To κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά στο τεύχος 15, Άνοιξη του 2014
Όλοι όσοι βρίσκονται στον πλανήτη της «στρογγυλής θεάς» γνωρίζουν τη μεγάλη αναμέτρηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950, όταν η Ουρουγουάη νίκησε τη Βραζιλία και κατέκτησε το τρόπαιο μέσα στο «Μαρακανά». Αρκετοί επίσης ίσως έχουν ακουστά ότι ένας από τους θεμέλιους λίθους της επιτυχίας ήταν κι ο θρυλικός αρχηγός της «σελέστε», Ομπντούλιο Βαρέλα. Λιγότεροι όμως γνωρίζουν, ότι ο Ομπντούλιο Βαρέλα είναι ο μεγαλύτερος μάγκας που πάτησε ποτέ το πόδι του στο γρασίδι ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου.
***
«Η garra charrúa είναι η ιδιοσυγκρασία μας. Όλοι οι Ουρουγουανοί το έχουν όχι μόνο οι ποδοσφαιριστές. Πάντοτε σπρώχνουμε τους εαυτούς μας προς το καλύτερο, πάντα θέλουμε να βγαίνουμε πρώτοι. Ανέκαθεν μας άρεσαν οι δύσκολες προκλήσεις και για μας, το ποδόσφαιρο αποτελεί μια δύσκολη πρόκληση», δήλωνε με περίσσια περηφάνια ο Βαλντεμάρ Βικτορίνο, παλιός διεθνής ποδοσφαιριστής της Ουρουγουάης των 70’s.
Η φυλή των charrúas, ήταν μια από τους πολλούς αυτόχθονες πληθυσμούς της Λατινικής Αμερικής, που βίωσε στο πετσί της τις συνέπειες της συναναστροφής με τους «πολιτισμένους» σφαγείς από την Ευρώπη. Οι καλύβες τους βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού Γκουαρανί στη νότια Βραζιλία, και κυρίως στη σημερινή Ουρουγουάη. Η στρατηγική θέση της Ουρουγουάης έκανε την περιοχή σημείο διένεξης για τους Ίβηρες, ήτοι τους Πορτογαλόφωνους Βραζιλιάνους και τους Ισπανόφωνους Αργεντινούς. Περήφανοι πολεμιστές οι charrúas, αν και χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός τους μειωνόταν δραματικά από τις επιθέσεις των κατακτητών και τις πρωτόγνωρες ασθένειες, φρόντισε να πέσουν δίνοντας τη μάχη τους με τους εισβολείς ως το τέλος. Μέσα από πολλούς και αιματηρούς αγώνες, το υποψήφιο προτεκτοράτο Αργεντινής και Βραζιλίας κατόρθωσε να αποκτήσει την ανεξαρτησία του και να κάνει τα πρώτα του βήματα ως κρατική οντότητα στη Νότια Αμερική.
Οι σύγχρονοι Ουρουγουανοί θεωρούν πως το μαχητικό πνεύμα που κληρονόμησαν από τους ντόπιους ιθαγενείς, η garra charrúa (δύναμη των τσαρούας ελεύθερα), διαπνέει και ευδοκιμεί σε κάθε έκφανση της ζωής τους. Κι όπως έχουν αποδείξει αλλεπάλληλες φορές, το ποδόσφαιρο είναι μια από αυτές.
Το 1924, μια ομάδα από τη Λατινική Αμερική έφτασε στην Ευρώπη για να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα διεξάγονταν στο Παρίσι. Ταλαιπωρημένοι από το μακροήμερο θαλάσσιο ταξίδι τους και αναγκασμένοι να κοιμούνται σε βαγόνια δεύτερη θέσης, οι ποδοσφαιριστές της Ουρουγουάης έφτασαν κατάκοποι στη γαλλική πρωτεύουσα.
Όλοι οι αλαζόνες Ευρωπαίοι θεώρησαν αξιολύπητους εκείνους τους καημένους φτωχούς ποδοσφαιριστές που ταξίδεψαν από τόσο μακριά. Ωστόσο γρήγορα κατάπιαν τη γλώσσα τους, γιατί ο παγοπώλης Πέδρο Τσεά, ο μανάβης “Περούτσο” Πετρόνε, ο μαρμαράς Νέστορ Νασάτσι, ο λουστράκος Χοσέ Λεάντρο Αντράντε, πρώτος νέγρος παίκτης-σταρ, και οι υπόλοιποι «κακομοίρηδες» κόντρα σε κάθε προσδοκία πήραν το χρυσό μετάλλιο με χαρακτηριστική ευκολία. Μάλιστα, στην πορεία της προς τον τίτλο η «σελέστε» σκόρπισε με 7-0 τους Γιουγκοσλάβους και με 5-1 τους οικοδεσπότες Γάλλους.
«Αυτό είναι το αληθινό ποδόσφαιρο! Ό, τι ξέραμε μέχρι σήμερα ήταν μια απλή μαθητική ψυχαγωγία», δήλωνε έκπληκτος ο συγγραφέας Ανρί ντε Μοτερλάν. Όντως, οι Ουρουγουανοί είχαν φέρει επανάσταση στο παιχνίδι με τις κοντινές τους πάσες και τις ξαφνικές αυξομειώσεις του ρυθμού, συγκριτικά με το μονότονο αγγλικό στυλ της καμινάδας.
Το repeat στην Ολυμπιάδα του Άμστερνταμ τέσσερα χρόνια αργότερα κόντρα στην ανταγωνίστρια Αργεντινή, δεν ήταν καθόλου απρόβλεπτη εξέλιξη. Έχοντας σαρώσει τα πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής (6 κούπες σε 12 τουρνουά) και με τα δύο χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, η Ουρουγουάη θεωρείτο τότε η κορυφαία ομάδα στον πλανήτη. Η απόλυτη κυριαρχία των Ουρουγουανών επιβεβαιώθηκε και στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο που διεξήχθη στην πατρίδα τους το 1930, όπου η ίδια φουρνιά αυτών των χαρισματικών παικτών κατέκτησε το πρώτο βαρύτιμο τρόπαιο στην ιστορία νικώντας με 4-2 την Αργεντινή. Η Ουρουγουάη ήταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και το γεγονός πανηγυρίστηκε ξέφρενα απ’ όλον το λαό. «Είχαν μεγαλύτερο πάθος και το άξιζαν», είχε δηλώσει λυπημένος ο Αργεντινός Πάντσο Βαράγιο. Το πνεύμα της garra, φαίνεται ότι πλανιόταν στον ουρανό του «Σεντενάριο» εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα του Ιούλη.
«Η Ουρουγουάη έδειξε ότι δεν ήταν ένα λάθος. Το ποδόσφαιρο ανέσυρε τη μικροσκοπική αυτή χώρα από τη σκιά της παγκόσμιας ανωνυμίας. Η γαλάζια φανέλα ήταν η απόδειξη της ύπαρξης ενός έθνους», παρατήρησε εύστοχα δυο γενιές μετά ο Εντουάρδο Γκαλεάνο.
Την εποχή των μεγάλων κατορθωμάτων της «σελέστε», ένα από τα χιλιάδες φτωχόπαιδα του Μοντεβιδέο έκανε ό, τι χαμαλοδουλειά έβρισκε στη γύρα για να επιβιώσει. Ανάμεσα στα άλλα μοίραζε κι εφημερίδες, για τις οποίες είχε πει αργότερα: «Τα μόνα αληθή πράγματα που γράφουν είναι η τιμή και η ημερομηνία».
Ο πιτσιρικάς Ομπντούλιο Βαρέλα ξεκίνησε να κλοτσάει το τόπι σε διάφορες ομάδες των γειτονιών της ουρουγουανικής πρωτεύουσας, πριν αποφασίσει να σταματήσει το σχολείο για να ενταχθεί στην Ντεπορτίβο Χουβεντούδ. Εκεί εμφάνισε άμεσα τα μετέπειτα χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού του: δύναμη, ενέργεια, οργάνωση του παιχνιδιού από τον χώρο της μεσαίας γραμμής και κυρίως ηγετική παρουσία. Στην άσημη Χουβεντούδ έμεινε για δύο χρόνια όπου και χαλύβδωσε τον αγωνιστικό του χαρακτήρα στα σκληρά ματς των χαμηλών κατηγοριών, πριν ενταχθεί το 1938 στη Μοντεβιδέο Γουόντερερς και κάνει το ντεμπούτο στην πρώτη κατηγορία. Στα 22 του χρόνια φορά για πρώτη φορά τη γαλάζια φανέλα εναντίον της Χιλής (3-2 η «σελέστε») στο Κόπα Αμέρικα του 1939. Τρία χρόνια αργότερα, η Ουρουγουάη φιλοξενεί τη διοργάνωση και κατακτά τον τίτλο με πρωταγωνιστή αυτό τον σκουρόχρωμο νεαρό με το φαρδύ μέτωπο και το κεφάλι πάντα ψηλά, που καταπίνει χιλιόμετρα και αντιπάλους στη μεσαία γραμμή ενώ πολλάκις δεν παραλείπει να σκοράρει.
Το 1943, ο Βαρέλα εξαργυρώνει τις μεγάλες εμφανίσεις του παίρνοντας μεταγραφή για την ομάδα θρύλο της χώρας και της Λατινικής Αμερικής, την Πενιαρόλ. Παράλληλα με την οικοδομή, ο Ομπντούλιο ηγείται των επιτυχημένων χρόνων των «αουρινέγκρος», που κατακτούν τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλον. Ο Βαρέλα αποκτά μόνιμα το περιβραχιόνιο της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης.
Ωστόσο, η ανοδική ποδοσφαιρική σταδιοδρομία δεν συνεπάγεται με οικονομική αποκατάσταση καθώς βρισκόμαστε ακόμα στη δεκαετία του ’40 και οι ποδοσφαιριστές της χώρας όμως συνεχίζουν να καρπώνονται ψίχουλα. Μετά από μια νίκη σε ντέρμπι ο πρόεδρος της Πενιαρόλ αποφασίζει να δώσει πριμ 250 πέσος σε όλους και 500 στον Βαρέλα. Οι παίκτες πανηγυρίζουν αλλά ο Ομπντούλιο στέκεται βλοσυρός: «Δεν έπαιξα περισσότερο ή λιγότερα από τον καθέναν. Αν αξίζω 500 πέσος δώσε σε όλους το ίδιο. Αν αξίζουν εκείνοι 250 τότε αξίζω και γω». Τελικά πήραν όλοι 500. Οι επαχθείς συνθήκες διαβίωσης (και) των Ουρουγουανών ποδοσφαιριστών σε συνδυασμό με την άρνηση για αναγνώριση του συνδικάτου τους, πυροδοτεί τελικά τη μεγάλη απεργία του 1948-49.
Ο λόγος και πάλι στον Γκαλεάνο:
«Οι Ουραγουανοί παίκτες, σκλάβοι των ομάδων τους, ζητούσαν απλά να αναγνωρίσουν τα αφεντικά τους την ύπαρξη του συνδικάτου τους, και το δικαίωμα να υπάρχει. Η απαίτηση ήταν απόλυτα δίκαιη, γι’ αυτό και ο κόσμος στήριζε τους απεργούς, παρόλο που ο καιρός περνούσε, και κάθε Κυριακή δίχως ποδόσφαιρο ήταν αβάσταχτη και βαρετή.
Τα αφεντικά δεν έκαναν πίσω, και περίμεναν να λυγίσουν οι ποδοσφαιριστές από την πείνα. Όμως οι παίκτες ήταν ανένδοτοι. Τους βοήθησε κυρίως ένας λιγομίλητος άνδρας με το παράδειγμά του: ο Ομπντούλιο Βαρέλα, ένας μαύρος παίκτης με φαρδύ μέτωπο, οικοδόμος και σχεδόν αναλφάβητος, που δεν λύγισε από την τιμωρία, και που ανασήκωνε όσους έπεφταν κι εμψύχωνε τους κουρασμένους.
Η στάση του αρχηγού της Πενιαρόλ και της εθνικής Ουρουγουάης εκνεύρισε τους παράγοντες που προσπάθησαν να τον διώξουν από τη χώρα ανεπιτυχώς, πριν εξομαλυνθεί η κατάσταση.
Έναν χρόνο αργότερα, η «σελέστε» συμμετέχει στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον πόλεμο, που θα γινόταν στη Βραζιλία. Ολόκληρη χώρα θυμίζει «μεθυσμένη πολιτεία», με την ανέγερση του κολοσσιαίου Μαρακανά να φιλοδοξεί να στεγάσει τα όνειρα ενός λαού για τη δόξα και την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία.
Για την Ουρουγουάη οι προβλέψεις δεν είναι και οι πλέον ενθαρρυντικές μετά την απραξία της απεργίας και το κάζο στο Κόπα Αμέρικα του 1949, όμως ο «negro jefe» (μαύρο αφεντικό), όπως αποκαλείται πια ο 32χρονος Ομπντούλιο, δηλώνει «παρών», πλαισιωμένος από μια νέα φουρνιά βιρτουόζων παικτών όπως ο Πέπε Σκιαφίνο, ο Όσκαρ Μίγκες και ο Αλσίδες Γκίτζια, όλοι συμπαίκτες στην Πενιαρόλ.
Το σύστημα διεξαγωγής διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τα τρία προηγούμενα Μουντιάλ και το μοντέλο των νοκ-άουτ παιχνιδιών. Οι 16 ομάδες που προβλέπονταν να συμμετάσχουν (τελικά πήγαν 13) θα χωρίζονταν σε τέσσερις ομίλους από ισάριθμες ομάδες, όπου οι πρώτες από κάθε γκρουπ θα περνούσαν στην επόμενη φάση. Εκεί θα έφτιαχναν ένα νέο όμιλο, και πρωταθλήτρια κόσμου θα ανακηρυσσόταν η ομάδα που θα τερμάτιζε στην κορυφή. Συνεπώς δεν θα υπήρχε κανένας τελικός αλλά ένα μίνι πρωτάθλημα.
Η Βραζιλία πέρασε πιο δύσκολα απ’ ότι φαινόταν στον τελικό όμιλο, το ίδιο έπραξαν Ισπανία και Σουηδία ενώ η Ουρουγουάη δίνοντας μόνο ένα παιχνίδι (λόγω της απόσυρσης τριών εκ των φιναλίστ) πήρε κι αυτή με τη σειρά της το εισιτήριο για το γκρουπ που θα έβγαζε τον νέο Παγκόσμιο Πρωταθλητή.
Με τον στράικερ Αντεμίρ σε τρομερή φόρμα, και τους Ζιζίνιο- Ζαΐρ να «κεντάνε» στη μεσοεπιθετική γραμμή, οι Βραζιλιάνοι διέλυσαν κυριολεκτικά Σουηδία και Ισπανία με 7-1 και 6-1 αντίστοιχα. Η «σελέστε» από την πλευρά της αγκομαχούσε αλλά Βαρέλα και Γκίτζια την κρατούσαν ζωντανή. Η ισοπαλία με την Ισπανία και η νίκη μετά από αντεπίθεση στο τέλος κόντρα στη Σουηδία, την έφερναν στη δεύτερη θέση του ομίλου, ένα βαθμό πίσω από τους Βραζιλιάνους (η νίκη έδινε 2 βαθμούς). Τα πάντα θα κρίνονταν στο τελευταίο ματς στο νεότευκτο Μαρακανά, όπου περίπου 200.000 θεατές θα κατέκλυζαν τις κερκίδες.
Την ώρα που οι δυο ομάδες ετοιμάζονταν για το τελευταίο τους παιχνίδι, η ατμόσφαιρα στη χώρα θύμιζε καρναβάλι. Η εφημερίδα «Gazeta Esportiva» έγραφε: «Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη», και η «Mundo» δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία έχοντας λεζάντα «Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» παρέα με φωτογραφία της «σελεσάο». Ο δήμαρχος του Ρίο απευθύνθηκε στο ίδιο mood προς τους παίκτες, πριν τον αγώνα: «Εσάς, τους ποδοσφαιριστές που σε λιγότερο από δύο ώρες εκατομμύρια συμπατριώτες σας θα σας επευφημούν ως παγκόσμιους πρωταθλητές. Εσάς που δεν έχετε αντίπαλο και θα υπερνικήσετε κάθε ανταγωνιστή, από τώρα σας χαιρετίζω ως νικητές».
Στο «στρατόπεδο» της Ουρουγουάης δεν υπήρχαν ανάλογες κορώνες. Μάλιστα η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας διεμήνυσε στους παίκτες να κάνουν ό, τι μπορούν ώστε να αποφύγουν τον διασυρμό. Ωστόσο οι Ουρουγουανοί δεν λύγισαν από το ψυχολογικό βάρος των περιστάσεων και σε αυτό βοήθησε η εμβληματική μορφή του αρχηγού. Βλέποντας τα διθυραμβικά πρωτοσέλιδα, ο Βαρέλα τα αράδιασε στους συμπαίκτες του καλώντας τους να κατουρήσουν πάνω. Εξάλλου τα μόνα αληθή που γράφουν οι εφημερίδες «είναι η τιμή και η ημερομηνία». Πριν βγουν οι δύο ομάδες στον αγωνιστικό χώρο, ο Βαρέλα είπε στους συμπαίκτες του:
«Μην κοιτάξετε στις κερκίδες, μη σηκώσετε τα μάτια σας ψηλά, το παιχνίδι παίζεται κάτω. Όσοι και να είναι από πάνω σας, να σκέφτεστε ότι είναι από ξύλο και μέσα στο γήπεδο θα είμαστε έντεκα εναντίον έντεκα. Μην νομίζετε ότι θα μας συμβεί κάτι κακό όταν νικήσουμε. Τίποτα δεν θα συμβεί. Για να κερδίσουμε όμως πρέπει να βάλουμε τα αρχίδια μας στις άκρες των παπουτσιών μας. Ας αρχίσει η γιορτή».
Βέβαια, την 16η Ιουλίου του 1950, το πανδαιμόνιο που δημιουργήθηκε από το μεγαλύτερο κοινό που παρακολούθησε ποτέ ποδοσφαιρικό αγώνα καθήλωσε αρχικά του Ουρουγουανούς, με τον Χούλιο Πέρες να κατουράει μετά τα πρωτοσέλιδα… και το σορτσάκι του, από το δέος και το άγχος της αναμέτρησης.
Η Βραζιλία πίεσε έντονα από την αρχή αλλά το πλάνο που είχε καταστρώσει ο κόουτς Λόπες της «σελέστε» φαινόταν να λειτουργεί και ο Μάσπολι κράταγε το μηδέν. Στο 28ο λεπτό έγινε μια φάση που η μυθολογία του συγκεκριμένου αγώνα υποστηρίζει ότι άλλαξε τον ρου του αγώνα υπέρ της Ουρουγουάης. Κατά τη διάρκεια μιας αψιμαχίας, ο Βαρέλα έριξε μπουνιά στον αριστερό μπακ της «σελεσάο» Μπιγκόντε, κάτι που ενδεχομένως έκανε σκόπιμα ο Ομπντούλιο για να ενεργοποιήσει για τα καλά το σθένος των συμπαικτών του.
Με την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, έγινε κάτι που ίσως είναι το όνειρο κάθε παιδιού στη χώρα της σάμπα, να σκοράρει σε ένα τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου μέσα σε ένα κατάμεστο «Μαρακανά».
Ο Φριάσα είναι ο μόνος που το έχει πετύχει ποτέ, αφού εκμεταλλευόμενος ασίστ του Αντεμίρ κάρφωσε τη μπάλα στην εστία του Μάσπολι και ο σπίκερ Λουίζ Μέντες γκάριξε: “ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΛ ΝΤΟ ΜΠΡΑΖΙΙΙΙΙΙΙΙΟΥ!”
Μετά το γκολ, ο Βαρέλα παίρνει τη μπάλα και τρέχει στον επόπτη βάζοντας τις φωνές διαμαρτυρόμενος για οφ-σάιντ. Ύστερα, έστησε τη μπάλα στο κέντρο και φώναξε: «Ωραία, τώρα πάμε να νικήσουμε».
Από δική του πάσα ξεκίνησε η ισοφάριση. Στο 66ο λεπτό και με πρησμένο τον αστράγαλο, ο Ομπντούλιο δίνει στον Γκίτζια που περνάει τον Μπιγκόντε και ορμώντας από τα δεξιά πασάρει στον γκολτζή Πέπε Σκιαφίνο ο οποίος νικά τον Μπαρμπόζα. Βουβαμάρα. Ακόμα κι έτσι η Βραζιλία ήταν Πρωταθλήτρια, αρκεί να κράταγε έστω την ισοπαλία. Όμως το καθαρό μυαλό δεν υπήρχε στους παίκτες του Φλάβιο Κόστα, και η Ουρουγουάη είχε πάρει τα ηνία του ματς.
«Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το Μαρακανά να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ», είχε πει μοναδικά εύστοχα ο Αλσίδες Γκίτζια. Πράγματι το έκανε, όταν στο 79′, ο πανέξυπνος έξω δεξιά της «σελέστε» πέρασε πάλι τον Μπιγκόντε και μπήκε στην περιοχή, αλλά αντί να πασάρει επιλέγει να σουτάρει στην κλειστή γωνία του Μπαρμπόζα, αιφνιδιάζοντας τον γκολκίπερ των Βραζιλιάνων.
«Γκοοολ ντο Ουρουγκουάι…! Γκολ ντο Ουρουγκουάι;» είπε σα να μην πίστευε στα μάτια του ο Λουίζ Μέντες. Το Μαρακανά σώπασε με μιας. Ποτέ άλλοτε μια τέτοια σιωπή δεν ήταν τόσο… εκκωφαντική. Σχεδόν 200.000 άτομα που κατέκλυσαν το ναό του ποδοσφαίρου πάγωσαν στις θέσεις τους, ζώντας τον απόλυτο εφιάλτη. Δεκάδες άτομα σε ολάκερη τη χώρα αυτοκτονούσαν μη μπορώντας να αντέξουν τον πόνο της ήττας. Στο γήπεδο δύο άτομα σκοτώθηκαν πηδώντας από τις κερκίδες και στο Ρίο άλλοι πηδούσαν από τα μπαλκόνια.
Την ίδια στιγμή που η Βραζιλία βυθιζόταν στο δικό της μαρτύριο, ο αρχηγός Ομπντούλιο Βαρέλα, παραλάμβανε το Κύπελλο «Ζιλ Ριμέ» και η Ουρουγουάη γινόταν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα: «100 φορές να παίζαμε, τις 99 θα χάναμε». Tο ίδιο βράδυ κάθισε για ένα ποτό με τους θλιμμένους Βραζιλιάνους σε ένα μπαρ έξω από το ξενοδοχείο.
Το «λιοντάρι του Μαρακανά» (το νέο του παρατσούκλι) είχε οδηγήσει τη χώρα του στην ανείπωτη δόξα της κατάκτησης του βαρύτιμου τροπαίου, όπως οι ήρωες της δεκαετίας του ’20. Το γνωστό περιοδικό «El Grafico» σημείωνε: Σε ένα Μαρακανά κατάμεστο όσο ποτέ, συνέβη κάτι παράλογο: ένα αφηνιασμένο νούμερο 5, ψηλός, με στενούς ώμους, το κεφάλι περήφανα σηκωμένο, τίναζε τη φανέλα του και έτρεχε στο γήπεδο φωνάζοντας: ‘Ακολουθήστε με!’».
Ένα χρόνο νωρίτερα όμως, ήταν το «μαύρο πρόβατο» των παραγόντων και της ομοσπονδίας επειδή διεκδικούσε μαζί με τους συναδέλφους του αξιοπρέπεια. Μια ομοσπονδία που μετά τον θρίαμβο στη Βραζιλία «τίμησε» τους ποδοσφαιριστές με χάλκινα μετάλλια, αντίγραφα των χρυσών που κράτησε η ίδια.
Ο Βαρέλα συνέχισε και τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1955 που σταμάτησε την καριέρα του, να παραμένει τόσο σπουδαίος στους αγωνιστικούς χώρους όσο αυθεντικός και πολιτικοποιημένος. Όταν η Πενιαρόλ επιχείρησε να βάλει πληρωμένη διαφήμιση στην εμφάνισή της, εκείνος αρνήθηκε, όντας ο μοναδικός παίκτης που μπήκε στον αγωνιστικό χώρο με «καθαρή» φανέλα. «Κάποτε εμάς τους μαύρους, μας έδεναν με μια αλυσίδα και μας περιέφεραν από δω και από ‘κει σαν θεάματα, οι εποχές αυτές όμως έχουν περάσει…»
Εξάλλου, ο Ομπντούλιο ηγήθηκε της Ουρουγουάης και στο Μουντιάλ του 1954 στην Ελβετία. Αν και 37 χρονών (ο γηραιότερος παίκτης που αγωνίστηκε σε Μουντιάλ μέχρι τότε), η απόδοσή του κυμάνθηκε στα γνωστά υψηλά επίπεδα όμως αναγκάστηκε λόγω τραυματισμού να απουσιάσει από τον ημιτελικό με την Ουγγαρία του Πούσκας όπου και η ομάδα του γνώρισε την ήττα (δύσκολα) με 4-2. Με τον Βαρέλα στη σύνθεσή της, η Ουρουγουάη δεν έχασε ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Αφού κρέμασε τα παπούτσια του, εξακολούθησε να εργάζεται ως οικοδόμος παραμένοντας φτωχός και ταπεινός ώσπου πέθανε, το 1996 σε ηλικία 79 ετών. Το μικρό πριμ που είχε δοθεί από την ομοσπονδία μετά το έπος στη Βραζιλία, ίσα που του έφτασε να αγοράσει ένα Ford του ’31, που μετά από μια εβδομάδα του τo είχαν ήδη κλέψει.
Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, όταν πλέον είχε άσπρα μαλλιά, ρωτήθηκε για τις παλιές εποχές και το πώς βίωνε ο ίδιος το ποδόσφαιρο. Η απάντησή του αποτελεί μια πραγματική κατάθεση της garra:
«Ήταν η εποχή του ρομαντισμού. Υπήρχαν δυσκολίες αλλά μου άρεσε. Ήμασταν ικανοποιημένοι και οι ομάδες ήταν μια οικογένεια. Τώρα είναι ανώνυμες εταιρίες… Γι’ αυτό σου λέω ότι όλα έχουν αλλάξει. Σκέψου τότε που έκανα ντεμπούτο με την Ουρουγουάη το 1939 απέναντι στη Χιλή. Ξέρεις πως είναι να φοράς τη γαλάζια φανέλα; Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω. Βάραιναν οι αναμνήσεις. Παλιά ήταν ο Νασάτσι και ο Λορένσο, δεν χάναμε. Ένας μαυρούλης όπως εγώ, που μόλις είχαν ξεκινήσει να παίζω, άκουγα τους μεγαλύτερους να μιλούν για την εθνική και το παρελθόν και με έπιανε ανατριχίλα».
***
Υ.Γ. Δυστυχώς ο Ομπντούλιο Βαρέλα δεν έζησε να δει τη «σελέστε» στην ελίτ του παγκοσμίου ποδοσφαίρου και πρωταθλήτρια Νοτίου Αμερικής, ταπεινώνοντας την Αργεντινή μέσα στο σπίτι της και ξεπερνώντας σε συνολικούς τίτλους αυτήν και τη Βραζιλία στο Κόπα Αμέρικα του 2011.
Αυτός που έζησε όμως, και ζει ακόμα παρά το πρόσφατο δυστύχημα που τον βύθισε προσωρινά σε κώμα, είναι ο 87χρονος Αλσίδες Γκίτζια. Μοναδικός επιζών του «Μαρακανάσο».
Ωστόσο ο ίδιος δεν μπορεί πια να ακούσει τις ραδιοφωνικές περιγραφές του θρυλικού αγώνα. Παρά τη σκληράδα και την αντοχή που τον διέκρινε τόσο στο χορτάρι όσο και ως χαρακτήρας, η εμπειρία αυτού του γεγονότος περιέχει τέτοια συναισθηματική φόρτιση που ξεπερνάει ακόμα και τον Αλσίδες Γκίτζια.
Σημείωση:
Ο Αλσίδες Γκίτζια πέθανε στις 16 Ιουλίου του 2015, 65 χρόνια ακριβώς από τον αγώνα του Μαρακανά.
sisyphoss
Υπό την επήρεια της «Μνήμης της Φωτιάς», η Αρχή