Στο 19ο τεύχος που σύντομα θα είναι κοντά σας, έχουμε ετοιμάσει ένα μικρό αφιέρωμα με θέμα “It’s a father and son thing” και φυσικά εννοούμε τη μετάδοση του πάθους για το γήπεδο από τον πατέρα προς το γιο. Μια σχέση ιδιαίτερη που μπορεί να μας προσφέρει πολύ συγκινητικές ιστορίες. Παρακάτω αναδημοσιεύουμε από το 11ο τεύχος μας ένα απολύτως σχετικό άρθρο που είχε συμπεριληφθεί στο τότε αφιέρωμα για “Την πρώτη φορά στο γήπεδο”. Περισσότερες οικογενειακές γηπεδικές ιστορίες στο 19ο τεύχος που θα κυκλοφορήσει μετά το Πάσχα…
ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΓΙΟΥ
Ένα από τα καλύτερα άρθρα που έχουμε δημοσιεύσει. Το ποδόσφαιρο μπορεί να δημιουργήσει έναν δεσμό ανάμεσα σε πατέρα και γιο που διαρκεί για πάντα.
Οι σχέσεις μεταξύ πατεράδων και γιων είναι περίεργη υπόθεση. Καθώς απουσιάζει το πλεονέκτημα του μητρικού ενστίκτου, συχνά απαιτείται επιπλέον προσπάθεια. Αυτή την εποχή το ονομάζουμε «δέσιμο». Οι «σύγχρονοι άντρες» είναι ικανοί να διαβάσουν όλα τα άρθρα στα περιοδικά και να παρακολουθήσουν όλα τα προγράμματα στην τηλεόραση για να εξασφαλίσουν την καλή τους σχέση με τον γιο και διάδοχό τους. Τι κάνεις, όμως, όταν ανήκεις στους άντρες της παλιάς σχολής, αυτούς που το ’70 εργάζονταν δώδεκα ώρες την μέρα και ανακάλυψαν ότι οι απαιτήσεις ενός παιδιού είναι πολύ περισσότερες από όσες περίμενες;
Ήμουν ένας διάολος όταν ήμουν μικρός. Ο πατέρας μου ανήκε σε μια γενιά που απλά έκανε ό,τι τους έλεγαν οι γονείς τους, και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήμουν τόσο μεγάλος μπελάς. Όταν μπήκα στην εφηβεία, η σχέση μας τράβηξε τα πάνδεινα. Διαφωνούσαμε και καβγαδίζαμε για τα πάντα. Ήταν κάτι που πάντα στεναχωρούσε πολύ την μητέρα μου. Απλά δεν ταίριαζαν τα χνώτα μας. Δεν υπήρχε κανένα κοινό έδαφος. Οι συζητήσεις ήταν πάντα επίφοβες και ο επόμενος τσακωμός δεν ήταν ποτέ μακριά. Ήταν κάτι περισσότερο από προβλήματα στην ανατροφή του γιου από τον πατέρα, υπήρχαν στιγμές που δείχναμε να αγανακτούμε ο ένας με την παρουσία του άλλου.
Υπήρχε, ωστόσο, ένα πράγμα που είχαμε κοινό.
Μια φθινοπωρινή μέρα του 1979, ο πατέρας μου ετοιμαζόταν να φύγει από το διαμέρισμά μας στο Μπάλαμ, για να πάει να παρακολουθήσει την Μίλγουολ. Σε μια προσπάθεια να ανακουφίσει την μητέρα μου από το βάρος της ψυχαγωγίας μου όσο αυτός θα έλειπε, αποφάσισε (αν και δεν το θεωρούσε καλή ιδέα) να με πάρει μαζί. Ήταν σίγουρος ότι η ιδέα θα αποδεικνυόταν καταστροφική. Θα βαριόμουν, θα του άρχιζα τις γκρίνιες και θα αναγκαζόταν να με γυρίσει σπίτι νωρίτερα. Τουλάχιστον, όμως, θα είχε προσπαθήσει.
Σάββατο 1η Σεπτεμβρίου 1979, εντός έδρας ματς με την Κάρλαϊλ Γιουνάιτεντ. Μια θέση στην κεντρική κερκίδα, αφού με σήκωσε αγκαλιά για να περάσω τζάμπα από τα τουρνικέ. Η μυρωδιά του τσιγάρου. Ο θόρυβος. Ο χαλασμός όταν σκοράραμε. Όλα αυτά τα κουβαλάω ακόμα μαζί μου. Μια νίκη 1-0, ευγενική χορηγία του δεκαεφτάχρονου Κέβιν Ο’ Κάλαχαν. Ένα γυαλιστερό πράσινο πρόγραμμα, που δεν άφησα από τα χέρια μου όλο το σαββατοκύριακο. Η μέρα αποδείχτηκε επιτυχής και ο πατέρας μου ένιωσε περήφανος για τον εαυτό του που μύησε τον μονάκριβό του γιο στην οικογενειακή παράδοση: να είμαστε οπαδοί των Λιονταριών.
Γίναμε θαμώνες του πετάλου Cold Blow Lane. Απολάμβανε να μου διηγείται ιστορίες παλιότερων θρύλων, παικτών και προπονητών: Χιούιτ, Χάρλεϊ, Μπίλι Γκρέι, Μπάριτζ, Φέντον, Τζούλιανς, Μπίλι Νιλ, Έιμον Ντάνφι. Το ματς του ’59 που το έσκασε από το σπίτι, η στεναχώρια που δεν προβιβάστηκαν το ’72, ενώ σε λίγες εβδομάδες θα γεννιόμουν. Δεν χόρταινε να μου δίνει πληροφορίες. Ήμουν γεμάτος απορίες και λάτρευε να μου μεταλαμπαδεύει την γνώση. Κουνούσε το κεφάλι του και χαμογελούσε με περηφάνια, εκστασιασμένος με τον ενθουσιασμό μου να ακολουθήσω τα οπαδικά του μονοπάτια. Είχαμε κάτι τώρα, κάτι το ιδιαίτερο. Δεν μπορούσα να το προσδιορίσω ακριβώς, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από ένα κοινό ενδιαφέρον πατέρα και γιου για το ποδόσφαιρο.
Η ομάδα δεν σημείωνε και πολλές επιτυχίες τα χρόνια που την υποστηρίζαμε. Οι εποχές Πέτσεϊ και Άντερσον σήμαιναν ότι οι κερκίδες ήταν μοναχικές μερικές φορές και λίγα είναι τα ματς που σου έμεναν στην μνήμη. Για μένα, οι επιδόσεις στο γήπεδο ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Μου άρεσε πάρα πολύ να στέκομαι με τα άλλα παιδιά στο μπροστινό μέρος της Cold Blow Lane, περιμένοντας απελπισμένα να πάρουμε αυτόγραφα. Ακόμα και αν ήταν μόνο από τους Μπόμπι Σίντον, Νίκι Τσάτερτον ή τον Άντι Μάσεϊ.
Στην ηλικία των οκτώ και των εννιά, οι περίπλοκοι πίνακες του πρωταθλήματος, των προβιβασμών και των υποβιβασμών ήταν λίγο ακαταλαβίστικοι για μένα. Γνώριζα ότι παίζαμε στην γ’ κατηγορία- και ότι υπήρχαν μόνο τέσσερις, άρα δεν είχαμε και πολλές προσδοκίες, καθώς οι ήττες ήταν πιο συνηθισμένες από τις νίκες- και πάνω-κάτω αυτό ήταν όλο.
Θυμάμαι, ωστόσο, τον ενθουσιασμό με τον οποίο ξεκίνησε η σεζόν 1982- 83, όταν ο Πήτερ Άντερσον έκανε πολλές μεταγραφές, σε μια προσπάθεια να προβιβαστεί η ομάδα. Πήραμε τις θέσεις μας στο πρώτο ματς της σεζόν του αγγλικού πρωταθλήματος, ενάντια στην Κάρντιφ, περιμένοντας να ξεκινήσει μια σπάνια, ένδοξη σεζόν. Χάσαμε 4-0, μια απλή εισαγωγή του τι θα ακολουθούσε εκείνη την σεζόν. Ήμουν εμβρόνητος. Ο μπαμπάς απλά σήκωσε τους ώμους. «Αυτή είναι η Μίλγουολ», είπε γελώντας. Το είχε δει να συμβαίνει εκατοντάδες φορές.
Θυμάμαι επίσης, αργότερα εκείνη την σεζόν, τον ενθουσιασμό του πατέρα μου όταν πήραμε τον Τζορτζ Γκράχαμ ως τεχνικό. Το όνομα δεν σήμαινε τίποτα για μένα, αλλά ο πατέρας μου ήταν άκρως εντυπωσιασμένος, και σίγουρος ότι η επιτυχία θα ερχόταν τώρα. Εκείνη την σεζόν, πήρα μια πρώτη γεύση από δράμα ως οπαδός των Λιονταριών, καθώς παλεύαμε να μην υποβιβαστούμε, κι εγώ άρχισα να μελετάω τους πίνακες του πρωταθλήματος και τις προβλέψεις για τα επόμενα ματς. Για πρώτη φορά, έκατσα πιο ψηλά στην κερκίδα, ενώνοντας την φωνή μου με την βοή των Λιονταριών, δίπλα στον μπαμπά. Στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε το 1-0 εις βάρος της Μπρέντφορντ, πήρα την πρώτη πραγματική γεύση του τι ήταν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ η Μίλγουολ. Και το γεγονός ότι το μοιράστηκα αυτό με τον πατέρα μου το έκανε ακόμα περισσότερο ιδιαίτερο.
Τα εκτός έδρας παιχνίδια τα παρακολουθούσαμε από το σπίτι από τον σταθμό LBC στο ραδιοφωνάκι του, και η νίκη υπέρ της Τσέστερφιλντ που μας ξενύχτησε μετά από μερικές εβδομάδες, μας βρήκε να χορεύουμε εκστασιασμένοι στο δωμάτιο, με την μητέρα μου να μας κοιτάει και να αναρωτιέται τι συμβαίνει.
Ο προβιβασμός μας μετά από δύο χρόνια μας έμεινε αξέχαστος. Είχαμε πλέον μεταφερθεί στην πλάγια κερκίδα, αφού τον έπρηξα ότι εκεί βλέπαμε καλύτερα και τα δύο τέρματα. Ο πατέρας μου εγκατέλειψε με χαρά την μακρόχρονη συνήθειά του να κάθεται πίσω από το τέρμα στην Cold Blow Lane, για να μου κάνει το χατίρι. Τα λεφτά που πήρα για τα δέκατα τρίτα γενέθλιά μου τα ξόδεψα σε εισιτήριο διαρκείας για την σεζόν 1985-86- και τις 32 λίρες! Πλέον ανυπομονούσα να πάμε και σε εκτός έδρας παιχνίδια, αλλά ο μπαμπάς δεν ήταν και τόσο πρόθυμος να ταξιδεύει και τα Σάββατα, μετά την ταλαιπωρία όλης της εβδομάδας. Θεωρούσε ότι είναι άδικο να κάνει την μαμά μου χήρα της Μίλγουολ- πράγμα που ήταν προς τιμήν του- και επέμενε πως θα πηγαίναμε μόνο στα εντός έδρας, εκτός αν επρόκειτο για κάποιον πολύ σημαντικό αγώνα. Έπειτα από πολύ πιλάτεμα, συμφώνησε να πάω μόνος μου στο εκτός έδρας με την Φούλαμ, την Κυριακή του Πάσχα το 1986. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν έφτασα στον σταθμό Βικτόρια μετά την νίκη μας με 2-1, ήταν να βρω έναν τηλεφωνικό θάλαμο και να του τα πω όλα. Αυτό που αμέλησα να του πω ήταν ότι, σε ένα ξέσπασμα οργής λόγω της ισοφάρισης της Φούλαμ στο τελευταίο λεπτό, όρμησα έξω από το γήπεδο- μόνο και μόνο για να χάσω το νικητήριο γκολ των Λιονταριών στην παράταση. Ήταν ένα λάθος που δεν θα επαναλάβω ποτέ.
Έθεσα στον εαυτό μου την πρόκληση να τον κάνω να έρθει στις μετακινήσεις, και τον κατάφερα να με συνοδεύσει στο ματς με την Σέφιλντ Γιουνάιτεντ το 1987. Ο μόνος λόγος που με είχαν αφήσει να πάω τόσο μακριά, ήταν επειδή θα ερχόταν μαζί και ένας «φίλος». Αυτός ο φίλος με «απογοήτευσε την τελευταία στιγμή» και ο μπαμπάς ένιωσε υποχρεωμένος να με συνοδεύσει. Ήταν πολύ κρυωμένος και πέρασε το παγωμένο τρίωρο ταξίδι με το τρένο μέχρι το Σέφιλντ ρίχνοντάς μου άγριες ματιές και κουνώντας το κεφάλι αηδιασμένος. Δεν υπήρχε θέρμανση, δεν υπήρχαν αναψυκτικά. Αυτό σήμαινε να ταξιδεύεις αλά Μίλγουολ. Κερδίσαμε το ματς με ένα γκολ του τελευταίου λεπτού από τον Ο’ Κάλαχαν, και μιλούσε για αυτό το ταξίδι για χρόνια, παραδεχόμενος τον ενθουσιασμό του που τελικά τον είχα καταφέρει. Ένιωθα ωραία. Ο μπαμπάς είχε πάει εμένα στο γήπεδο, και τώρα εγώ του ανταπέδιδα την χάρη.
Όσο και να προσπάθησα, δεν μπόρεσα να τον πείσω να με ακολουθήσει στο μακρινό ταξίδι με το λεωφορείο για το Χαλ, για να δει την ομάδα να εξασφαλίζει τον προβιβασμό για πρώτη φορά, στο τέλος εκείνης της σεζόν. Τον ικέτεψα να μοιραστεί την σπουδαιότερη στιγμή της ομάδας μας μαζί μου, αλλά «δεν μπορούσε να αφήσει την μαμά μόνη της ενώ ήταν και Δευτέρα, και αργία»- ή να ρισκάρει να το ξενυχτήσει, ενώ δούλευε την επόμενη μέρα.
Και πάλι, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μοιραστώ την εμπειρία μαζί του από κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο, όταν σταματήσαμε σε έναν χώρο στάθμευσης στον γυρισμό. Έφτασα σπίτι τα ξημερώματα, και μπήκα στα κλεφτά προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο, μόνο και μόνο για να με υποδεχτεί ο πατέρας μου με τις πυτζάμες του. Είχε μείνει ξύπνιος και με περίμενε, μην μπορώντας να κοιμηθεί («σαν αναθεματισμένο μεγάλο παιδί», θυμάται η μητέρα μου) και πανηγυρίσαμε χορεύοντας σε όλο το σπίτι.
Συχνά τον ρωτούσα για τον προβιβασμό της Μίλγουολ στην α’ κατηγορία. Αυτός αναφερόταν ξανά στο 1972, όταν έχασαν στο τσακ τον προβιβασμό, και ένιωθε ότι είμαστε καταραμένοι να μην ζήσουμε ποτέ την α’ κατηγορία. Εγώ ήμουν λιγότερο απαισιόδοξος και ανυπομονούσα για τις μέρες που θα βλέπαμε την ομάδα μας να παίζει ενάντια στην Άρσεναλ και την Λίβερπουλ.
Πότε θεωρούσε ότι θα συμβεί αυτό; Τον ρωτούσα μετά από κάθε πολλά υποσχόμενη νίκη. Για μένα ήταν απλά ζήτημα χρόνου να έρθει «η σειρά μας».
«Για όσο είμαι ζωντανός, δεν το βλέπω», διακήρυσσε επίσημα.
Η απάντηση αυτή με είχε γεμίσει θλίψη. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα την ζωή χωρίς τον πατέρα μου. Παρά τις διαφορές μας, είχαμε βρει ανεκτίμητο κοινό έδαφος, και μέσω της Μίλγουολ δεν ήμαστε απλά πατέρας και γιος. Ήμασταν τα καλύτερα φιλαράκια.
Στα δεκάξι μου στεκόμασταν στο γήπεδο The Den όπου η Μίλγουολ έπαιζε για την α’ κατηγορία. Μου άρεσε να του θυμίζω συνέχεια την απαισιόδοξη πρόβλεψή και πόσο άδικο είχε. Πλέον καθόμασταν στην μέση της πλάγιας κερκίδας, πίσω-πίσω, όπου είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο παρεάκι, και οι μέρες που είχε αγώνα δεν ήταν αφιερωμένες μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά και στο ευρύτερο κουβεντολόι που λάμβανε χώρα στις κερκίδες. Υπήρχαν φορές που κάποια άτομα στο γήπεδο μας έκαναν να γελάμε ανεξέλεγκτα, τόσο που ξεχνούσαμε τις λεπτομέρειες του αγώνα, και οι ιστορίες που λέγαμε καθώς πίναμε μπίρες για μεσημεριανό τις Κυριακές θα έμεναν χαραγμένες στην μνήμη μας για πολλά χρόνια.
Πέρα από το ποδόσφαιρο, η σχέση μας συχνά παρέμενε τεταμένη. Κάτι σαν τον Δόκτορα Τζέκυλ και τον Κύριο Χάιντ. Δεν μπορούσαμε να τα βρούμε σε κανέναν τομέα σχεδόν, εκτός από το ποδόσφαιρο- κάποιες φορές, μια διαμάχη σχετικά με το αν ο Γκάρι Γουάντοκ θα γινόταν ποτέ καλός παίκτης μετατρεπόταν σε θερμό καβγά για άσχετα με το ποδόσφαιρο θέματα. Οτιδήποτε πέρα από το ποδόσφαιρο μας έφερνε στα μαχαίρια. Μερικές φορές ένιωθα σαν να με προκαλούσε απλά για να με προκαλέσει, και είμαι σίγουρος ότι κι αυτός νόμιζε ότι το κάνω για να τον «κουρδίσω». Τίποτα από τα δύο δεν ήταν αλήθεια.
Η Μίλγουολ ήταν η κόλλα που μας κρατούσε ενωμένους. Είμαι σίγουρος ότι χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε πιθανότητα συμφιλίωσης. Οι διαφορές μας εξαφανίζονταν όταν άρχιζε το ματς- ή όταν μαθαίναμε κάποια είδηση για την Μίλγουολ που έχρηζε διεξοδικής ανάλυσης.
Στα δεκαεννιά μου, εγκατέλειψα το Λονδίνο και την Μίλγουολ. Ξεκινούσα μια νέα ζωή και μια νέα οικογένεια στο Μάντσεστερ. Ένιωθα σαν να άφηνα ένα κομμάτι μου πίσω, αλλά έπρεπε για μια φορά να βάλω κάτι πάνω από την Μίλγουολ. Η μέρα που έφυγα από το σπίτι ήταν η πρώτη φορά που είδα τον πατέρα μου να κλαίει. Ήταν κάτι το απροσδόκητο και συνταρακτικό. Ο πατέρας είναι συνήθως το είδος του άντρα με τα σφιγμένα χείλη, αυτός που τα κρατάει όλα μέσα του. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα μες την εφηβική μου οργή, νομίζοντας ότι δεν δίνει δεκάρα, τα είχα σπαταλήσει- πέρα, φυσικά, από τις εμπειρίες που μοιραστήκαμε με την Μίλγουολ.
Από εκείνη την μέρα, τον Απρίλη του 1992, δεν τσακωθήκαμε ποτέ ξανά, δεν διαφωνήσαμε, δεν είχαμε καν μια φιλική διάσταση απόψεων. Αρχικά το θεώρησα παράξενο, αλλά προφανώς η απόσταση έκανε την σχέση μας ακόμα πιο πολύτιμη, και τα ασήμαντα θέματα που έμπαιναν ανάμεσά μας παλιότερα, δεν προέκυψαν ξανά. Μόνο Μίλγουολ, Μίλγουολ, Μίλγουολ, και έτσι ακριβώς μου άρεσαν τα πράγματα.
Έτσι, ο δεσμός μας χάρη στην Μίλγουολ «τεντώθηκε» διακόσια μίλια για να φτάσει από το νότιο Λονδίνο στο Μάντσεστερ. Συνέχισε να πηγαίνει σε όλα τα ματς και συζητούσαμε τις λεπτομέρειες από το τηλέφωνο. Κάθε Τρίτη, ανεξαιρέτως, ένα δέμα από τον μπαμπά προσγειωνόταν στο χαλάκι της πόρτας. Μέσα υπήρχε το τελευταίο πρόγραμμα και άρθρα κομμένα προσεκτικά από την South London Press, για να μην χάνω την επαφή. Η μαμά συχνά έλεγε πόσο μοναχική φιγούρα έμοιαζε όταν έφευγε από το σπίτι για να πάει σε κάποιον αγώνα μόνος του, και πόσο συχνά σχολίαζε ότι δεν ήταν πια το ίδιο. Αυτή η σκέψη με έκανε να βουρκώνω. Πήγαινα μαζί του σε όσα περισσότερα παιχνίδια μπορούσα, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου αγώνα που παίξαμε ποτέ στο The Den. Η φωτογραφία που τραβήξαμε εκείνη την μέρα αποτελεί πολύτιμο ενθύμιο.
Ένα άλλο ορόσημο που κατακτήσαμε απροσδόκητα στο τέλος του αιώνα ήταν όταν πήγαμε μαζί στο Γουέμπλεϊ. Ο μπαμπάς πάντα ισχυριζόταν ότι θα πήγαινε στο εθνικό μας γήπεδο μόνο για να δει τα αγαπημένα του Λιοντάρια, και αν δεν τα κατάφερναν όσο ήταν ζωντανός, ήταν διατεθειμένος να κάνει αυτή την θυσία. Αν δεν μπορούσε να δει την Μίλγουολ στο Γουέμπλεϊ, τότε το Γουέμπλεϊ μπορούσε να πάει στο διάολο. Κατά ανεξήγητο τρόπο, κατάφερα να χάσω το φιλμ της μηχανής από εκείνη την μέρα (ανάθεμα την προ-ψηφιακή εποχή) και ξενερώνω που δεν έχω φωτογραφικό υλικό από εκείνη την μοναδική και ανεπανάληπτη εμπειρία.
Καθώς η κινητή τηλεφωνία και το ίντερνετ προόδευαν, τα ποδοσφαιρικά νέα γίνονταν γνωστά αμέσως, και η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τηλεφωνώ στον πατέρα μου και να τον ενημερώνω, κάτι που παραλίγο να με βάλει σε μπελάδες στο πάρκινγκ της Τρανμίρ. Καθώς πανηγύριζα μαζί του τη νίκη μας στον προημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας στο τηλέφωνο, κάποιοι απογοητευμένοι οπαδοί της γηπεδούχου μου έδωσαν να καταλάβω πως ο ενθουσιασμός μου δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Ποιος τους χέζει. Οδεύαμε προς το Ολντ Τράφορντ- και υποσχέθηκα στον μπαμπά πως θα ήμασταν και οι δυο εκεί, ότι και να συνέβαινε.
Μια από τις πιο τρυφερές μου αναμνήσεις είναι να καθόμαστε στην παμπ της γειτονιάς μου, απολαμβάνοντας μια μπίρα στα γρήγορα, περιμένοντας να πάρουμε κάτι πακέτο να φάμε. Ήταν βράδυ Κυριακής, στις 4 Απρίλη 2004. Είχαμε μόλις παρακολουθήσει την Μίλγουολ να φτάνει στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να χαμογελάμε. Απλά καθόμασταν εκεί χαχανίζοντας και κουνώντας τα κεφάλια μας.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, ταξιδεύαμε από το σπίτι των γονιών μου στο Κεντ προς το Κάρντιφ για τον ίδιο τον τελικό. Κατά αναπάντεχο τρόπο, ο μπαμπάς συνάντησε τυχαία έναν φίλο που είχε να δει από το σχολείο καθώς απολαμβάναμε μια μπίρα πριν το ματς στην Εργατική Λέσχη του Γκλαμόργκαν, απέναντι από το γήπεδο. Ήταν μια μαγική μέρα, ποιος νοιαζόταν για το αποτέλεσμα; Καθώς ο ήχος του “Abide With Me” γέμιζε το γήπεδο, πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους του πατέρα μου και ένιωσα να γεμίζω από συγκίνηση. Το μυαλό μου γέμισε αναμνήσεις από άλλους τελικούς του Κυπέλλου που βλέπαμε με τον μπαμπά μου στην τηλεόραση όταν ήμουν παιδί. Τότε, όταν έπαιζε ο ύμνος του τελικού, ονειρευόμουν την μέρα που εγώ και ο πατέρας μου θα τραγουδούσαμε κι εμείς μαζί στο γήπεδο, πριν η ομάδα μας εισέλθει στον αγωνιστικό χώρο. Μέσα σε 25 χρόνια είχαμε μοιραστεί όλες σχεδόν τις εμπειρίες που θα ήλπιζε να βιώσει οποιοσδήποτε άγγλος οπαδός.
Τα είχαμε κάνει όλα. Ήταν τέλειο.
Και τότε, ως είθισται, άρχισαν τα χρόνια της παρακμής. Ο μπαμπάς παρέμεινε πιστός στην ομάδα. Ανανεώνοντας το εισιτήριο διαρκείας του. Συνεχίζοντας να μου στέλνει προγράμματα και αποκόμματα εφημερίδων. Μιλούσαμε με τις ώρες για την ομάδα μας που είχε πάρει την κατιούσα, λέγοντας πως έπρεπε να σκεφτόμαστε τις παλιές καλές στιγμές. Είχαμε ακόμα πολλά χρόνια μπροστά μας να απολαύσουμε, καθώς και τον νέο στόχο να δούμε την Μίλγουολ να παίζει στο νέο Γουέμπλεϊ.
Καθώς ξεκινούσε η σεζόν 2005-06, αστειευόμασταν για το ότι θα παρακολουθούσαμε τα ματς από το σπίτι μου στο Στόκπορτ, και τα πράγματα άρχισαν πάλι να χειροτερεύουν. Οι αναφορές που μου έδινε από τους αγώνες του Σαββάτου ήταν όλο και πιο ζοφερές.
Όταν μπήκε ο νέος χρόνος, οι τηλεφωνικές μας συνομιλίες άρχισαν να διακόπτονται από έναν επίμονο βήχα, που του έμεινε από μια χριστουγεννιάτικη γρίπη. Μέχρι το τέλος του Φλεβάρη, είχε χειροτερέψει τόσο, που δεν μπορούσε να ολοκληρώσει μια πρόταση χωρίς να αρχίσει να βήχει ανεξέλεγκτα. Δεν κάπνιζε, και ο βήχας επέμενε επί δύο μήνες, έτσι πήγε στον γιατρό να το κοιτάξει αρχές Μαρτίου. Ο γιατρός τον έστειλε να βγάλει ακτινογραφία για να το διπλοτσεκάρει. Νοσηλεύτηκε με υγρό στον αριστερό του πνεύμονα, και καθώς η γυναίκα μου κι εγώ οδηγούσαμε μες την νύχτα ως το Κεντ για να τον δούμε, βαθιά μέσα μου ήξερα τι μπορεί να σήμαινε αυτό.
Οι γιατροί έκαναν αμέτρητες εξετάσεις, και ο μπαμπάς ήταν πλέον σίγουρος για το τι έψαχναν, αλλά έπρεπε να περιμένει. Η αναμονή ήταν ανυπόφορη. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον καθησυχάσω και πήγαμε μαζί σε ένα ματς στο The Den. Μερικά ποτά πριν τον αγώνα στο Arrys Bar και λίγη κουβεντούλα με κάποιους γνήσιους οπαδούς της Μίλγουολ τον έκαναν να ξεχαστεί προσωρινά- αλλά η τρομερή ήττα 1-0 από την Λέστερ δεν βοήθησε και πολύ να ανέβει η διάθεσή του.
Έπειτα από δύο θυελλώδεις μήνες εξετάσεων και επισκέψεων στο νοσοκομείο, ο μπαμπάς έλαβε τα χειρότερα δυνατά νέα. Είχε μια σπάνια μορφή καρκίνου, μεσοθηλίωμα, που είχε να κάνει με την έκθεσή του σε αμίαντο όσο δούλευε σαν οικοδόμος το ’60. Λιγότερο από εννέα μήνες μετά, την Πέμπτη 1 Φλεβάρη 2007, έκατσα στο προσκεφάλι του με την μαμά και τον είδαμε να πεθαίνει. Από την πρώτη μέρα που νοσηλεύτηκε για εκείνη την ακτινογραφία στις 7 Μαρτίου του 2006, ο πατέρας που ήξερα έφυγε για πάντα, καθώς ο φόβος για αυτό που του συνέβαινε του κατέστρεψε την ζωή και του λύγισε το πνεύμα.
Στην ενδιάμεση περίοδο, καταφέραμε να τους πείσουμε να μετακομίσουν σε μια μονοκατοικία κοντά μας στο Μάντσεστερ, όπου ήταν διαθέσιμη η καλύτερη θεραπεία για τον καρκίνο. Ήμασταν εκεί σε κάθε επίσκεψη στο νοσοκομείο, καθώς ο πατέρας μου υπεβλήθη σε επώδυνη και εξουθενωτική χημειοθεραπεία για να μετατρέψει τους μήνες σε χρόνια, αλλά ήταν μια μάχη που ο μπαμπάς δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει. Έχασε τον ενθουσιασμό για τα πάντα. Προσπαθήσαμε απελπισμένα του φτιάξουμε την διάθεση, αλλά ήταν μάταιο. Ακριβώς πριν μετακομίσουν, τον έπεισα να πάμε σε έναν αγώνα- το πρώτο της σεζόν, εντός έδρας με την Γέοβιλ. Έκατσε στο συνηθισμένο σημείο- στο πίσω μέρος του πετάλου Block 35 (ο μπαμπάς πάντα προτιμούσε να κάθεται πίσω από το τέρμα)- και κουβέντιασε με τους φίλους που είχε κάνει εκεί με τα χρόνια. Εκείνο το βράδυ του μίλησα για τον αγώνα, αλλά δεν είχε όρεξη. Οι συζητήσεις μας περιστρέφονταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την ασθένειά του. Επέμενα να μιλάω για τα τελευταία ματς, αποτελέσματα, μεταγραφές και ειδήσεις, αλλά τίποτα δεν συγκινούσε το βασανισμένο του μυαλό.
Το πρώτο βράδυ Σαββάτου μετά τον θάνατό του ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή. Καταράστηκα την τύχη του μπαμπά όταν ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα με την Γέοβιλ, και προσπάθησα να αστειευτώ με τον εαυτό μου, σκεφτόμενος ότι θα μπορούσε να είχε περιμένει μέχρι το Σάββατο, για να μας δει να κερδίζουμε έναν αγώνα. Για πρώτη φορά μετά από κείνη την ηλιόλουστη μέρα τον Σεπτέμβρη του ’79, δεν είχα κανέναν να μοιραστώ την ομάδα μου, κι αυτό με πλήγωνε.
Ξέρω πως κάθε φορά που μαθαίνω μέσω του κινητού για μια νέα μεταγραφή της ομάδας, πηγαίνω και παίρνω τηλέφωνο τον μπαμπά- όπως κάνω και μετά από κάθε ματς. Το κενό που νιώθω τώρα που δεν μπορώ να κάνω αυτό το τηλεφώνημα θα είναι πάντα δυσβάσταχτο. Έχω, όμως, τρυφερές αναμνήσεις που μπορώ να «παίζω» στο μυαλό μου ξανά και ξανά, τόσο καθαρές σαν να τις έβλεπα στο βίντεο. Ο μπαμπάς ήταν 68 χρόνων. Ακόμα νιώθουμε σαν να μας τον έκλεψαν. Προτού αρρωστήσει, ήταν υγιής και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. Πάντα διέψευδε την ηλικία του, πάντα δραστήριος, δεν κάπνιζε, έπινε με μέτρο, προσέχοντας το βάρος του, ποτέ δεν είχε πάει στο νοσοκομείο, σχεδόν δεν είχε αρρωστήσει ποτέ. Ειλικρινά, δεν τον θυμάμαι ποτέ να παίρνει άδεια από την δουλειά λόγω ασθένειας. Αλλά το γεγονός ότι μπόρεσα να απολαύσω μια τέτοια φιλική σχέση μαζί του μέσω μιας τόσο κοινής χαράς όπως το ποδόσφαιρο, είναι πραγματικά παρήγορο. Πολλοί δεν έχουν αυτή την ευκαιρία. Συχνά ακούω για άτομα που έφυγαν σε πολύ μικρότερη ηλικία, και υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ευχαρίστως θα άλλαζαν θέσεις μαζί μου.
Στην ζωή μου, όποτε με ρωτούσαν «τι ομάδα είσαι» και τους απαντούσα, πάντα αντιδρούσαν με ένα «Γιατί;». Ο κόσμος σχεδόν ποτέ δεν αναρωτιέται γιατί είσαι οπαδός της Άρσεναλ, της Μάντσεστερ, της Τσέλσι ή της Λίβερπουλ- ακόμα και αν δεν μένεις κοντά στο γήπεδο ή δεν πηγαίνεις σε πολλά ματς. Σπάνια αναρωτιούνται γιατί αγαπάς τις λιγότερο μοδάτες Μίντλεσμπρο, Στόουκ, Μπρέντφορντ ή Μπάρνετ. Αλλά δυσκολεύονται να καταλάβουν γιατί κάποιος να θέλει να στηρίξει την Μίλγουολ. Ο δικός μου λόγος πάντα ήταν απλός, ένας λόγος που σίγουρα ισχύει για πολλούς και είναι πηγή περηφάνιας, ανεξάρτητα από την ανεπιτυχή πορεία της ομάδας ή την φήμη της εκτός γηπέδου.
Ίσως να μην μπορώ πλέον να αποκαλώ τον εαυτό μου οπαδό της Μίλγουολ με την πιο στενή έννοια της λέξης. Δεν μπορώ να πηγαίνω σε πολλά παιχνίδια- αλλά, μα την αλήθεια, θα ήμουν εκεί κάθε βδομάδα αν ήταν δυνατόν, όσο άσχημα κι αν παίζουμε. Ακριβώς όπως ο πατέρας μου έκανε την άχαρη δεκαετία του ’50, όταν παλεύαμε με την επανεκλογή: ήταν πάντα εκεί.
Υπάρχουν και τόσες κλισέ απαντήσεις. «Είναι στο αίμα μου», «Κόψε με και το αίμα μου θα βγει γαλανόλευκο», «Γεννήθηκα Άγγλος, αλλά ο Θεός με έκανε Μίλγουολ», κλπ. Αλλά εγώ, αυτό που απαντάω για την αιώνιά μου αγάπη για τα Λιοντάρια όταν κάποιος νιώσει την ανάγκη να με ρωτήσει «Γιατί;», είναι απλός:
«Επειδή είναι και ο μπαμπάς μου».