Στο 9ο τεύχος μας είχαμε κάνει ένα αφιέρωμα με τίτλο “Γιουγκοσλαβικός αθλητισμός και εμφύλιος πόλεμος”. Είχαμε συμπεριλάβει κείμενα σχετικά με τη σύνδεση των σπορ και κυρίως του ποδοσφαίρου με τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα αρχές του 1990 μέχρι και την έναρξη των πολέμων και τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Ενα από αυτά τα κείμενα ήταν του καλού μας συνεργάτη Άθω Δημουλά που έγραψε ένα κείμενο για έναν αγώνα στην ακόμα ενιαία τότε Γιουγκοσλαβία μεταξύ της Δυναμό Ζαγκρεμπ και Ερυθρού Αστέρα. Έναν αγώνα που έχει μείνει στην ιστορία ως η τελική αφορμή για την έναρξη του εμφυλίου στην άλλοτε περήφανη ομοσπανδία του Τίτο. 13 Μαιου 1990, 24 χρόνια πριν: διακοπή του αγώνα πριν καν ξεκινήσει, κλωτσιές, επεισόδια εντός αγωνιστικού χώρου και στις κερκίδες. 24 χρόνια μετά με αφορμή ένα τηλεκατευθυνόμενο αεροπλανάκι και μια σημαία που πλησίαζε απειλητικά το γήπεδο, είχαμε πάλι επεισόδια (αυτή τη φορά 40 λεπτά μετά την έναρξη), κλωτσιές, εισβολή οπαδών στον αγωνιστικό χώρο, εθνικιστικές κραυγες από κάθε μπάντα και μια τεράστια αγώνια μη τυχόν ξαναδούμε το ίδιο…βαλκανικό έργο. Ας ελπίσουμε πώς όχι, αν και η περιοχή ήταν είναι και θα είναι πάντα έτοιμη να εκραγεί, είτε με αφορμή έναν ποδοσφαιρικό αγώνα είτε κάτι πολύ σοβαρότερο… Ακουλουθεί το κείμενο του Άθω Δημουλά
Πώς μια κλωτσιά του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν σε έναν αστυνομικό σήμανε το τέλος του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου και την αρχή του πολέμου.
Ευφυής, αρχοντικός, περήφανος. Μούσι, μάτι που γυαλίζει, άλλοτε τραχύς και σκληρός κι άλλοτε επιδέξιος και ντελικάτος. Μια ελκυστική φυσιογνωμία στον χώρο του κέντρου, ένας σταρ περισσότερο τύπου Σόκρατες, παρά Κριστιάνο Ρονάλντο. Μια λέξη ίσως τον χαρακτηρίζει καλύτερα μετά από όλα τα χρόνια που πέρασε παίζοντας μπάλα στα ευρωπαϊκά γήπεδα: μάγκας. Ένας απ’ τους ποιοτικότερους ποδοσφαιριστές της γενιάς του, ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν. Μέλος της Κροατίας του ’98 που έφτασε μια ανάσα απ’ τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και βασικός στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στην Αθήνα το ’94, όταν κατέκτησε το τρόπαιο με τη φανέλα της Μίλαν. Νωρίτερα βέβαια, στα 22 του, ο Μπόμπαν ήταν αυτός που «ξέθαψε», έστω και συμβολικά, «το τσεκούρι του πολέμου» ανάμεσα σε Σέρβους και Κροάτες, παραμονές του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, στο ιστορικό παιχνίδι της 13ης Μαΐου του 1990, όταν η Ντινάμο Ζάγκρεμπ φιλοξένησε τον Ερυθρό Αστέρα.
Το CNN κατέταξε αργότερα το παιχνίδι ως πρώτο στη λίστα με τα ματς που άλλαξαν τον κόσμο, καθώς εκείνη τη μέρα, στο Μαξιμίρ του Ζάγκρεμπ, σημειώθηκε η πρώτη επίσημη εχθροπραξία ανάμεσα στους δυο λαούς. Ήταν ένα παιχνίδι για το γιουγκοσλάβικο πρωτάθλημα, ένα ντέρμπι κορυφής, με τις δυο ομάδες να βρίσκονται στις δυο πρώτες θέσεις της βαθμολογίας. Αν συνυπολογίσουμε όμως την ημερομηνία διεξαγωγής του αγώνα και την προέλευση των δυο ομάδων, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι εκείνη τη μέρα στην πρωτεύουσα της Κροατίας το ποδόσφαιρο ήταν μάλλον δευτερεύον. Άλλωστε, ο αγώνας γινόταν λίγες μέρες μετά από τις κροατικές εκλογές, στις οποίες είχε κερδίσει η Κροατική Δημοκρατική Ένωση που ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας. Το ίδιο είχε συμβεί και στη Σλοβενία και είχε ήδη, εκείνη τη μέρα, δημιουργηθεί ένας ξεκάθαρος πόλος κατά της Σερβίας του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Δεν ήταν βέβαια κανένα φοβερό μυστικό, καθώς οι εθνικιστικές τάσεις και των δυο πλευρών είχαν κορυφωθεί στις αρχές της δεκαετίας και απ’ τις δυο πλευρές και το ποδόσφαιρο ήταν, όπως συνήθως είναι, ένα ιδανικό μέσο έκφρασης.
Η μάχη του Μαξιμίρ
Εκτός απ’ τους οπαδούς των γηπεδούχων, στην εξέδρα του Μαξιμίρ βρίσκονταν και 3.000 οπαδοί του Αστέρα, στρατολογημένοι απ’ τον διαβόητο Ζέλικο Ραζνάντοβιτς «Αρκάν», καταζητούμενο απ’ την Ιντερπόλ και (όπως λέγεται) διορισμένο μέσω Μιλόσεβιτς στη θέση του αρχηγού των «Ηρώων», όπως ονομάζονταν οι φανατικοί οπαδοί του Αστέρα. Ουσιαστικά, το παιχνίδι δεν ξεκίνησε ποτέ, με τους παίκτες του Αστέρα να εξαφανίζονται στα αποδυτήρια, μαζί με κάποιους της Ντινάμο. Κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Μπόμπαν, παρέμειναν στον αγωνιστικό χώρο όπου είχε αρχίσει να μεταφέρεται ο αρχικός καρεκλοπόλεμος της κερκίδας. Στο γήπεδο πλέον υπήρχαν και πολυάριθμες αστυνομικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να περιορίσουν την επαφή των δυο πλευρών, καταλήγοντας να κυνηγάνε τους «Bad Blue Boys», τους οπαδούς της Ντινάμο, οι οποίοι, σαφώς περισσότεροι, ήταν αυτοί που κυρίως κυκλοφορούσαν στον αγωνιστικό χώρο. Και εκεί είναι που μπαίνει στο παιχνίδι ο Μπόμπαν. Εντοπίζει έναν αστυνομικό που προσπαθεί να συλλάβει έναν οπαδό της ομάδας του και αποφασίζει να δράσει. Του επιτίθεται, κλωτσώντας τον με φόρα, πριν απομακρυνθεί μέσα στο πλήθος. Συνολικά 60 άνθρωποι σοβαρά τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα νοσοκομεία της πόλης στη συνέχεια της νύχτας.
Η διαβόητη κλωτσιά πήρε τεράστιες διαστάσεις και στοίχισε στον Μπόμπαν εξάμηνο αποκλεισμό από κάθε επίσημη διοργάνωση και κατά συνέπεια του στέρησε τη συμμετοχή στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας λίγες μέρες αργότερα. Ταυτόχρονα, όμως, έγινε ένας εθνικός ήρωας. Έχουμε δει περιπτώσεις στο ποδόσφαιρο (και όχι μόνο) όπου κάποιος ηρωοποιείται με πολύ πιο ασήμαντες αφορμές. Εν προκειμένω, στο πρόσωπο του αστυνομικού, οι Κροάτες είδαν το κατεστημένο, όχι όμως κοινωνικά, αλλά εθνικά, το καταπιεστικό όραμα της μεγάλης Σερβίας. Στο πρόσωπο του Μπόμπαν είδαν έναν αποφασισμένο επαναστάτη. Η κλωτσιά ήταν μια πολιτική τοποθέτηση, ένα σύνθημα εξέγερσης, η πρώτη πράξη του κροατικού πολέμου για την ανεξαρτησία. Καθ’ υπερβολή, λέγεται ότι η κλωτσιά του Μπόμπαν ήταν η τελευταία σταγόνα σε ένα ποτήρι έτοιμο να ξεχειλίσει. Άλλωστε, ο Μπόμπαν δεν έπραξε εν βρασμώ ψυχής. Ήξερε τι έκανε. «Ήμουν εκεί, μια δημόσια φιγούρα, έτοιμος να ρισκάρω τη ζωή μου, την καριέρα μου, οτιδήποτε θα μπορούσε να μου προσφέρει η φήμη μου, για χάρη ενός ιδανικού, ενός σκοπού, για χάρη της Κροατίας», δήλωσε αργότερα.
Μια χαμένη γενιά
Για την ιστορία να πούμε ότι με τη φανέλα της Ντινάμο αγωνίζονταν τότε, πέραν του Μπόμπαν, ο Νταβόρ Σούκερ, ο Ντράζεν Λάντιτς και ο Ζβόνιμιρ Σόλντο, παίκτες που αργότερα έγιναν γνωστοί με τη φανέλα της εθνικής Κροατίας. Αντίστοιχα, στον Ερυθρό Αστέρα αγωνιζόταν ο Ντράγκαν Στοΐκοβιτς, ο Ράφικ Σαμπανάτζοβιτς, ο Ντέγιαν Σαβίσεβιτς αλλά και ο Κροάτης Ρόμπερτ Προσινέτσκι, σημερινός προπονητής της ομάδας του Βελιγραδίου.
Η επόμενη μέρα τον βρήκε στο Μιλάνο, όπου φόρεσε για έντεκα χρόνια τη φανέλα της Μίλαν, απολαμβάνοντας (για να παραφράσουμε τα λόγια του ίδιου) μια σπουδαία καριέρα, τη ζωή του και οτιδήποτε μπόρεσε η φήμη του να του προσφέρει. Αργότερα επέστρεψε στο Ζάγκρεμπ, σπούδασε ιστορία, ξεκίνησε μια δημοσιογραφική καριέρα, αρθρογραφώντας στην Gazzetta dello sport και σχολιάζοντας στην κροατική τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Ξεκαθάρισε από νωρίς ότι δεν θα γίνει ποτέ προπονητής και άνοιξε κι ένα μπαρ – θα το βρείτε στην κροατική πρωτεύουσα με το όνομα «Boban». Η ομάδα του, η Ντινάμο, μετά από το επεισοδιακό παιχνίδι του Μαξιμίρ τερμάτισε δεύτερη στο πρωτάθλημα, που ήταν και το τελευταίο στο οποίο συμμετείχαν ομάδες της Κροατίας και της Σλοβενίας. Πρώτος ήταν ο Ερυθρός Αστέρας που κέρδισε μια θέση στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της επόμενης σεζόν, το οποίο και κατέκτησε, στον τελικό του Μπάρι, νικώντας στα πέναλτι την Ολιμπίκ Μαρσέιγ.
Όσο για την επόμενη μέρα της Γιουγκοσλαβίας είναι γνωστή. Ο πόλεμος διέλυσε τα πάντα και άφησε πίσω συντρίμμια, άσβηστες έχθρες και πολλούς μύθους. Ένας από αυτούς είναι ο Μπόμπαν. Ένας άλλος είναι το ίδιο το ποδόσφαιρο της Γιουγκοσλαβίας. Σ’ ένα άρθρο του στον Guardian, ο βρετανός δημοσιογράφος Τζόναθαν Γουίλσον χαρακτηρίζει την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας που τελικά δεν αγωνίστηκε, λόγω του πολέμου, στο Euro του ’92, ως την «καλύτερη ομάδα που δεν υπήρξε ποτέ». Αναρωτιέται τι θα γινόταν αν όλοι αυτοί οι γιουγκοσλάβοι ποδοσφαιριστές, που έφταναν τότε σε μια πρώτη αγωνιστική ωρίμανση, είχαν τη δυνατότητα να αγωνιστούν όλοι μαζί. Και επειδή η ζωή είναι σκληρή, ο Μπόμπαν και οι άλλοι είδαν την Δανία να παίρνει τη θέση τους και να κατακτά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Αλλά αυτό, τελικά, ήταν το λιγότερο από όσα είδαν και έζησαν οι ίδιοι, οι οικογένειές τους και οι συμπατριώτες τους τα επόμενα χρόνια.