Πολλά πράγματα έγιναν αυτό το διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση του προηγούμενου τεύχους μας μέχρι σήμερα. Πολλά πράγματα που αφορούσαν ένα ζήτημα για χάρη του οποίου ήρθαν κοντά (και όχι με καλή διάθεση) πολιτικοί χώροι και σύνδεσμοι οπαδών. Γήπεδο, λοιπόν. Γήπεδο στην έδρα της ομάδας, γήπεδο με κάθε κόστος, γήπεδο με εμπορικές χρήσεις, γήπεδο χωρίς εμπορικές χρήσεις, γήπεδο γενικά και αόριστα, γήπεδο με εγκαταστάσεις για τα ερασιτεχνικά τμήματα κτλ κτλ. Με αυτό ασχολούμαστε (ως ένα σημείο) σε αυτό το editorial. Με το ότι η κατασκευή ενός γηπέδου δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, μια ακίνδυνη υπόθεση. Θα επανέλθουμε σίγουρα.
Γήπεδο να ’ναι κι ό,τι να ’ναι
Στα δημοσιογραφικά και πολιτικά κλισέ, η έκφραση «άρτος και θεάματα» (η αναφορά δηλαδή στις ρωμαϊκές αρένες και τα ρωμαϊκά πανηγύρια) δίνει και παίρνει συχνά όταν η κουβέντα πηγαίνει στον αθλητισμό. Είναι επίσης γνωστό πια ότι το θέαμα, σε όλες του τις εκφάνσεις, αποτελεί κεντρική ιδεολογική συνθήκη του σύγχρονου πολιτισμού, του ύστερου καπιταλισμού δηλαδή, καθώς είναι το στοιχείο εκείνο που κινητοποιεί, διαμορφώνει και ενεργοποιεί το κοινωνικό φαντασιακό – και την πανταχού παρούσα κατανάλωση. Κλισέ είναι επίσης η αναφορά στα big events, τις τεραστίων διαστάσεων διοργανώσεις που φροντίζει να παρέχει στο πόπολο ο κα- πιταλισμός (για να πουλάνε προϊόντα και υπηρεσίες οι πολυεθνικές, υπερεθνικές, εθνικές, ακόμα και τοπικές επιχειρήσεις) και η αστική δημοκρατία (για να πουλάει το πολιτικό προσωπικό του κράτους και του κεφαλαίου εθνικό φρόνημα, πατριωτική ανάταση και αίγλη).
Στα εγχώρια, το τρίπτυχο είναι πασίγνωστο: Euro 2004, Ολυμπιακοί 2004, Ευρωμπάσκετ 2005 (και Eurovision την ίδια χρονιά, μην ξεχνιόμαστε) – η θριαμ- βεύουσα αστική δημοκρατία με τα μετάλλια στο στήθος. Κι ακόμα μεγαλύτερο κλισέ είναι η χρήση και κατάχρηση του αθλητισμού από δικτατορικά καθεστώτα για να εδραιωθούν στην εξουσία ή για να τη συντηρήσουν μέσα απ’ τις επιτυχίες εθνικών ομάδων (κλισέ εδώ το παράδειγμα του Βιντέλα στην Αργεντινή το 1978) ή ντόπιων συλλόγων (κλισέ, στα καθ’ ημάς, η χούντα των συνταγματαρχών και οι ευρωπαϊκές επιτυχίες σε μπάσκετ –ΑΕΚ 1968– και ποδόσφαιρο – ΠΑΟ 1971). Κάπου εδώ όμως σταματούν τα κλισέ και αρχίζει το new age, οι νέες πατέντες (και τα νέα ήθη) που έρχεται να κατακυρώσει ο 21ος αιώνας, και να κατοχυρώσει η «πρώτη φορά αριστερά» ή αλλιώς κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Οι πρώτες ενδείξεις είχαν φανεί πριν την «αλλαγή» του 2015. Στις δημοτικές εκλογές του 2014, στον δήμο του Πειραιά συγκρούονται ο Μαρινάκης με τον Μελισσανίδη, μέσω «μπροστινών» και διακύβευμα το λιμάνι το ίδιο (και τα τεράστια συμφέροντα που συγκροτούνται γύρω του). Η καρικατούρα του μπερλουσκονισμού στην Ελλάδα έχει σαν αποτέλεσμα ο πασοκογενής Μώραλης να κερδίζει τον δήμο, με δημοτικό σύμβουλο τον Μαρινάκη, και προφανή υποστήριξη από μεγάλο μέρος της ερυθρόλευκης κερκίδας. Ο παραλογισμός εκείνης της περιόδου είδε να ερίζουν για τον δήμο δύο φιλαράκια του (τότε πρωθυπουργού) Σαμαρά (ο οποίος έκανε, λεγόταν στα media, και προσωπικές παρεμβάσεις για να πέσουν οι τόνοι μεταξύ των δύο επιχειρηματιών, αφού «όλοι στο ίδιο καράβι αρμενίζουμε», στο γαλάζιο καραβάκι της δεξιάς, δηλαδή), με την προεκλογική εκστρατεία να ποδοσφαιροποιείται και τους οπαδούς να υποστηρίζουν τον «πολιτικό» (δηλαδή τον επιχειρηματία) που είχε σχέση με την ομάδα τους. Κάπως έτσι πάει στον αγύριστο και η πολιτική και το ποδόσφαιρο και οι ομάδες, αλλά αυτά είναι «ψιλά γράμματα» φυσικά…
Και ερχόμαστε στην αρι- στερή διακυβέρνηση, της β΄ περιόδου, βοήθειά μας. Και εδώ τα κλισέ πάνε περίπατο. Γιατί, για πρώτη φορά, μια κυβέρνηση (και μάλιστα «αριστερή», κατά δήλωσή της) ανάγει σε κεντρική πολιτική γραμμή, σε γενική ιδεολογία και πολιτική στόχευση το χάιδεμα των αυτιών μεγάλων (οπαδικών) ακροατηρίων και την ικανοποίηση των μεγάλων παιχτών που διαφεντεύουν τις ομάδες αυτών των ακροατηρίων. Δεν μιλάμε δηλαδή για τις χαριστικές διατάξεις νόμων που έσωναν παραπαίουσες ομάδες από χρέη και άλλα βάρη, τέρποντας συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες (των εμπνευστών τους), όπως παλαιότερα – όπως ανέκαθεν (βλ. νόμους Βενιζέλου και Ορφανού για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης). Μιλάμε για κεντρικές στρατηγικές και υποσχέσεις που πατάνε πάνω στα όνειρα, τις μυθολογίες και τις επιθυμίες ενός χειμαζόμενου λαού, που είναι προτιμότερο να ασχολείται με γήπεδα, πρωταθλήματα, αθλητικά δικαστήρια, ριπλέι, παράγκες και βεζίρηδες, παρά με τα πραγματικά προβλήματα και τα αληθινά ζητήματα που διαχειρίζεται και υλοποιεί με μαεστρία (κατά τα επιταγάς του κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου) η «αριστερή κυβέρνηση».
Έτσι, διαμορφώνεται το πλαίσιο, όπου αυτή η ίδια η «αριστερή κυβέρνηση» (όρος, που, προφανώς, αποτελεί διπλό ψεύδος, μιας και δεν είναι ούτε «αριστερή» ούτε «κυβέρνηση») συνομιλεί, συναγελάζεται και συνεργάζεται με γκάνγκστερ (του κεφαλαίου) για να κρατάει το πόπολο (που, δυστυχώς, εξαιτίας της λατρείας για την ομάδα του, ταυτίζεται με τα «επιχειρηματικά» συμφέροντα των αφεντικών) ευχαριστημένο και πειθήνιο, τα ψηφαλάκια μετρημένα και μπετοναρισμένα και τη δημόσια συζήτηση στα μέτρα της.
Έχουμε και λέμε:
(α) Γήπεδο στη Ν. Φιλαδέλφεια: ένα ιστορικό αίτημα μιας ιστορικής ομάδας και μιας ιστορικής πόλης. Τι κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διατεθεί δημόσιο χρήμα, να περαστούν φωτογραφικοί νόμοι, να γίνει η πόλη ανάστα, να στοχοποιηθούν πολιτικοί χώροι, διαφωνούντες, ακόμα και οπαδοί, να γίνουν δημόσιες επικύψεις και τσιριμόνιες μπροστά στον Μελισσανίδη και τα επιχειρηματικά συμφέροντά του (στον κολλητό του Σαμαρά, μην ξεχνιέστε). Το πόπολο να είναι ευχαριστημένο…
(β) Γήπεδο για τον ΠΑΟ: ένα ιστορικό αίτημα μιας ιστορικής ομάδας. Τι κι αν, για να φανεί η κυβερνητική «βούληση», πρέπει ο πρωθυπουργός να αποδείξει ότι έχει πλάνο και ότι φέρεται ισότιμα και στον Αλαφούζο; Τι κι αν το μόνο που έχει κάνει η κυβέρνηση είναι να μοιράζει υποσχέσεις –σαν καθρεφτάκια στους ιθαγενείς– και τίποτα παραπάνω; Ο πρωθυπουργός επαναλάμβανε, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές (25 Μαΐου) ότι, μέχρι το 2021, ο Παναθηναϊκός θα έχει αθλητικό κέντρο για όλα τα τμήματά του (ξέρουμε τι σημαίνει αυτό: η μπάλα να είναι καλά και όλοι οι άλλοι να πα’ να γαμηθούν). Στο Γουδή άλλωστε δεν πετάνε κορμοράνοι. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει και το εναλλακτικό σχέδιο του «μέγα χορηγού» φαρμάκων του ελληνικού κράτους για να γίνει ολόκληρο το ΟΑΚΑ «πράσινη πολιτεία». Επί του πρακτέου, πάντως, τσιμουδιά…
(γ) Ο Ιβάν Σαββίδης (άλλος άνθρωπος του Σαμαρά, απ’ τον οποίο πήρε κοψοχρονιά και τα φιλέτα της Θεσσαλονίκης) ανάγεται σε νέο «εθνικό ευεργέτη», κήρυκα της εξυγίανσης του αθλητισμού, των media και της «πολιτικής ζωής» (τα κάνει όλα και συμφέρει), που για τα μάτια του σφάζονται παλικάρια (και ανταλλάσσουν οπαδικά τουίτ μεταξύ τους) και προσκυνούν υπουργοί, υφυπουργοί και άλλοι παρατρεχάμενοι, που, με μια ολόκληρη πόλη πίσω του, ετοιμάζεται να κατέβει, σαν άλλος Μεγαλέξανδρος, στην Αθήνα και να μας «σώσει» όλους, αφού πρώτα «έσωσε» τον ΠΑΟΚ και απέδειξε ότι ξέρει από «σωτηρίες»…
(δ) Στο μπάσκετ, τα πράγματα μοιάζουν ακόμα πιο ρόδινα για τα αφεντικά των ομάδων. Με τη χαρακτηριστική της έφεση στο transition παιχνίδι, η κυβέρνηση σπεύδει ταχέως να παραδώσει απλόχερα και τυλιγμένα σε συσκευασία δώρου το ΣΕΦ και το κλειστό του ΟΑΚΑ σε ΟΣΦΠ και ΠΑΟ. Και για να μη μείνει κανείς παραπονεμένος, σκέφτεται, λέει, να μετατραπεί το ανοιχτό γήπεδο αντισφαίρισης του ΟΑΚΑ σε κλειστό γήπεδο μπάσκετ για λογαριασμό της ΑΕΚ. Προφανώς, πρόκειται για τη λεγόμενη «διαχείριση, ανάπτυξη, εκμετάλλευση και αξιοποίηση της ιδιωτικής
περιουσίας του δημοσίου».
Η συζήτηση δεν αγγίζει ποτέ τα πραγματικά θέματα, προφανώς γιατί αυτά είναι δύσκολα και βαθιά πολιτικά, και τα «αγκάθια» εξοβελίζονται από την κεντρική σκηνή με το στίγμα και το ανάθεμα της ανεδαφικότητας, του ρομαντισμού, ει μη και του παρωχημένου. Η ομερτά δεν αφήνει καν να τεθούν ζητήματα, όπως το «Τι αθλητισμό θέλουμε;», «Τι γήπεδα θέλουμε;» «Τι οπαδούς θέλουμε;» Μήπως σας θυμίζει την εποχή της «εθνικής ομοψυχίας» του 2004; Δίκιο έχετε. Το HUMBA! το 2004 δεν υπήρχε, αλλά σήμερα είναι εδώ και από ομερτά δεν καταλαβαίνει. Τα ερωτήματα λοιπόν και θα τεθούν και θα απαντηθούν, προσεχώς.