτονιάς. Οι τσιλιαδόροι. Οι νταβατζήδες, οι παπατζήδες και τα αλάνια. Οι βετεράνοι μπασκετμπολίστες που μας λυπούνταν και μας «άφηναν» να παίξουμε μαζί τους (εμείς τα «πιτσιρίκια») όταν τα ματς δεν είχαν ενδιαφέρον και δεν παίζονταν στοιχήματα. Μέσα απ’ τα λόγια τους, τις πράξεις τους, τις ιδέες τους και τις ιστορίες τους, ο θρύλος του Έλτζιν Μπέιλορ θέριευε. Λάτρευα τον Τζούλιους Ίρβινγκ, αλλά, στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο που ακόμα ήμουν πολύ μικρός για να τον καταλάβω, ο Έλτζιν Μπέιλορ ήταν ο σπουδαιότερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών.
Στην ιστορία του μπάσκετ των ανοιχτών γηπέδων, το όνομα του Έλτζιν είναι περιθωριακό. Δεν υπήρξε ένα από τα διαφημισμένα παιδιά-θαύματα του δρόμου, όπως ο Τζούλιους ή ο Κόνι Χόκινς, οι οποίοι είχαν κατακτήσει τις αλάνες προτού περάσουν στα κλειστά. Όχι. Μεγαλώνοντας στην Ουάσινγκτον, το πεπρωμένο του Έλτζιν ήταν να γίνει ο πρώτος Χάρολντ Καρμάικλ ή ο πρώτος Μαρκ Μπαβάρο [σ.σ. και οι δύο αθλητές του NFL], αφού το φόρτε του ήταν το φούτμπολ. Το Πανεπιστήμιο του Άινταχο του έδωσε αθλητική υποτροφία και ο Έλτζιν ήταν έτοιμος να βάλει το κράνος και να παίξει φούτμπολ. Ο θρύλος λέει ότι μια μέρα που έβρεχε καρεκλοπόδαρα η ομάδα του φούτμπολ αναγκάστηκε να προπονηθεί στο κλειστό γυμναστήριο και εκεί ο Έλτζιν αποφάσισε να παίξει λίγο μπάσκετ για να περάσει την ώρα του. Βλέποντάς τον να παίζει το μπάσκετ που είχε μάθει πρόχειρα και λαθραία στους δρόμους της Ουάσινγκτον, ο προπονητής της ομάδας μπάσκετ τον ανέδειξε σε βασικό πρωταγωνιστή της κολεγιακής ομάδας. Ως πρωτοετής, ο Έλτζιν είχε μέσο όσο 31,3 πόντους ανά παιχνίδι.
Στο βιβλίο NBA at 50: The Book, ο Έλτζιν θυμάται: «Όταν μεγάλωνα στην Ουάσινγκτον, οι αλάνες ήταν φυλετικά διαχωρισμένες. Δεν είχαμε καν μέρος να παίξουμε μέχρι που έγινα 14 ή 15 χρονών. Τότε άρχισαν παίζω μπάσκετ. Έφτιαξαν ένα πάρκο ή ένα κομμάτι πάρκου με ένα γήπεδο μπάσκετ, δίπλα στο σπίτι μου. Εκεί περνούσαμε λοιπόν τα καλοκαίρια μας. Εκείνο το κομμάτι του πάρκου ήταν αποκλειστικά για μαύρους. Υπήρχε και ένα κομμάτι για λευκούς, όπου οι μαύροι απαγορευόταν να παίζουν. Οι λευκοί είχαν γήπεδα τένις, πισίνες, γήπεδα μπέιζμπολ και φούτμπολ. Οι μαύροι το μόνο πράγμα που είχαν ήταν αυτό το γήπεδο μπάσκετ. Μπορούσαμε να πάμε στην άλλη μεριά του πάρκου, αλλά μόνο τη νύχτα. Το πάρκο έκλεινε στις 9 μ.μ. και μόνο τότε μπορούσαμε να πάμε. Μόνο αυτό είχαμε λοιπόν: το μπάσκετ. Και έτσι περνούσαμε κάθε μέρα μας το καλοκαίρι. Παίζοντας μπάσκετ».
Ο Μπέιλορ άφησε το «περιφερειακό» Άινταχο και πήγε το ταλέντο του στη δημοσιότητα του Πανεπιστημίου του Σηάτλ. Εκεί το παιχνίδι του εκτοξεύτηκε. Περίπου όπως η εγκληματικότητα στο πανεπιστήμιο Φρέσνο Στέιτ. Μιλάμε για πραγματική έκρηξη! Οδήγησε μια μέτρια ομάδα μέχρι το Φάιναλ Φορ και τα έβαλε με τον παντοδύναμο Αδόλφο Χίτλερ… Ουπς! Συγνώμη, εννοούσα τον Αδόλφο-Άντολφ Ραπ,2 τον προπονητή των Κεντάκι Γουάιλντκατς (Wildcats), που ο Έλτζιν αντιμετώπισε στον τελικό. Το Σηάτλ έχασε, αλλά ο Μπέιλορ είχε τόσο σπουδαία απόδοση στο τουρνουά που του απονεμήθηκε ο τίτλος του MVP. Εκείνη τη χρονιά οι αριθμοί έλεγαν τα εξής: 32,5 πόντοι και 19 ριμπάουντ, η δεύτερη και η τρίτη καλύτερη επίδοση στο πρωτάθλημα, αντίστοιχα. Τότε άρχισαν τα τηλεφωνήματα απ’ το ΝΒΑ.
Μολονότι ο Μπέιλορ είχε μπροστά του έναν ακόμα χρόνο στο κολέγιο, ο ιδιοκτήτης των Μινεάπολις Λέικερς, Μπομπ Σορτ, «υποσχέθηκε» στον Έλτζιν ότι θα ήταν η πρώτη επιλογή στο ντραφτ του ’58. Ο Σορτ λέει: «Αν απέρριπτε την πρότασή μου ο Έλτζιν, θα είχα χρεοκοπήσει». Ο Έλτζιν πήγε στο ΝΒΑ και, στην πρώτη του χρονιά, ο μέσος όρος του ήταν 24,9 πόντοι και 15 ριμπάουντ ανά παιχνίδι. Οι επιδόσεις αυτές του έδωσαν φυσικά το βραβείο του Ρούκι της Χρονιάς, αλλά το σημαντικό ήταν άλλο. Ο Έλτζιν Μπέιλορ ήταν σε θέση να ανασταίνει, να αναζωογονεί και να αναμορφώνει ομάδες! Κι αυτό δεν το έκανε μόνο με την απόδοσή του, αλλά και με τις νίκες του.
Τη χρονιά πριν την έλευση του Μπέιλορ, οι Λέικερς είχαν ρεκόρ 19-53. Στην πρώτη του σεζόν, ο Έλτζιν τους οδήγησε σε ρεκόρ 33-39 και στους τελικούς του ΝΒΑ, όπου τους «σκούπισε» ο Μπιλ Ράσελ και οι Μπόστον Σέλτικς. Η μεταγραφή του Τζέρι Γουέστ, την επόμενη σεζόν, βοήθησε και η αξία των Λέικερς εκτινάχτηκε από τα 250.000 δολάρια –που δεν βρέθηκε ούτε ένας να δώσει όταν η ομάδα βγήκε στο σφυρί– στα 5 εκατομμύρια δολάρια – ποσό με το οποίο μεταβιβάστηκε στον επιχειρηματία Τζακ Κεντ Κουκ το 1965. Και η αποζημίωση του Έλτζιν; Του έκαναν νέο, μακροπρόθεσμο συμβόλαιο για 50.000 δολάρια τον χρόνο.
Για 13 χρόνια, ο Έλτζιν συνέχισε να συναρπάζει τα πλήθη. Σκόραρε και κατέβαζε ριμπάουντ με υπεράνθρωπο τρόπο, παίζοντας υψηλού επιπέδου μπάσκετ. Όπως έγραψε ένας δημοσιογράφος: «Ποτέ δεν κατήργησε τον νόμο της βαρύτητας, ωστόσο τον υπάκουε με τον τρόπο του».
Ο Έλτζιν Μπέιλορ ήταν ο εισηγητής του ιπτάμενου τρόπου παιχνιδιού. Ό,τι έκανε ο Μπομπ Κούζι3 στο παρκέ, ο Μπέιλορ το έκανε στον αέρα. Πριν τον Χόκινς, τον Ίρβινγκ, τον Ντέιβιντ Τόμπσον ή τον Τζόρνταν. Βασιζόμενος απλώς και μόνο στο «ένστικτο», επινόησε πρωτοφανείς μέχρι τότε κινήσεις. Έμενε στον αέρα περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι διαρκεί το τάιμ-άουτ, στριφογύριζε, πετούσε, έβαζε καλάθια πίσω απ’ το ταμπλό, πίσω απ’ το κεφάλι του. Τα πάντα όλα. Μολονότι παίχτες όπως ο Ερλ Μονρό, ο Πιτ Μάραβιτς, και αργότερα ο Μάτζικ Τζόνσον, είχαν σακίδια γεμάτα τρικ, η τσάντα του Έλτζιν ήταν μάρκας Louis Vuitton. Και Prada. Και Hermes. Το παιχνίδι του ήταν τόσο στιλάτο, που έδινε τον τόνο στη μόδα.
Ο Έλτζιν όμως έκανε και τη βρωμοδουλειά, δηλαδή όλα εκείνα τα αναγκαία πράγματα που έκαναν τους συμπαίχτες του να λάμπουν και τις ομάδες του να εντυπωσιάζουν. «Ο Έλτζιν Μπέιλορ ήταν ο πρώτος ευέλικτος φόργουορντ στην ιστορία του ΝΒΑ», λέει ο Τομ Χάινσον στο ντοκιμαντέρ NBA at 50. «Σίγουρα κάποιος θα πει κάτι για τον Δρ. Τζέι, τον Λάρι Μπερντ και άλλους. Ωστόσο, ο Έλτζιν Μπέιλορ δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος επιθετικός, ριμπάουντερ και πασέρ –πράγμα που φαίνεται από τα στατιστικά–, αλλά από όλους τους παίχτες που μπορούν να συγκριθούν μαζί του, εκείνος ήταν μακράν καλύτερος αμυντικός».
Συμπεριλαμβανομένου και του Τζόρνταν. Το αστείο είναι ότι, από ορισμένες απόψεις, η ιστορία του Μπέιλορ μοιάζει με εκείνη του Τζόρνταν. Κανένας από τους δύο δεν είχε παρακολουθήσει από κοντά παιχνίδι του ΝΒΑ μέχρι να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα. Και οι δύο είχαν τεράστιο ταλέντο, αλλά δεν έμειναν μόνο σε αυτό. Και στους δύο άρεσε ο τζόγος, Και οι δύο είχαν πολύ χιούμορ εκτός παρκέ. Και οι δύο έπαιζαν στο παρκέ καλύτερα από οποιονδήποτε παίχτη στην ιστορία. Και οι δύο έκαναν ρεκόρ πόντων στα πλεϊ-όφ απέναντι στους Σέλτικς (61 ο Έλτζιν, 63 ο Τζόρνταν – αλλά ο Μπέιλορ είχε κατεβάσει και 22 ριμπάουντ στο ίδιο ματς). Το ρεκόρ καριέρας των δυο τους διαφέρει μόλις ένα καλάθι (69 ο Τζόρνταν, 71 ο Μπέιλορ). Και οι δύο τέλος είχαν τεράστια επιρροή, ιδίως στις κοινότητες των μαύρων.
Η διαφορά είναι τα δαχτυλίδια. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που χωρίζει τον Μπέιλορ απ’ τον Τζόρνταν. Ο Μπέιλορ δεν κέρδισε ποτέ κανένα. Το φταίξιμο όμως δεν ήταν δικό του. Τον καιρό που αγωνιζόταν, συνέβαινε μία έκλειψη: ο Γουίλτ Τσάμπερλεν επισκίασε ό,τι είχε κάνει ο Έλτζιν και οι Μπόστον Σέλτικς επισκίασαν οποιοδήποτε βραβείο τοποθετούνταν στον θρόνο του Μπέιλορ (από το 1958 έως το 1971 –σε όλη δηλαδή την καριέρα του Μπέιλορ στο Λος Άντζελες– οι Σέλτικς κατέκτησαν 10 πρωταθλήματα, κερδίζοντας μάλιστα 7 φορές στους τελικούς τους Λέικερς, οι οποίοι έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1972 για να πάρουν το δαχτυλίδι).
Στο βιβλίο Tall Tales του Terry Pluto, ο Έλτζιν θυμάται: «Λογικά, καταλαβαίνω γιατί χάσαμε όλους αυτούς τους τίτλους. Οι Σέλτικς ήταν καλύτεροι. Ξέρω ότι ο άνθρωπος που έκανε τη διαφορά ήταν ο [Μπιλ] Ράσελ. Εμείς δεν είχαμε κανέναν να τον αντιμετωπίσει, αλλά και πάλι…».
Δεν έχουμε ιδέα αν το γεγονός ότι δεν κέρδισε ούτε έναν τίτλο ενοχλεί τον Έλτζιν. Είναι μία από τις ερωτήσεις που ήθελα πάντα να του κάνω. Γιατί αποσύρθηκε μετά από μόλις εννιά παιχνίδια τη σεζόν 1971/72, τη χρονιά δηλαδή που οι Λέικερς κέρδισαν επιτέλους το καταραμένο το πρωτάθλημα; Πώς ένιωθε που ήταν μέλος μιας ομάδας που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια, που είχε βοηθήσει να έρθει στο Λος Άντζελες ο Γουίλτ Τσάμπερλεν, μόνο και μόνο για να μείνει στο τέλος εκτός νυμφώνος, την ώρα ακριβώς που η ομάδα κατακτούσε τη δόξα; Αυτές τις ερωτήσεις θα ήθελα να κάνω στον κ. Μπέιλορ. Και να του πω ότι, κατά τη γνώμη μου, είναι άδικο να τονίζεται τόσο πολύ η κατάκτηση ενός τίτλου, όταν κανένας παίχτης στην ιστορία δεν μπόρεσε ποτέ να πάρει το πρωτάθλημα μόνος του – ιδίως απέναντι σε μια ομάδα με οχτώ Hall–of–Famers. Το να κρίνεις την καριέρα του Έλτζιν Μπέιλορ μόνο από το γεγονός ότι δεν κατέκτησε δαχτυλίδι είναι ξεκάθαρα λάθος.
Με ύψος 1,96 και βάρος γύρω στα 100 κιλά, ο Μπέιλορ έμοιαζε στον Μπάρκλεϊ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – και έπαιζε και άμυνα. Ήταν μακράν ο καλύτερος ριμπάουντερ όλων των εποχών. Δεν υπάρχει αμφιβολία επ’ αυτού. Έχει το τρίτο καλύτερο ρεκόρ σκοραρίσματος στην ιστορία του ΝΒΑ: 27,4 πόντους ανά αγώνα. Σαν τον Μπάρκλεϊ, ήταν ώρες ώρες ασταμάτητος. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε σε όποιον ήθελε μες στο γήπεδο. Όπως το έθεσε κάποια στιγμή ο παλαίμαχος φόργουορντ των Νικς, Ρίτζι Γκέριν: «Ο Έλτζιν είτε είχε τρία χέρια είτε δύο μπάλες. Ήταν σαν να μαρκάρεις την παλίρροια». Εξάλλου, ούτε ο Μπάρκλεϊ πήρε ποτέ δαχτυλίδι. Αλλά ας μην το πιάσουμε τώρα αυτό.
Ο Έλτζιν «είχε αυτό το υπέροχο και μαγικό ένστικτο να φτιάχνει φάσεις και να κάνει πράγματα που σε έκαναν να σαστίσεις», λέει ο Τζέρι Γουέστ στο βιβλίο The Lakers: A Basketball Journey του Roland Lazenby. «Για πολλά χρόνια, ήταν αναμφίβολα ο πιο ξεχωριστός παίχτης που έχω ποτέ δει… Ήταν ένας από τους πρώτους μοντέρνους μπασκετμπολίστες. Ήταν ένας από τους πρώτους παίχτες που είχαν την εντυπωσιακή ικανότητα όχι μόνο να κάνουν τη σωστή, αλλά και την πιο θεαματική κίνηση. Η μαγεία του ήταν μοναδική».
Για αυτή τη μαγεία μιλούσε ο πατέρας μου, ενόσω εγώ παραληρούσα με τον Ντοκ. Η μία ιστορία διαδεχόταν την άλλη. Και μόνο όταν περάσουν τα χρόνια και συνειδητοποιήσεις ότι ακούς τις ίδιες ιστορίες από ανθρώπους που δεν γνώρισαν ποτέ τον πατέρα σου καταλαβαίνεις τι ακριβώς έχεις χάσει. Ο Τζούλιους Ίρβινγκ συμπύκνωσε όλα όσα μου έλεγε ο γέρος μου όλα αυτά τα χρόνια σε μια κουβέντα που είχαμε πάνω από ένα χρόνο πριν. Όταν προέκυψε το θέμα, τα μάτια του φωτίστηκαν, όπως, τολμώ να πω, του πατέρα μου, όταν μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα. «Έπρεπε να ’χεις δει τον Έλτζιν», μου είπε ο Ίρβινγκ. «Ήταν ξεχωριστός. Έκανε πράγματα πολλά χρόνια πριν τα κάνω εγώ. Νομίζω ότι πολλοί από εμάς διαμορφώσαμε το στυλ μας και το παιχνίδι μας ξεπατικώνοντας όσα έκανε εκείνος με την μπάλα. Το αστείο είναι ότι εκείνος δεν είχε να αντιγράψει κανέναν. Καταλαβαίνεις πόσο σπουδαίος ήταν;».
Στο Tall Tales ο Έλτζιν εξηγεί: «Δεν ξέρω γιατί έπαιζα έτσι όπως έπαιζα. Δεν είχα δει ποτέ κανέναν να κάνει τις κινήσεις μου. Όλα αρχίζουν απ’ το ταλέντο. Πρέπει να είσαι σε θέση να πηδάς ψηλά. Πέρα από αυτό όμως, τα πράγματα που έκανα ήταν αυθόρμητα. Όταν είχα την μπάλα, προσαρμοζόμουν στην άμυνα. Το σημαντικό για μένα ήταν να βάλω το καλάθι. Είδα πολλούς παίχτες να κάνουν εξαιρετικές κινήσεις, αλλά να χάνουν τα λέι-απ. Τι νόημα έχει κάτι τέτοιο; Εγώ έκανα την κίνηση, αλλά έβαζα και το καλάθι. Αυτό με έκανε χαρούμενο – δύο πόντοι επιπλέον στο σκορ».
Συνάντησα τον κ. Μπέιλορ τον Φεβρουάριο του 1997, στη δεξίωση για το NBA at 50 στο Κλίβελαντ. Προηγουμένως, είχε ήδη αρνηθεί γύρω στο μισό εκατομμύριο φορές να δώσει συνέντευξη στο SLAM. Ο ρόλος του αντιπροέδρου των Κλίπερς τον είχε επηρεάσει. Έμοιαζε πιο μικροκαμωμένος απ’ ό,τι τον παρουσίαζαν όταν έπαιζε στο πρωτάθλημα, όμως το παράστημά του είχε μεγαλώσει. Έπαιξα τη ζαριά μου και του συστήθηκα. Σφίξαμε τα χέρια. Του είπα ποιος ήμουν, τι δουλειά έκανα και τι αντιπροσώπευα. Φαινόταν απόμακρος. Του είπα ότι ήθελα να γράψω ένα άρθρο για εκείνον. Με κοίταξε στα μάτια και, σαν μαύρος σε μαύρο, μου είπε: «Εντάξει, τηλεφώνησέ μου την ερχόμενη εβδομάδα».
Αυτή η «ερχόμενη εβδομάδα» διαρκεί περίπου 60 εβδομάδες πλέον. Αρχικά ήταν ένα τηλεφώνημα τη βδομάδα. Έπειτα ένα τον μήνα. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Δεν απάντησε ούτε σε ένα τηλεφώνημά μου. Ούτε σε ένα! Έκτοτε, μερικά λεπτά του χρόνου τους μας έχει δώσει μέχρι και ο Τζούλιους. Ακόμα και ο Τζόρνταν. Και μάλιστα δις. Ο Όσκαρ Ρόμπερτσον, ο Τζέρι Γουέστ, ο Καπ (Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ), ο Ντέιβ Μπινγκ, ο Μπομπ Μάκαντου, ο Ντέιβιντ Τόμπσον – όλοι τους βρήκαν λίγο χρόνο για να μας πουν κάτι. Ο Έλτζιν δεν βρήκε. Και μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να βρει. Στην ατζέντα του δεν χωράει ένα μικρό περιοδικό αφοσιωμένο στην αυθεντική κουλτούρα του μπάσκετ. Το καταλαβαίνω πλήρως. Δεν θέλει δημοσιότητα. Το καταλαβαίνω και αυτό. Αυτό όμως που δεν θα καταλάβω ποτέ είναι πώς μπορεί ένας μαύρος να κοιτάξει έναν άλλο μαύρο στα μάτια και να του πει ψέματα. Ιδίως ένας μαύρος που πέρασε κι ο ίδιος δύσκολα!
Ο Έλτζιν Μπέιλορ αντιπροσωπεύει κάτι. Αντιπροσώπευε, τέλος πάντων. Κάποτε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Έλτζιν, όπως και οι περισσότεροι μαύροι επαγγελματίες αθλητές, υπέστη το μερίδιο του μίσους που του αναλογούσε (ας μην το απλοποιήσουμε ως «ρατσισμό»). Το απόγειο αυτού του μίσους ήταν η άρνηση να του δώσουν δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στο Τσάρλεστον της Δυτικής Βιρτζίνια. Οι Λέικερς βρίσκονταν εκεί για έναν φιλικό αγώνα με τους Σινσινάτι Ρόγιαλς (πριν αποκτήσουν τον Όσκαρ Ρόμπερτσον), ωστόσο ο υπάλληλος αρνήθηκε να τους δώσει δωμάτιο. Ο Έλτζιν συζήτησε αυτό το περιστατικό με τον Terry Pluto στο Tall Tales.
Ο Έλτζιν διηγείται: «Ο υπάλληλος είπε στον [Βερν] Μίκελσεν: “Εσείς μπορείτε να μείνετε, αλλά οι έγχρωμοι πρέπει να βρουν άλλο μέρος να μείνουν”. Πήγα στον υπάλληλο και του είπα: “Άκουσα καλά; Είπες ότι δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ πέρα;”. Ο υπάλληλος έκανε σαν να μην ήμουν εκεί».
Τηλεφώνησαν στον Σορτ. Ακούστηκαν διάφορα μπινελίκια απ’ το τηλέφωνο, αλλά ο υπάλληλος επέμενε να μην κάνει τα στραβά μάτια. Οι Λέικερς κατέληξαν σε ένα ξενοδοχείο που ανήκε σε μαύρο.
«Έλτζιν: “Φαινόταν ότι ορισμένοι απ’ τους λευκούς παίχτες δεν ενθουσιάστηκαν με την αλλαγή ξενοδοχείου, αλλά κανείς δεν είπε τίποτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, εξακολουθούσα να θέλω να παίξω στο ματς γιατί η ομάδα με είχε υποστηρίξει. Έπειτα, όμως, εγώ, ο Μπου Έλις και ο Εντ Φλέμινγκ βγήκαμε να πάρουμε ένα σάντουιτς πριν το ματς, ωστόσο κανείς δεν μας σέρβιρε. Πήγαμε σε διάφορα μαγαζιά και παντού μας ξεφτίλισαν. Εντέλει, μόνο στον σταθμό των λεωφορείων μας πούλησαν κάτι φαγώσιμο. Είπα στον [προπονητή] Τζον Κούντλα τι είχε συμβεί και πρόσθεσα: “Κόουτς, δεν μπορώ να παίξω σ’ αυτήν την πόλη”».
Αρχές. Υπερηφάνεια. Αργότερα, ο συμπαίχτης του, Χοτ Ροντ Χάντλι, ο οποίος καταγόταν από το Τσάρλεστον, παρακάλεσε τον Μπέιλορ να παίξει. Ο Έλτζιν απάντησε: «Άνθρωπος είμαι, Ροντ. Αυτό θέλω μόνο. Να με αντιμετωπίζουν σαν άνθρωπο».
Έλτζιν: «Μετά από μερικές μέρες, μου τηλεφώνησε ο δήμαρχος του Τσάρλεστον για να απολογηθεί. Δύο χρόνια αργότερα, με κάλεσαν σε ένα παιχνίδι All–Star εκεί πέρα και, από ευγένεια, πήγα. Μείναμε στο ίδιο ξενοδοχείο που είχε αρνηθεί να μας δώσει δωμάτια. Δεν μπορούσαμε βέβαια να φάμε όπου θέλαμε. Κάποιοι ηγέτες των μαύρων μου είπαν ότι είχαν καταφέρει να εκμεταλλευτούν όσα είχαν συμβεί για να πιέσουν τον δήμο να προχωρήσει σε αλλαγές. Χάρηκα με αυτήν την εξέλιξη. Όμως η κατάντια ενός ξενοδοχοϋπαλλήλου που κάνει σαν να μην είσαι εκεί, η κατάντια των ανθρώπων που δεν θέλουν να σου πουλήσουν ένα σάντουιτς επειδή είσαι μαύρος… αυτά τα πράγματα δεν τα ξεχνάς ποτέ».
Ποτέ όμως δεν ξεχνάς και έναν θρύλο που σε κοιτάει στα μάτια και σου πουλάει παραμύθι. Ούτε αυτό το ξεχνάς ποτέ. Κατάντια. Όπως βλέπετε, η διαμαρτυρία σε αυτό το άρθρο δεν αφορά τον Έλτζιν Μπέιλορ, τον μπασκετμπολίστα. Ούτε καν τον Έλτζιν Μπέιλορ, τον άνθρωπο.
Η διαμαρτυρία αφορά το γεγονός, το πραγματικό γεγονός ότι οι μαύροι αθλητές δεν βλέπουν πολλούς μαύρους δημοσιογράφους, ιδίως νέους, κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Όλοι τους όμως γκρινιάζουν ότι κάποιος λευκός συντάκτης του Sports Illustrated τους έχει αδικήσει. Από τον Σουιτγουότερ Κλίφτον [σ.σ. τον πρώτο μαύρο παίχτη του ΝΒΑ] μέχρι τον Γκραντ Χιλ, αυτό ισχύει. Γι’ αυτό μην ξεχνάτε, κ. Μπέιλορ, μην ξεχνάτε εκείνη τη μέρα που δεν είχατε πού να μείνετε και κανείς δεν σας έδινε τίποτα να φάτε. Εγώ δεν είμαι ο υπάλληλος του ξενοδοχείου, είμαι ένα «αδέρφι», όπως ήσασταν κάποτε κι εσείς. Αυτό είναι όλο. Ένας μαύρος που θέλει να σας δει να λάμπετε, που θέλει να πει στον κόσμο τι σημαίνετε για αυτόν και τι πρέπει να σημαίνετε για εκείνους. Το χρώμα του δέρματός μας με υποχρεώνει να το κάνω, κ. Μπέιλορ.
Κατά βάθος, θέλω να ξέρω ότι ο πατέρας μου είχε για ίνδαλμα τον σωστό άνθρωπο. Ίσως όμως αυτό να είναι κάτι που ξέχασε ο ίδιος ο Έλτζιν. Ίσως ξέχασε το σημαίνει να είσαι νέος, καταδικασμένος και μαύρος. Ο Σακ είναι ο μοναδικός άλλος μαύρος αθλητής που με κοίταξε στα μάτια και με δούλεψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ζήτησε συγνώμη. Απ’ την άλλη, ίσως εγώ να έχω λωλαθεί και να παίρνω όλο αυτό το περιστατικό πολύ προσωπικά. Όπως είπα και στην αρχή: «Ο Έλτζιν Μπέιλορ δεν μιλά πολύ». Κρίμα. Γιατί το βασικό μου πρόβλημα τώρα είναι πώς διάολο θα πω αυτήν την ιστορία με τον Έλτζιν Μπέιλορ στον πατέρα μου.
Σημειώσεις:
1 Ο Έλτζιν Μπέιλορ διατέλεσε αντιπρόεδρος του τμήματος μπάσκετ των Λος Άντζελες Κλίπερς από το 1986 έως τον Οκτώβριο του 2008, οπότε και παραιτήθηκε, σε ηλικία 74 ετών. Τον Φεβρουάριο του 2009, ο Μπέιλορ κινήθηκε νομικά εναντίον της διοίκησης των Κλίπερς και του ΝΒΑ, ισχυριζόμενος ότι δεν πληρωνόταν αρκετά κατά τα 22 χρόνια της θητείας του, καθώς και ότι απολύθηκε λόγω της ηλικίας του, αλλά και επειδή είναι μαύρος. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του ομόφωνα τον Μάρτιο του 2011.
2 Το λογοπαίγνιο αφορά τον σκληρό και συχνά δικτατορικό τρόπο με τον οποίο κοουτσάριζε την ομάδα του ο Άντολφ Ραπ, ο οποίος έκατσε στον πάγκο των Γουάιλντκατς από το 1930 έως το 1972, κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα NCAA και φτάνοντας στο Φάιναλ Φορ άλλες έξι φορές.
3 Πλέι-μέικερ των Μπόστον Σέλτικς (1950-1963) και των Σινσινάτι Ρόγιαλς (1969-1970), γνωστός και ως «Χουντίνι του παρκέ» και «Μίστερ Μπάσκετμπολ», λόγω του εξαιρετικού ταλέντου του στον χειρισμό της μπάλας και τις ασίστ.
Μετάφραση: Γιάννης Β.