Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να συζητήσει κάποιος για τα Ομηρικά έπη· από το μέγεθός τους και την λυρικότητά τους, την σημασία τους, ή ίσως ακόμα και την αυθεντικότητά τους, αλλά ένα πράγμα που κέντριζε την περιέργειά μου από παιδί ήταν το γεγονός πώς η Ιλιάδα κι η Οδύσσεια επιβίωσαν εκατοντάδες χρόνια προφορικά. Αυτομάτως γεννάται ένα ερώτημα: τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να απομνημονεύσει δεκάδες ραψωδίες και χιλιάδες στίχους, και να τα περάσει στην επόμενη γενιά ως κληρονομιά; Διότι αν μη τι άλλο, πρόκειται για τεράστιο φόρτο πνευματικής εργασίας, ιδίως σε μια περίοδο κατά την οποία οι βασικές έγνοιες ενός ανθρώπου ήταν πρωτίστως να μην σκοτωθεί, και δευτερευόντως να βρει φαγητό και στέγη. Ίσως είναι η φυσική τάση που έχουμε να εξιστορούμε ανδραγαθήματα, σπουδαίες πράξεις, άθλους, και επιτεύγματα ηρώων. Και κάτι τέτοιο, έγινε και πρόσφατα με το The Last Dance.
Πριν από μερικές μέρες ολοκληρώθηκε η προβολή της συμπαραγωγής των ESPN Films και Netflix, με θέμα την τελευταία σεζόν της δυναστείας των Chicago Bulls. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν έχουν καταλάβει περί τίνος ακριβώς πρόκειται όμως. Είναι ντοκιμαντέρ; Σειρά; Αφορά τα Bulls, ή τον Jordan; Στο γνωστό podcast του The Ringer, το NBA Show, ο Jason Hehir λύνει όλες τις απορίες και εξηγεί πως το The Last Dance αφορά όλους όσους ήταν μέλη αλλά και καταλύτες στους Bulls, και όχι μόνο τον Jordan. Γιατί όμως η σειρά ξεκινά με Jerry Krause; Ο Hehir εξηγεί πως πρόκειται για 2 διαφορετικά timelines, αυτό της σεζόν 1997-1998 και αυτό της περιόδου 1984-1997. Ο λόγος που υπήρξε το 2ο timeline, είναι πως θα ήταν αδύνατον για έναν θεατή που δεν γνωρίζει όσα έχουν συμβεί, να κατανοήσει πλήρως γιατί έφτασαν στην διάλυση το 1998. Έτσι τρέχουν παράλληλα αυτά τα δυο διαφορετικά χρονοδιαγράμματα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν παλινδρομήσεις. Το πρώτο τρέχει σε pace ενός έτους, και με την προϋπόθεση πως ο θεατής γνωρίζει ποιος είναι ποιος στους Bulls του 97-98, και το δεύτερο πιάνει τα πράγματα από την αρχή, δηλαδή από το σημείο που άλλαξε για πάντα η ιστορία του μπάσκετ στην Πόλη των Ανέμων: η επιλογή του Michael Jordan στο NBA draft του 1984.
Πολλοί βιάστηκαν (πριν καν διατεθεί το 1ο επεισόδιο προς θέαση) να αποκαλέσουν την παραγωγή ως απόπειρα αποθέωσης για τον Jordan. Ο Hehir όμως δεν έκανε κάτι τέτοιο. Στόχος του, ήταν να παρουσιάσει όλα όσα συνέβαιναν σε μια ομάδα μέσα και έξω από το παρκέ, και κυρίως μέσα από τα αποδυτήρια αλλά και μέσα από τα γραφεία της διοίκησης των Bulls.
Οι κόντρες, οι βεντέτες, τα προβλήματα, οι διχασμοί, ζητήματα ηθικής, αστικοί μύθοι, και άλλα. Από ιστοριογραφικής πλευράς, ο Hehir είναι εξαιρετικά δίκαιος όσον αφορά την προβολή όλων αυτών. Θίγει καυτά ζητήματα που απασχολούσαν χιλιάδες ανθρώπων επί δεκαετίες, όπως η θέση του Pippen στους Bulls, η κόντρα του MJ με τον Isiah Thomas, το ζήτημα με την Dream Team, τον εθισμό του στον τζόγο, τον περίεργο θάνατο του πατέρα του, το FBI, την σιδηρά πυγμή με την οποία έτρεχε τους συμπαίκτες του, την αποστασιοποίηση του από σοβαρά φυλετικά και πολιτικά ζητήματα λόγω δημοσίων σχέσεων και πολιτικής, και άλλα πολλά. Προσκάλεσε δεκάδες παίκτες, προπονητές, και διοικητικούς παράγοντες, -των Bulls ή αντιπάλων-, δημοσιογράφους, κα., να καταθέσουν τις απόψεις τους, και δόθηκε σε όλους η ευκαιρία να τοποθετηθούν. Ή σχεδόν σε όλους.
Ο μόνος που δεν μπόρεσε να το κάνει ήταν αυτός που θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος της διάλυσης των Bulls, ο Jerry Krause. Το πρόβλημα είναι πως ο Krause δεν βρίσκεται εν ζωή για να καταθέσει την άποψη του. Είναι αμφιλεγόμενο, αλλά εν κατακλείδι μπορεί να πει κάποιος πως δεν γίνεται να ακυρώσεις ένα τόσο σημαντικό project για αυτό και μόνο. Γιατί είναι τόσο σημαντικό όμως το The Last Dance; Καταρχάς, είναι σημαντικό; Η απάντηση είναι «ναι».
Βγάζοντας τελείως έξω από την εξίσωση τους «παλιούς» που το έζησαν, όπου η docuseries είναι απλώς μια όμορφη υπενθύμιση για αυτούς, είναι σημαντικό επειδή για πρώτη φορά νέα παιδιά που μέχρι τώρα άκουγαν “Bulls, Jackson, Jordan, Pippen, Rodman” σε loop μπορούν να πάρουν μια ιδέα γιατί υπάρχει αυτό το οικουμενικό δέος και αποδοχή από όλους όσους ασχολούνται με το μπάσκετ. Παύση. Εδώ πρέπει να τονίζουμε πως υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτές τις γενιές, καθώς ο τρόπος αντίληψης κάποιων πραγμάτων από όσους είναι στα 20 τους (Generation Z) σε σχέση με τις υπόλοιπες είναι τελείως διαφορετικός. Η έλευση του internet άλλαξε για πάντα τις ζωές όλων (ανεξαρτήτως γενιάς) και μηδένισε τις αποστάσεις αλλά και τους χρόνους, σε τέτοιο σημείο, ώστε αυτό που τρώει ένας superstar του NBA αυτήν την στιγμή, να απέχει μόλις 10 εκατοστά από το χέρι μας, και 2 δευτερόλεπτα μέχρι να βγάλουμε το smartphone μας από την τσέπη στην οποία το έχουμε.
Η Gen Z κυριολεκτικά γαλουχήθηκε θεωρώντας κάποια πράγματα όπως η άμεση πρόσβαση, η επικοινωνία, και η συνεχής προβολή, ως δεδομένα. Πριν από λίγους μήνες έγραφα κάτι στο twitter και ξαφνικά προέκυψε αλληλοεπίδραση με τον Dominique Wilkins. Για ένα νέο παιδί, αυτό ίσως φανεί απολύτως φυσιολογικό. Για εμένα όμως, αυτό είναι κυριολεκτικά αδιανόητο. Εκεί λοιπόν, εστιάζεται η πρόκληση στην κυρίως διαφορά της Generation Z και των υπολοίπων: σίγουρα μπορούν να καταλάβουν πως πριν το διαδίκτυο τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά, αλλά κατά πόσο μπορούν να το κατανοήσουν; Κλείσιμο της παρένθεσης.
Το The Last Dance είναι σημαντικό επειδή έδειξε σε μια νέα γενιά εικόνες και μετέφερε έστω και λίγο το momentum από όλο αυτό το οποίο λέγεται “Chicago Bulls”. Περαιτέρω βλέπουμε το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος: «πόσο σημαντικό είναι το The Last Dance;» και η απάντηση είναι «πολύ». Όταν τίθεται επί τραπέζης το ζήτημα «η σπουδαιότερη ομάδα μπάσκετ όλων των εποχών» (σε συλλογικό επίπεδο, διότι γενικότερα αυτός ο τίτλος πάει στην Dream Team που είχε ως βάση επίσης το δίδυμο των Jordan-Pippen του Σικάγο), και αυτή η ομάδα έρχεται από μια εποχή στην οποία, δεν έχουμε επαφή με τους αθλητές, δεν ξέρουμε τι σκέφτονται, δεν ξέρουμε τι συνέβαινε στα αποδυτήρια, και γενικότερα δεν υπάρχει έκθεση πέραν της τηλεόρασης και κάποιων περιοδικών, και έχοντας περάσει δεκαετίες, τότε όλο αυτό είναι σαν να βρήκε κάποιος το Άγιο Δισκοπότηρο, ή τον Τάφο του Μέγα Αλέξανδρου. Είναι ανεκτίμητο.
Γιατί είναι οι Chicago Bulls η σπουδαιότερη ομάδα όλων των εποχών; Τα πάντα εξαρτώνται από την οπτική γωνία που βλέπει κάποιος κάτι, και ιδίως τα βιώματα που έχει ώστε να το φιλτράρει και να το αξιολογήσει.
Στα μάτια ενός νέου ανθρώπου, οι Chicago Bulls είναι ίσως απλώς άλλη μια ομάδα που κάποτε ήταν πολύ δυνατή, πήρε τίτλους, and that’s it. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι… Δεν είναι πως έσπασαν απλά το κατεστημένο των Celtics & Lakers στο NBA (κάτι το οποίο έκαναν οι Pistons πρώτοι άλλωστε αμέσως πριν τους Bulls), ούτε μονάχα πως άλλαξαν το πως παίζεται το παιχνίδι (κανονισμοί, τρόπος, κα.). Δεν είναι καν η απόλυτη κυριαρχία με 6/6 Τελικούς και τίτλους. Και οι Lakers έχουν τρία συνεχόμενα τρόπαια άλλωστε, ενώ οι Celtics έχουν οκτώ (!). Ο σημαντικότερος λόγος είναι πως πήγαν το άθλημα σε ένα πραγματικά άλλο επίπεδο. Και ο αυτός λόγος έχει ονοματεπώνυμο: Michael Jordan.
Ο Jordan δεν ήταν ο πρώτος παίκτης κορυφαίου βεληνεκούς που έπαιξε στο NBA. Προηγήθηκαν πριν από αυτόν ο Russell, ο Chamberlain, ο West, ο Alcindor (aka Jabbar), ο Dr. J, ο Magic και ο Bird (και άλλοι όπως οι Robertson, Maravich, Havlicek, Malone, Hayes, McAdoo, κα.). Ο καθένας από αυτούς είχε και το δικό του impact στο παιχνίδι. Ο Chamberlain ήταν μακράν ο πιο dominant παίκτης, ο Russell έχει 11 δαχτυλίδια και θεωρείται ο καλύτερος αμυντικός center όλων των εποχών, ο West ήταν κάτι παραπάνω από απλώς ένα σύμβολο, ο Havlicek άλλαξε για πάντα την σχέση μπάσκετ με το ράδιο και την τηλεόραση, ο Magic ήταν ο πρώτος πραγματικά μεγάλος σταρ εκτός των ορίων του μπάσκετ, με τον Julius Erving να είναι ίσως ο σημαντικότερος όλων όσον αφορά την επίδραση του σε ανθρώπους. Όλοι ήθελαν να γίνουν Dr J. Στους Bird και Magic (και την αντιπαλότητά τους) μάλιστα πιστώνεται και το γεγονός πως έσωσαν το NBA και το έβγαλαν από τη λήθη στην οποία είχε ξεπέσει. Αλλά και μετά τον Jordan, ακολούθησαν τεράστιοι παίκτες οι οποίοι κυριάρχησαν ή άλλαξαν το παιχνίδι, όπως ο Kobe, Duncan, Shaq, LeBron, Nowitzki, Curry, Durant, Kawhi, κα. Για ποιο λόγο λοιπόν ήταν ο Jordan μοναδικός;
Οι λόγοι είναι πολλοί. Δεν είναι απλώς τα επιτεύγματά του και το επίπεδο δυσκολίας στο οποίο τα έκανε, ούτε απλώς η ποιότητα του ως παίκτης. Δεν είναι μόνο οι τίτλοι, ή πως ήταν ο πρώτος παίκτης που άλλαξε το cultural etiquette σε εκείνον τον διαγωνισμό καρφωμάτων με τις χρυσές καδένες, τα custom shoes, και μια γλώσσα να ανεμίζει ενώ περπατούσε στον αέρα. Δεν είναι καν πως άλλαξε για πάντα την εμπορικότητα των star players και επέτρεψε σε παίκτες να πουλάνε το image τους, ανεξαρτήτως αθλήματος, όχι μόνο μπάσκετ. Κανονικά εκατομμύρια αθλητές από όλα τα σπορ θα έπρεπε να του κολλάνε Κατσικόσημο και να του δίνουν ποσοστά από τους μισθούς τους. Αλλά και πάλι, ούτε αυτό είναι.
Είναι το impact που είχε στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων έξω από τον χώρο του μπάσκετ.
Η διαφορά με πριν, είναι πως παρά το γεγονός πως υπήρχαν τεράστιοι μπασκετμπολίστες στο NBA, το άθλημα το ίδιο περιοριζόταν γεωγραφικά μόνο εκεί που ήταν ήδη γνωστό και δημοφιλές, και μόνο σε αυτούς τους λίγους που είχαν ήδη ενδιαφέρον για αυτό. Δηλαδή ΗΠΑ, Νότια και Ανατολική Ευρώπη, μιλώντας ουσιαστικά. That’s it. Ο μέσος Joe Doe που δεν είχε ως χόμπι το μπάσκετ στην Γερμανία, την Ιαπωνία, την Ινδία, κλπ., δεν είχε ιδέα ποιος είναι ο West και ο Russel. Ίσως κάποιοι να ήξεραν τον Jabbar από σπόντα (βιντεοταινίες), και ίσως να είχε πάρει το μάτι τους κάνα εξώφυλλο με το καταπληκτικό χαμόγελο του Magic. Μέχρι εκεί όμως.
Ο Jordan στο απόλυτο peak του, ήταν διασημότερος του Πάπα της Ρώμης, και όλου του διεθνούς star system ηθοποιών του Hollywood, Rock Stars, και αρχηγών κρατών. Είναι αυτός που σήμερα, 30 χρόνια μετά στέκεται δίπλα στον Πλανητάρχη, και αν μια στο εκατομμύριο κάποιος δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, μάλλον θα μπερδευτεί για το ποιος από τους δύο ήταν (ή είναι) ο ισχυρότερος άνθρωπος στον πλανήτη.
Αν αυτό φαντάζει σήμερα φυσιολογικό λόγω του τρόπου σκέψης μας ελέω internet, social media, κλπ., τότε ήταν σχεδόν αδιανόητο, αν συλλογιστεί κανείς το πόσο -μη- δημοφιλές ήταν το μπάσκετ, και με προβολή ελάχιστων αγώνων που για κάποιον ο οποίος ίσως δεν είχε καν τηλεόραση στο σπίτι του στην Νότια Αφρική, στην Ουρουγουάη, στην Ισλανδία, ήταν δύσκολο να δει.
Φτάνοντας στο 1992 και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης με την Dream Team, ο Jordan είχε μετατρέψει ένα κοινωνικά στιγματισμένο και αδιάφορο άθλημα στο 2ο μεγαλύτερο σπορ στον πλανήτη μετά το ποδόσφαιρο. Μπασκέτες άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, από ερήμους και στέπες, δίπλα σε φιόρδ, σε νησιά στην μέση των ωκεανών, σε κάθε μήκος και πλάτος. Εκατομμύρια παιδιά ονειρεύτηκαν πως πηδάνε ψηλά και καρφώνουν, πως βάζουν ένα buzzer beater, πως είναι πρωταθλητές κόσμου, πήραν μια μπάλα και ξεχύθηκαν στις αλάνες, να παίξουν μπάσκετ. Και το έκαναν με ό,τι είχαν, είτε ήταν τυχεροί να έχουν ένα νεόχτιστο γήπεδο μπάσκετ δίπλα τους, είτε έπρεπε να το κάνουν σε χωράφια με χώμα και τελάρα για καλάθι. Χιλιάδες παιδιά σε όλο τον πλανήτη βγήκαν από τον σκληρό και γεμάτο προβλήματα μικρόκοσμο τους, ζωές με πόνο, φτώχεια, εγκληματικότητα, βια, οικογενειακά προβλήματα, και βρήκαν καταφύγιο στην πορτοκαλί μπάλα κάνοντας lay ups και fadeaways με την γλώσσα έξω.
Εκεί είναι η απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο σπουδαιότερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών;» aka G.O.A.T. Εκατομμύρια ανθρώπων που αναγνωρίζουν τον κόκκινο ταύρο με τα λευκά κέρατα, εκατομμύρια ανθρώπων που απλά θα τους πεις το νούμερο «23» και θα σου απαντήσουν “Michael Jordan”. Αν ρωτήσω την γιαγιά μου που πέρασε όλη της την ζωή στον στάβλο στο χωριό, και της πω «μπάσκετ» θα πει “Michael Jordan”. Τόσο απλό. Και βρίσκεται παντού, σε κάθε σπίτι, είτε είναι σε ένα καπελάκι, είτε είναι ένα μακό, κάλτσες, μια κούπα, μια αφίσα, παντού, ενώ στο τέλος υποκλίθηκαν όλοι, είτε είναι οπαδοί των Lakers, των Celtics (όπως εγώ), ή κάποιου άλλου franchise. Είναι κυριολεκτικά, μια διαφορετική οντότητα, ένα άλλο μέγεθος, που τέμνει την βαρύτητα.
Ο Hehir λοιπόν κάνει εξαιρετική δουλειά -ή όσο είναι αυτό δυνατό μιας και είναι τρομακτικά δύσκολο- στο να μεταφέρει αυτόν τον κόσμο με όλα του τα συν και πλην, τα καλά και κακά, στις οθόνες παιδιών που θα πάρουν μια εικόνα της σπουδαιότητας αυτής της ομάδας, αυτών των παικτών και ιδίως του Μεγάλου. Θα δουν τις θυσίες που έκαναν για να κατακτήσουν αυτό που ήθελαν, αλλά και να το συντηρήσουν, θα δουν τα προβλήματα που συνάντησαν και πως τα διαχειρίστηκαν, πώς τα ξεπέρασαν, τι ανέχτηκαν, για να περάσουν τις πύλες της Βαβυλώνας.
Φτάνοντας προς τον επίλογο, άξιο αναφοράς είναι πως όλοι όσοι έζησαν αυτά τα γεγονότα τότε, συμφώνησαν πως δεν είδαμε κάτι νέο. Για εμάς, είδαμε όλα όσα ξέραμε, ή είχαμε ακούσει. Λίγο-πολύ ο Jerry Krause είχε προαποφασίσει πως σε καμία περίπτωση δεν θα συνεχιστεί αυτή η ομάδα με τον Phil Jackson στο τιμόνι της, που γνωρίζοντας την θέση του Jordan, ήξερε αυτομάτως πως επιλέγει να διώξει και τον MJ ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ακόμα και με 82-0 και δαχτυλίδι. Βαρύ.
Ιδίως για τους παίκτες, να ξέρουν πως δεν είναι επιθυμητή η συνέχεια όσων έχτισαν και έκαναν με απόλυτη επιτυχία.
Για αυτό και για μένα ο τίτλος του 1998 ήταν και ο πιο ballsy όλων όσων πήραν οι Bulls: Με την ομάδα τελειωμένη, τον MJ στα 35 του και με ψυχολογικά ακόμα λόγω της απώλειας του πατέρα του, με τον Pippen τραγικά κακοπληρωμένο, διαλυμένο σωματικά, και υποτιμημένο, με τον Rodman χαμένο στον μαγικό του κόσμο με γκλίτερ και ναρκωτικά, με τον Jackson πνευματικά ήδη αποχωρήσαντα, και όλους τους άλλους στην καλύτερη ρολίστες (με εξαίρεση τον Kukoč που ήταν κάπου ενδιάμεσα) έπαιξαν κυριολεκτικά διαλυμένοι και με ντεζαβαντάζ έδρας με την πολύ σκληρή, ομαδική και πραγματικά υπέροχη Utah των Hall of Famers Stockton-Malone και του αποδημήσαντα Sloan. Πρόκειται για άθλο. Στο τελευταίο επεισόδιο όμως μαθαίνουμε δύο νέα πράγματα. Το πρώτο είναι πως ο MJ ήθελε άλλο ένα χρόνο και πίστευε πραγματικά πως μπορούσε να πείσει και τους υπόλοιπους να μπουν στην βάρκα, συν ότι θα πήγαιναν για πρωτάθλημα. Το δεύτερο πράγμα που μάθαμε όμως ήταν κάτι που ούτε ο ίδιος ο Jordan γνώριζε. Ο Michael Reinsdorf (ιδιοκτήτης των Bulls) έδωσε εντολή να επανεξετάσουν το ενδεχόμενο άλλης μια σεζόν, και ζήτησε να γίνει σωματική αξιολόγηση του υπάρχοντος roster από τους ειδικούς. Τα αποτελέσματα ήταν καταπέλτης. Ο Pippen, ο Rodman, και ο Longley, ήταν κυριολεκτικά διαλυμένοι, τα σώματα τους ήταν καμένη γη. Έτσι αποφάσισαν να μην προχωρήσουν σε “one more” σεζόν, και εγκατέλειψαν την ιδέα. Αυτό είναι ένας καλός αστερίσκος για όσους νομίζουν πως οι Bulls έπαιζαν χωρίς ανταγωνισμό, με το πόδι μακριά από το γκάζι, χωρίς προβλήματα και ανταγωνισμό. Οι Bulls έκαναν ό,τι έκαναν ενώ τους έδερναν οι πάντες εν χορώ.
Πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί λοιπόν που είχαμε την πολυτέλεια να δούμε αυτήν την υπέροχη docuseries, εμείς για τις αναμνήσεις, και η νέα γενιά διότι έλαβε ένα υπερπολύτιμο μάθημα, όχι μόνο για το μπάσκετ, αλλά για την ίδια την ζωή.
Όποιος το έζησε ξέρει, αλλά όποιος δεν είχε την τύχη να το δει, ας κλείσει τα μάτια και ας σκεφτεί μια τεράστια αρένα. Τα φώτα να σβήνουν, απόλυτο σκοτάδι, τα φλας να αστράφτουν, ο ήχος από τους χιλιάδες ανθρώπους που ξέρουν ποιοι θα περάσουν στο παρκέ, οι κραυγές, η αναμονή, και ξαφνικά οι νότες που είναι πλέον ο ύμνος του μπάσκετ παγκοσμίως, το “Sirius” του Alan Parsons. Τα φώτα πέφτουν στα λάβαρα, και η φωνή του Ray Clay: “Aaaaand now…Frommmm North Carolina…at guard…6’6″…Michael Jordan”
Ρίγη.
Υ.Γ. Κατοικώντας στην παγωμένη και επί 7/12 μήνες χιονισμένη Σκανδιναβία πλησίον του Αρκτικού κύκλου, δεν έχουμε την πολυτέλεια να παίζουμε μπάσκετ όλον τον χρόνο. Τα καλοκαίρια μας όμως τα περνάμε με την πορτοκαλί μπάλα. Παρά το γεγονός πως είμαστε μια Παναθηναϊκή και μπασκετική οικογένεια, ο εννιάχρονος γιος μου στον οποίο κάνω τακτικά προπονήσεις δεν είδε ποτέ το άθλημα ως κάτι παραπάνω από χόμπι. Αγαπά το μπάσκετ, μεγάλωσε με Καλάθη, Σπανούλη, LeBron, Kyrie, Curry, κα., αγαπά τον Παναθηναϊκό και τους ένδοξους παίκτες του, κοιμάται με την αφίσα του Διαμαντίδη πάνω από το προσκεφάλι του, αλλά μέχρι εκεί. Προχτές πήγαμε για την πρωινή μας προπόνηση και είδα για πρώτη φορά έναν διαφορετικό ζήλο.
Τότε ακολουθεί ο εξής διάλογος:
-Πατέρα;
-Ναι;
-Είναι αδύνατο να γίνω μεγάλος παίκτης στο μπάσκετ;
-Τίποτε δεν είναι αδύνατο.
-Πιστεύεις πως αν προσπαθήσω πολύ, πάρα πολύ, μπορώ να παίξω σε ομάδα;
-Ναι. Αν δουλέψεις 101% σε αυτό, και αφοσιωθείς είμαι σίγουρος πως θα καταφέρεις να παίξεις σε κάποια καλή ομάδα στο Όσλο.
-Δεν κατάλαβες, δεν εννοώ Όσλο.
-(χαμογελώ) Ελλάδα;! Θα ήταν όνειρο να παίξεις κάποια μέρα στον Παναθηναϊκό μας, αλλά αυτό είναι πραγματικά πολύ δύσκολο.
-Δεν σκεφτόμουν τον Παναθηναϊκό.
-Τότε;;
-Στους Chicago Bulls.
Και κάπως έτσι, ένα μικρό αγόρι κάπου στον κρύο βορρά της Ευρώπης, ονειρεύεται να φορέσει κάποτε την φανέλα με τον ταύρο.
The Michael Jordan impact.
*** τα κείμενα που υπογράφονται, δεν δεσμεύουν, απαραίτητα, τους υπευθύνους έκδοσης του περιοδικού, οι υπογραμμίσεις κυρίως, είναι δικής τους επιλογής – το κείμενο γράφτηκε πριν από τη δολοφονία του Floyd στη Μιννεάπολη