Όχι αυτό με τον Σταλόνε, το άλλο, το πραγματικό, αυτό με τον Magic και τον Bird. Αναδημοσιεύουμε από το εξαντλημένο πρώτο τεύχος μας το κείμενο που είχαμε μεταφράσει από το περιοδικό Slam (με πρόλογο δικό μας) για την πρώτη κόντρα των δύο μεγάλων άσσων στον τελικό του κολλεγιακού πρωταθλήματος τον Μάρτη του 1979. Με αφορμή το φετινό τελικό στην Ινδιανάπολη {με πρωταθλήτρια ομάδα αυτή των Duke Blue Devils}…
Όλο το ζουμί του κειμένου είναι οι τελευταίες τριάντα σειρές μιας και εκεί φαίνεται η τεράστια επίδραση των δύο αυτών παιχτών στη διαμόρφωση του «μαγικού κόσμου» του NBA. Από τα πρώτα δειλά βήματα του δεύτερου μισού των 40’s, περνάμε στα 50’s και τους πρώτους μαύρους παίχτες καθώς και την κόντρα των Minneapolis Lakers με τους New York Knicks. Από τη δυναστεία των Boston Celtics στα 60’s, περνάμε στην εκπληκτική δεκαετία του 70 όταν και οκτώ διαφορετικές ομάδες κέρδισαν τον τίτλο του πρωταθλητή. Προφανώς και όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν παίχτες που έμειναν στην ιστορία όπως ο George Mikan, ο Bill Russell, ο Wilt Chamberlain, ο Kareem Abdul-Jabbar και άλλοι. Ποτέ όμως μια δεκαετία, όπως συνέβη με τις επόμενες, δεν έμεινε στο μυαλό των μπασκετόφιλων με το όνομα ενός παίχτη. Τα 80’s είναι ο Magic εναντίον του Bird και το αντίστροφο, τα 90’s είναι η εποχή του “Air” Jordan, στα 00’s όλοι αναρωτιόντουσαν αν ο Kobe μπορεί να πάρει πρωτάθλημα χωρίς τον Shaquille και το αντίστροφο και τέλος, στα 10’s ίσως να αναρωτιόμαστε αν θα πάρει πρωτάθλημα ο «βασιλιάς (;!)» LeBron.
Σίγουρα μπορούμε να πούμε πολλά ακόμα για το NBA (τις «μετακομίσεις» και μετονομασίες ομάδων, τα στημένα παιχνίδια, το ρόλο του Καναδά, τη θεαματοποίηση των σπορ κ.ά.) αλλά το παρακάτω κείμενο μας μεταφέρει ακριβώς στο χρονικό σημείο που θα σημάνει η αρχή της επέλασης του θεάματος (cheerleaders, ελάχιστα σφυρίγματα, χαλαρές άμυνες κλπ) και η πλήρης επαγγελματοποίηση (πανάκριβα συμβόλαια, τηλεοπτικά δικαιώματα, ακριβά εισιτήρια κλπ) του αθλήματος. Ίσως κάποια στιγμή να επανέλθουμε επί του θέματος για τον… «αλτικό κόσμο» του NBA.
The first blood. Η κόντρα μεταξύ Magic και Bird άρχισε σε αυτόν τον αγώνα
Ενώ ο αέρας έξω ζεσταίνεται, καθώς ο Μάρτης διαδέχεται έναν ψυχρό Φλεβάρη, το μυαλό μου αρχίζει να τρελαίνεται. Οι κυριότερες σκέψεις μου είναι ποιοι θα διασκεδάζουν σε ένα κυριακάτικο εκλογικό πάρτυ και ποιοι θα κλαίνε ασταμάτητα ενώ οι προπονητές τους θα προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Σκέφτομαι παίχτες αλλά και ομάδες. Φαντάζομαι πρόσωπα αλλά και φανέλες. Όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Μέχρι και το Μάρτη του ’79 οι ομάδες ήταν ο μόνος λόγος που κάποιοι θα παρακολουθούσαν το κολεγιακό πρωτάθλημα. Εκείνη τη χρονιά, τη χρονιά Magic εναντίον Bird, το παιχνίδι άλλαξε. Εδώ θα διαβάσετε ολόκληρη την ιστορία.
του Dalton Ross
Στις 26 Μαρτίου 1979 πάνω από 11 εκατομμύρια άνθρωποι συντόνισαν τους δέκτες τους στον τελικό του NCAA (κολεγιακό πρωτάθλημα) για να παρακολουθήσουν την χαριτωμένη άφρο-κόμμωση του τηλεπαρουσιαστή Bryant Gumbel. Εντάξει, μπορεί ο Gumbel να μην ήταν το βασικό θέαμα εκείνη τη νύχτα αλλά παρόλα αυτά το Notorious B.G. μετέδιδε ζωντανά ένα αθλητικό γεγονός. Ο πραγματικός λόγος που όλοι αυτοί οι άνθρωποι έβαλαν φωτιά στους δέκτες τους ήταν για να παρακολουθήσουν έναν αγώνα μπάσκετ του κολεγιακού πρωταθλήματος μεταξύ των Michigan State Spartans και των Indiana State Sycamores. Αλλά ακόμα και η προθέρμανση ήταν το φόντο για τη μονομαχία των δύο πιο εντυπωσιακών παιχτών του NCAA, του Larry Bird και του Earvin “Magic” Johnson.
Ποτέ πριν δεν συναντήθηκαν δύο τόσο μεγάλα αστέρια σε τελικό πρωταθλήματος. Ο Lew Alcindor {δλδ ο Kareem Abdul-Jabar προτού ασπαστεί το Ισλάμ} με τον Elvin “Big E” Hayes, ο Bill Bradley με τον Bill Russell, ο David “Skywalker” Thompson με τον Bill Walton ήταν κόντρες που μας απασχόλησαν στους ημιτελικούς και ποτέ σε τελικό. Και κανείς από αυτούς τους παίχτες, εκτός ίσως από τον Skywalker, δεν αιχμαλώτισε τη φαντασία των μπασκετόφιλων όπως ο Magic και ο Bird. Εκείνο τον καιρό, κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του ήθελε να μοιάσει σε έναν από τους δύο.
Ο τελειόφοιτος, τότε, Bird οδηγούσε την Indiana με ρεκόρ κανονικής περιόδου 29-0. Μετά τις επιβλητικές νίκες ενάντια σε Virginia Tech και Oklahoma, οι Sycamores κέρδισαν δύσκολα το Arkansas (73-71) και το DePaul (75-74) και μπήκαν στους τελικούς με σερί 33-0. Το Michigan από την άλλη δυσκολευόταν να κερδίσει. Στα πρώτα οκτώ παιχνίδια είχε 4 νίκες και 4 ήττες. Με τις δέκα συνεχόμενες νίκες που πέτυχαν όμως στη συνέχεια, απογειώθηκαν και χάρη στο δευτεροετή Magic και τον τελειόφοιτο Greg Kelser έφτασαν το σερί τους στο 21-6. Έπειτα, νικώντας το Lamar University, τη Louisiana State, τη Notre Dame και το Penn μπήκαν στους τελικούς.
Το σκηνικό είχε στηθεί. Μέρος: Salt Lake City, Utah. Έπαθλο: Το κολεγιακό πρωτάθλημα. Συμμετέχοντες: Οι δύο καλύτερες ομάδες, οι δύο καλύτεροι παίχτες και η άφρο-αφάνα του Bryant Gumbel. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει ένας φίλαθλος;
Το στυλ παιχνιδιού των δύο ομάδων προμήνυε κάτι από τις μελλοντικές ομάδες του Magic και του Bird, τους Lakers και τους Celtics αντίστοιχα. Το παιχνίδι των Spartans, όπως και των Lakers το ’80 επί Magic, βασίζονταν αρκετά στους αιφνιδιασμούς και στο παιχνίδι σε ανοικτό γήπεδο. Ο Magic είχε την τύχη να είναι συμπαίκτης με τρεις πολύ καλούς αθλητές τον Kelser, τον Ron Charles και τον Jay Vincent. Στους Sycamores, αντιθέτως, άρεσε να ελέγχουν το ρυθμό του παιχνιδιού και να παίζουν στο μισό γήπεδο, όπως και οι Celtics του Bird στα επόμενα χρόνια. Τα σουτ των Carl Nicks και Steve Reed από την περιφέρεια ερχόταν να συμπληρώσουν το παιχνίδι του Bird και το παιχνίδι ρακέτας του Alex Gilbert.
Έτσι, στις 7 ακριβώς άρχισε ο πιο αναμενόμενος -και ακόμα υψηλότερος σε τηλεθέαση- τελικός στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος. Μετά τα πρώτα καλάθια και τα πρώτα λάθη, ο προπονητής του Michigan, Jud Heathcote, κάλεσε το πιο κρίσιμο τάιμ-άουτ του αγώνα μόλις 02:45 από την έναρξη του και με την ομάδα του να προηγείται 5-4. Στον Heathcote δεν άρεσε η ευκολία με την οποία ο Bird διέσχιζε το γήπεδο για να πάρει ελεύθερες πάσες και για αυτό προέβη σε μια πολύ έξυπνη κίνηση. Άλλαξε την άμυνα της ομάδας του σε ζώνη 2-3 με δύο κοντούς στην περιφέρεια και με τους τρεις ψηλούς στη ρακέτα να εναλλάσσονται συνεχώς στο μαρκάρισμα του αντιπάλου. Αυτή η κίνηση άλλαξε το παιχνίδι. Ο Bird ούτε ελεύθερος ξανασούταρε ούτε εύκολες πάσες ξανάβγαλε.
«Τον μαρκάραμε πάντα δύο παίχτες» λέει ο Terry Donnelly {όχι δε γράφει κάτι η Wiki}, πρωτοετής γκαρντ των Spartans. «Είχαμε τόσο καλούς αθλητές που μπορούσαν να κλέψουν την μπάλα, όταν o Bird προσπαθούσε να πασάρει στην άλλη άκρη του γηπέδου. Δεν μπορούσαν απλά να παίξουν με την μπάλα στην αδύνατη πλευρά μας».
Μετά το σύντομο προβάδισμα της Indiana 8-7, το Michigan με ένα σερί 9-0 έκανε το σκορ 16-8. Το σερί περιελάμβανε και μια εκπληκτική φάση με πρωταγωνιστές τους Kelser και Bird. Ο Kelser πέρασε τον Bird προσποιούμενος ότι θα πασάρει στην άλλη άκρη του γηπέδου. Κέρδισε τον προσωπικό του αντίπαλο στο άλμα και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να αφήσει την μπάλα στο καλάθι, ο Gilbert προσπάθησε να τον «ταπώσει». Ο Kelser αντέδρασε ψύχραιμα και άφησε την μπάλα στο καλάθι αλλάζοντας χέρι. Εντυπωσιακή κίνηση!
Με τα ΜΜΕ να ασχολούνται μόνο με τον Magic και τον Bird, ο Kelser έγινε ο ξεχασμένος ήρωας. Ο ψηλόσωμος τελειόφοιτος ήταν, όπως και ο Magic, τριπλή απειλή για οποιαδήποτε άμυνα με την ικανότητά του στο σκοράρισμα, στην πάσα, και στο ανοικτό παιχνίδι. Καθώς προχωρούσε το παιχνίδι, φαινόταν ότι αυτός θα έκανε τη διαφορά.
«Ο Greg ήταν ίσως ο καλύτερος παίχτης εκείνη τη βραδιά», θυμάται ο Donnelly. «Ήταν εκπληκτικός παίχτης και με διαφορά το πιο φονικό μας όπλο. Μπορούσε να πάρει την μπάλα όπου του την έδινε ο Magic και να τελειώσει αμέσως τη φάση. Ήταν εκπληκτικός στο τελείωμα».
Ένα τέτοιο τελείωμα προς το τέλος του ημιχρόνου ήταν αυτό που θα εκτόξευε στα ουράνια τους φιλάθλους του Michigan. Ο Magic πήρε την μπάλα μετά από ένα λάθος των παικτών της Indiana και έτρεξε προς τον αιφνιδιασμό. Διέσχισε την αριστερή πλευρά του γηπέδου και από τα έξι μέτρα πάσαρε λίγο πιο ψηλά από το καλάθι. Εκεί βρέθηκε ο Kelser που με ένα δυνατό κάρφωμα έδωσε το προβάδισμα με 34-23 στο Michigan. Ήταν η πρώτη εξεζητημένη κίνηση των Spartans που μέχρι τότε παίζανε κοντά στο καλάθι για να αποφύγουν τα λάθη. Αργότερα ο Magic θα έλεγε «Ανεξαρτήτου της σημασίας του παιχνιδιού πρέπει να βγάζουμε τουλάχιστον μία τέτοια φάση. Αλλιώς δεν αξίζει να λεγόμαστε Michigan».
Αν και έχαναν 37-28 στο ημίχρονο, οι Sycamores είχαν κάθε λόγο να ελπίζουν. Είχαν μόλις 37,9% ευστοχία εντός πεδιάς και έχαναν μόνο με 9 πόντους. Επιπλέον, ο Kelser και ο Magic είχαν έκαστος από τρία φάουλ. Αν η ομάδα του Bill Hodges, προπονητή της Indiana, ήταν πιο εύστοχη στις ελεύθερες βολές και εξακολουθούσε να παίζει δυνατά, θα μπορούσε να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Όταν, όμως, άρχισε το δεύτερο ημίχρονο, ο Donnelly, ένας απλός σουτέρ με μ.ό. 6,3 πόντους ανά παιχνίδι, βάλθηκε να αποδείξει σε όλους ότι ο Bird δεν ήταν ο μόνος λευκός με γελοίο μουστάκι που μπορούσε να παίξει μπάσκετ.
«Ο Earvin προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην άμυνά τους στο πρώτο ημίχρονο», λέει ο Donnelly και συνεχίζει «ο Jud μου είπε στο ημίχρονο “Κοίτα, πρέπει να εμποδίσουν τον Earvin να μπαίνει στο καλάθι και για αυτό ο προσωπικός σου αντίπαλος θα κλείνει προς τα μέσα για να τον μαρκάρει. Έτσι, θα μένεις ελεύθερος για να βάζεις τα σουτ”. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Απλά έμεινα στη γωνία και ευστοχούσα στα σουτ.
Ο Donnelly ευστόχησε σε τρία τρίποντα (πέτυχε συνολικά 15 πόντους) και βοήθησε το Michigan να προηγηθεί με 48-32. Και ενώ όλα ήταν τέλεια για το Michigan, 15:33 πριν το τέλος ο Kelser υπέπεσε στο τέταρτο φάουλ του. Μέχρι εκείνη την ώρα ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του με 13 πόντους και 7 ασσίστ. Άλλα αυτή τη στιγμή τα στατιστικά ήταν άχρηστα. Η Indiana είχε τώρα το πλεονέκτημα.
Με τον Kelser στον πάγκο, η άμυνα ζώνης 2-3 του Michigan έχασε τη δύναμή της και στην επίθεση δεν μπορούσε να απεγκλωβίσει τον Magic. Το αποτέλεσμα ήταν το σκορ να γίνει 52-46 δέκα λεπτά πριν το τέλος. Σε αυτό βοήθησαν τα δύο τρίποντα του Bird και το δυνατό παιχνίδι του Nicks. Η διαφορά θα είχε μειωθεί και άλλο, αν ο Bird και οι συμπαίκτες του ήταν πιο εύστοχοι στις βολές.
Βλέποντας το προβάδισμά του να μειώνεται συνεχώς, ο προπονητής του Michigan έβαλε ξανά τον Kelser στο παιχνίδι. Απέμεναν οκτώ λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα για τη λήξη. Ο ρυθμός του παιχνιδιού έπεσε μιας και οι Spartans ήθελαν απλά να ροκανίσουν το χρόνο. Τότε, με μόλις πέντε λεπτά για τη λήξη και την ομάδα τους να προηγείται με 57-50, οι Spartans ξαναπρόσφεραν θέαμα.
Ο Kelser περίμενε με την μπάλα στην αριστερή πλευρά της περιφέρειας. Ο Magic, που βρισκόταν στην κορυφή της ρακέτας, προσποιήθηκε ότι θα δεχόταν πάσα και άδειασε τον αντίπαλό του στρίβοντας απότομα το σώμα του. Πήρε την πάσα πάνω στα βήματα και κάρφωσε με δύναμη μπροστά στον Bob Heaton της Indiana. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι διαιτητές χρέωσαν και με αντιαθλητικό τον Heaton επειδή τράβηξε από τα πόδια των Magic. Ο Magic ευστόχησε και στις δύο βολές και έκανε το σκορ 61-50. Κάπου εδώ τελείωσαν όλα.
https://youtu.be/oHI880Hfut8?list=PLF61ABEBC99A9535A
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Kelser έφυγε στο ανοικτό γήπεδο και με ένα εντυπωσιακό κάρφωμα-ανεμόμυλος διαμόρφωσε το τελικό 75-64. Οι μαζορέτες όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο. Ο Magic, που με τους 24 πόντους, τα 7 ριμπάουντ και τις 5 ασσίστ ανακηρύχτηκε πολυτιμότερος παίχτης, έμεινε στο γήπεδο χαμογελώντας.
Και ο Bird; Είχε κάτσει σε μία γωνία και δεν σταματούσε να κλαίει. Μάλλον θα αναρωτιόταν πως γίνεται -στο πιο σημαντικό μέχρι τότε παιχνίδι της ζωής του- να έχει πετύχει μόλις 19 πόντους με 7/21 σουτ, να έχει κάνει 6 λάθη και να έχει μοιράσει μόνο 2 ασσίστ. Εκτός και αν έκλαιγε, επειδή είδε σε κάποιον καθρέφτη πόσο άσχημο είναι το μουστάκι του.
Η ζώνη 2-3 των Spartans είχε εγκλωβίσει πλήρως τον Bird. «Ήταν πολύ εκνευρισμένος μετά το παιχνίδι», λέει ο Vincent. Ζητούσε συνεχώς την μπάλα αλλά οι συμπαίκτες του δεν μπορούσαν να του τη δώσουν». Πριν το παιχνίδι ο Bird είχε πει «Χάσουμε κερδίσουμε δεν με απασχολεί ιδιαίτερα. Τα λεφτά μου θα τα πάρω ούτως ή άλλως».
Ο Hodges προσπάθησε να κρατήσει ψηλά το ηθικό των παιχτών του παρά την ήττα. «Ήμαστε πολύ άστοχοι και από τη γραμμή των βολών αλλά και μέσα στο καλάθι», είπε αργότερα ο προπονητής της Indiana. «Όταν παίζεις σε έναν τελικό, πρέπει να τα δίνεις όλα. Εμείς σήμερα δεν παίξαμε όπως έπρεπε».
Για να πούμε και την αλήθεια, δεν ήταν και το καλύτερο παιχνίδι, αν το συγκρίνουμε με άλλους τελικούς του κολεγιακού πρωταθλήματος εκείνης της περιόδου όπως το North Carolina-Georgetown το ‘82 (η «άφιξη» του Jordan, και η πάσα του Fred Brown στον James Worthy), το North Carolina State-Houston το ‘83 (ο Jim Valvano να τρέχει πάνω-κάτω μετά το χτύπημά του στον Phi Slama Jama) ή το Villanova-Georgetown το ‘85 (θυμάστε κάποιο άστοχο σουτ σε αυτό το παιχνίδι;). Αλλά τώρα ήταν η πρώτη φορά που οι παίχτες ήταν πιο σημαντικοί από τον ίδιο τον αγώνα. Τους περισσότερους από αυτούς που συντονίστηκαν στους δέκτες τους δεν τους ένοιαζε ποιος θα κέρδιζε. Ήθελαν απλά να δουν αυτούς τους δύο παίχτες να μάχονται για το τρόπαιο. Αυτή η κόντρα αποτέλεσε και μια νέα σελίδα δόξας για το κολεγιακό μπάσκετ.
«Το NCAA αρχίζει να αποκτά τη δημοσιότητα και το κύρος του Super Bowl», λέει ο Donnelly. «Φυσικά και όταν παίζαμε εμείς, ήταν πολύ δημοφιλές αλλά σε καμία περίπτωση όπως τώρα. Είναι πρωτοφανές. Και εννοείται ότι πρέπει να ευχαριστούμε αυτούς τους δύο τύπους για αυτό».
Ήταν ένα χρήσιμο μάθημα marketing και το NBA δεν το άφησε να πάει χαμένο. Ένα χρόνο αργότερα χρησιμοποίησε τον Magic και τον Bird ως το δέλεαρ που θα έφερνε κόσμο ξανά στα γήπεδα. Από εδώ και πέρα η στρατηγική του NBA θα εστίαζε στους παίχτες και όχι στις ομάδες. Και ενώ ο Magic και ο Bird θα συνέχιζαν τις επικές τους μάχες, που συνοδεύτηκαν συνολικά από 8 πρωταθλήματα και 5 τίτλους MVP, στο NBA, όλα άρχισαν από το Salt Lake City. Ρωτήστε και το φίλο μου, τον Bryant Gumbel.