Ευχάριστα νέα από Παρίσι! Η αστυνομία του Παρισιού έδωσε το OK για να επιστρέψουν οι ultras της Παρί στο γήπεδο Παρκ Ντε Πρενς έπειτα από έξι χρόνια απαγόρευσης από το σύλλογο, την αστυνομία και την ομοσπονδία. Το προηγούμενο διάστημα είχαν ενταθεί οι προσπάθειες της οργάνωσης Adajis και των Collectif Ultras Paris να δωθεί το πράσινο φως για να υπαρξει ξανά οργανωμένη παρουσία οπαδών της παριζιάνικης ομάδας. Αν και μένει να δούμε πως, με ποιους όρους και ποιοι ακριβώς θα ξαναμπούν στα πέταλα του Παρκ Ντε Πρενς -δεδομένου των διαφωνιών και συγκρούσεων μεταξύ των ultras γκρουπ της Παρί, αλλά και μεταξύ ultras και διοίκησης- σίγουρα είναι ένα θετικό νέο καθότι παιχνίδια σε γήπεδα χωρίς φωνή και πάθος και ζωντανές κερκίδες δεν παλεύονται.
Στο HUMBA! #22 (Άνοιξη 2016) είχαμε δημοσιεύσει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο της Λένας Δελβερούδη με αφορμή τη διαφωνία διοίκησης και οπαδών της Παρί για την… ιδιοκτησία ενός συνθήματος, το οποίο και αναδημοσιεύουμε.
Σε ποιον ανήκουν τα συνθήματα;
Στις 17 Μαρτίου 2010 πεθαίνει ο 37χρονος οπαδός της Παρί Σεν Ζερμέν Γιαν Λοράνς. Βρισκόταν σε κώμα από τις 28 Φεβρουαρίου, όταν ξυλοκοπήθηκε άγρια στη διάρκεια τρομερών επεισοδίων πριν τον αγώνα της Παρί με τη Μαρσέιγ. Αυτοί που τον χτύπησαν δεν ήταν οπαδοί της Μαρσέιγ αλλά της ΠΣΖ, μέλη αντίπαλης οπαδικής οργάνωσης που σύχναζαν στο απέναντι πέταλο. Ο Λοράνς ήταν ιστορικό στέλεχος του πέταλου της Βουλώνης, και υπήρξε, παρεμπιπτόντως, οπαδός του Ζαν Μαρί Λεπέν, από αυτούς που συμμετείχαν στα επεισόδια που συνόδευαν τις εκδηλώσεις του ακροδεξιού κόμματος τη δεκαετία του ’90.
Ο θάνατός του ήταν το τελευταίο επεισόδιο μιας διαμάχης, με αιτίες πολύ βαθιές. Στο πέταλο της Βουλώνης, πήγαιναν αποκλειστικά λευκοί θεατές, καθώς ήταν έδρα ρατσιστικών και νεοναζιστικών οπαδικών οργανώσεων. Σε αυτό του Οτέιγ οι περισσότεροι θεατές προέρχονταν από τα προάστια κι ήταν παιδιά μεταναστών, ενώ πολλοί ultras, συχνά εξίσου βίαιοι με αυτούς της Βουλώνης, τοποθετούνταν πολιτικά στην άκρα αριστερά.
Η διαμάχη κλιμακώνεται τους τελευταίους μήνες του 2009. Η τραγική συνέχεια γράφεται κάτω από την κερκίδα «H», προς τη μεριά του Οτέιγ, στις 28 Φεβρουαρίου. Δεκαπέντε μήνες μετά, η ΠΣΖ πουλιέται στην Επενδυτική Αρχή του Κατάρ. Για να ολοκληρωθεί αυτή η πώληση, και βέβαια όχι μόνο γι’ αυτό, έπρεπε να καθαρίσει με κάθε τρόπο η κερκίδα από τη βία και τον ρατσισμό. Την άνοιξη του 2010, καταργούνται οι οργανώσεις των δυο πετάλων. Στα μέλη τους απαγορεύεται η είσοδος στο γηπεδο. Ο τότε πρόεδρος της ΠΣΖ, ο Ρομπέν Λεπρού, επιβάλλει μια σειρά αυστηρά μέτρα γνωστά ως «σχέδιο Λεπρού».
Μετά την εξαγορά από το Κατάρ, η στάση της διοίκησης γίνεται ακόμη σκληρότερη: «Θέλουμε να μπορούμε να διαλέγουμε το κοινό μας». Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Αρκεί η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων; Όπως έχουμε δει, κάθε μέτρο είναι θεμιτό, ακόμη κι η δημιουργία παράνομων καταλόγων «ανεπιθύμητων» θεατών. Στόχος δεν είναι μόνο οι βίαιοι, οι ρατσιστές, οι νεοναζί, αλλά όσοι θεωρείται πως απειλούν την αψεγάδιαστη βιτρίνα που πρέπει να γίνει η ΠΖΣ. Ως απειλή μπορεί να εννοηθεί οτιδήποτε: το κάπνισμα, ένα οπαδικό κασκόλ, το κρέμασμα ενός μικρού πανό που γράφει «Οι φίλαθλοι δεν είναι εγκληματίες», ακόμη και το να ακουμπάς το πόδι σου στο κάγκελο.
Τελευταίο επεισόδιο του πολέμου μεταξύ διοίκησης και οπαδών: «Εδώ είναι Παρίσι» (Ici c’est Paris). Τον Μάιο του 2013, στη διάρκεια της φιέστας για το πρώτο πρωτάθλημα της νέας εποχής, ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, πολύγλωσσος, αλλά όχι γαλλόφωνος, παίρνει το μικρόφωνο και προφέρει με αδέξιο τρόπο αυτές τις τέσσερις λέξεις, σκορπίζοντας γέλιο στο ενθουσιασμένο πλήθος.
Το «Εδώ είναι Παρίσι», στίχος ενός από τα τραγούδια της κερκίδας, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή συνθήματα στο Παρκ ντε Πρενς –κι όχι μόνο εκεί. Το βρίσκουμε στον τίτλο ενός τραγουδιού του δημοφιλούς (στη Γαλλία) Rohff, ο οποίος έχει ήδη στο τύπου γκάνγκστα-ραπ βιογραφικό του ένα ντουέτο με τον Καρίμ Μπενζεμά και μια φυλάκιση –την εγγύηση για να βγει την πλήρωσε ο Σαμουέλ Ετό.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ένας απατεωνάκος του πετάλου του Οτέιγ, καταθέτει στην Υπηρεσία Προστασίας Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας την ονομασία «Πέταλο Οτέιγ» (Virage Auteil) και εκβιάζει τους ultras να του δίνουν ένα ποσοστό για κάθε κασκόλ ή μπλούζα που πουλάνε. Δεν τα καταφέρνει. Το 2008, οι Supras, ομάδα ultras του Οτέιγ, κατοχυρώνουν συνθήματα και ονομασίες, μεταξύ των οποίων και το «Εδώ είναι Παρίσι», ώστε να αποφύγουν παρόμοιες απόπειρες απάτης. Πέρυσι, η διοίκηση της ΠΣΖ προτείνει στον σύλλογο «Για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων των Οπαδών» –οι Supras δεν υπάρχουν πια– να της πουλήσει το σύνθημα. Τιμή: 2.000 ευρώ, και η απειλή ότι, αν αρνηθούν, η εταιρεία θα προσφύγει στη δικαιοσύνη με αίτημα την έκπτωση της ιδιοκτησίας του συνθήματος επειδή οι διαλυμένοι Supras δεν το χρησιμοποιούν για εμπορικούς λόγους.
Οι οπαδοί ποτέ δεν είχαν δημιουργήσει πρόβλημα στη χρήση του συνθήματος από την ΠΣΖ: το βρίσκουμε στο γιακά της επίσημης εμφάνισης, σε μπλουζάκια που πουλιούνται στην επίσημη μπουτίκ, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως σλόγκαν στη διαφημιστική εκστρατεία για τα εισιτήρια διαρκείας. Αρνούνται την πρόταση, ακόμη κι όταν το ποσό ανεβαίνει. Τον Δεκέμβριο, η διοίκηση πραγματοποιεί την απειλή της και πηγαίνει στα δικαστήρια. Το πρόβλημα είναι ότι, αιτούμενη την έκπτωση της ιδιοκτησίας του συνθήματος, αναγνωρίζει πως αυτό ανήκε νομότυπα, κι ίσως ανήκει ακόμη, στους οπαδούς.
Ο σύλλογος των παλιών ultras πηγαίνει λοιπόν με τη σειρά του τη διοίκηση στα δικαστήρια ζητώντας αποζημίωση για τη χρήση του δικού τους συνθήματος. Στόχος όχι τα λεφτά –τα 60 χιλιάρικα που ζητούν, δηλώνουν πως προορίζονται για φιλανθρωπικές οργανώσεις– αλλά η αντίσταση στην εμπορευματοποίηση της οπαδικής κουλτούρας, στην οικειοποίηση των συνθημάτων που, όπως λένε, έχουν αξία μόνο και μόνο γιατί έχουν ιστορία, κι η ιστορία αυτή είναι συλλογική, η ιστορία των οπαδών και των απλών θεατών. Υπάρχει ένα προηγούμενο, και σε αυτό ελπίζουν.
Μετά τη δολοφονική επίθεση στο Charlie Hebdo, διάφοροι επιτήδειοι προσπάθησαν να κατοχυρώσουν το γνωστό «Je suis Charlie». Δεν τα κατάφεραν, καθώς θεωρήθηκε ότι αυτή η φράση, που ανήκει πια σε όλους, δεν μπορεί να είναι εμπορική ονομασία. Όπως και τα συνθήματα της κερκίδας.
Λένα Δελβερούδη