(Δημοσιεύτηκε στο ένατο τεύχος του HUMBA!)
Τι κοινό έχει ένας αθλητικός συντάκτης που πάει για επαγγελματικό ταξίδι στην Αργεντινή και συναντάει έναν άστεγο, ένας ψυχίατρος που χάνεται στους δρόμους της Νέας Φιλαδέλφειας ψάχνοντας το γήπεδο της ΑΕΚ, και μια πρώην χαντμπολίστρια από τη Λιθουανία που παρακολουθεί αδιάφορη το γιο της να σκοράρει στο τελευταίο δευτερόλεπτο το πιο καθοριστικό τρίποντο σε έναν αγώνα για την Ευρωλίγκα;
Τις πιο ωραίες ιστορίες γύρω από το ποδόσφαιρο τις έχουμε πει, τις έχουμε ακούσει και τις έχουμε μεταφέρει στα πιο ασυνήθιστα μέρη, συντροφιά με τους πιο ασυνήθιστους ανθρώπους. Εκεί που δεν το περιμένεις, συζητώντας για θέματα της καθημερινότητας θα δοθεί η ευκαιρία και θα αρχίσουν οι ιστορίες για το ποδόσφαιρο. Παιχνίδια του παρελθόντος, φάσεις χαραγμένες στο μυαλό, παίχτες-ήρωες που αποκτούν στο μυαλό μας μυθικές διαστάσεις, περιστατικά της κερκίδας που τα σκεφτόμαστε και ακόμα γελάμε, και φυσικά ιστορίες που με το πέρασμα των χρόνων αμφισβητείται η εγκυρότητά τους. Αλλά μας αρέσει να τις ακούμε, να τις μοιραζόμαστε, να φροντίζουμε για τη διαιώνισή τους. Όταν μιλάμε για ποδοσφαιρικές ιστορίες, όπου το πάθος ξεχειλίζει και οι αναμνήσεις ξυπνάνε, δεν μετράει ποιος ή ποιοι είναι απέναντί μας, ποιοι είναι οι συνομιλητές μας. Αρκεί που μοιραζόμαστε ιστορίες. Όπως στο Μπουένος Άιρες, όπου ο ήρωας του πρώτου από τα τρία διηγήματα του βιβλίου Χωρίς κασκόλ, αθλητικός συντάκτης, συναντάει έναν άστεγο της πόλης, κάθεται μαζί του πίνοντας μπίρες και τον ακούει να λέει ιστορίες για τις εμφανίσεις της εθνικής Αργεντινής στο Μουντιάλ του ’78 και του Μεξικό το ’86 – και φυσικά για το πολιτικό παρασκήνιο των αγώνων και της πορείας της Αργεντινής μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου. Και τον γειώνει ο έλληνας αθλητικός συντάκτης στην ελληνική πραγματικότητα λέγοντάς του για έναν επικό αγώνα της Τούμπας, της παλιάς καλής Τούμπας, σε παιχνίδι του ΠΑΟΚ με τον Παναθηναϊκό, αρχές του 80: γήπεδο-καζάνι που βράζει, μίσος εναντίον των «χαμουτζήδων», απειλές εναντίον όσων ήταν ή φαίνονταν ότι ήταν από την Αθήνα, παιχνίδι για γερά νεύρα και απρόσμενη νίκη του Παναθηναϊκού στην πιο καυτή έδρα της περιόδου εκείνης… Ιστορίες τόσο διαφορετικές όσο απέχει η αίγλη των Μουντιάλ από το ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά με ένα κοινό: το πάθος για το ποδόσφαιρο και τις συγκινήσεις που αυτό μπορεί να προσφέρει την ίδια χρονική στιγμή σε χιλιάδες και εκατομμύρια κόσμο.
Εκείνη την περίοδο, που η Τούμπα ήταν έδρα κόλαση, κυρίως για τις αθηναϊκές ομάδες, στη Νέα Φιλαδέλφεια κατασκευαζόταν η περίφημη σκεπαστή εξέδρα που έγινε σημείο αναφοράς στην νεώτερη ελληνική οπαδική ιστορία. Ένα γήπεδο-σύμβολο για την ευρύτερη περιοχή που αποτέλεσε τόπο εκδήλωσης απίστευτων συναισθημάτων από γενιές και γενιές, ένα γήπεδο στο όποιο έχουν αγωνιστεί παίκτες τρομακτικής αξίας, ένα γήπεδο που έχουν επισκεφτεί χιλιάδες οπαδοί σαν φιλοξενούμενοι, ένα γήπεδο που η απώλειά του σημαίνει το κόψιμο του ομφάλιου λώρου μεταξύ των φιλάθλων και της ιστορίας του συλλόγου. Που η απώλειά του σημαίνει την καταστροφή των γηπεδικών παθών του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Ο ψυχίατρος Αγης Γονατάς περιπλανάται στην περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας, κοντοστέκεται έξω από την αλάνα πλέον του γηπέδου της ΑΕΚ και φέρνει στο μυαλό του ένα παιχνίδι της δεκαετίας του ’80 μεταξύ της ΑΕΚ και του Παναθηναϊκού. Ένα παιχνίδι με εντάσεις, επεισόδια μεταξύ των οπαδών, διακοπή, επεισοδιακή εξέλιξη και ανατροπή στο σκορ. Ένα παιχνίδι που είναι σαν να το έχει σβήσει ο χρόνος, αυτό και τόσα άλλα, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει πλέον ο τόπος, τα ντουβάρια, τα τσιμέντα, το χορτάρι, τα γκολπόστ, τα αποδυτήρια, τίποτα…
Στην τρίτη ιστορία η μητέρα του Σάρας, μπασκετμπολίστα του Παναθηναϊκού, αναπολεί την περίοδο της αγωνιστικής καριέρας της, όταν έπαιζε χάντμπολ, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν έμεινε έγκυος στην ακμή της καριέρας της και έπρεπε να αποφασίσει αν θα κρατήσει το παιδί, αφήνοντας έτσι το άθλημα που αγαπούσε, ή αν θα αποφάσιζε να κάνει έκτρωση προκειμένου να συνεχίσει τη λαμπρή καριέρα της στο χώρο του αθλητισμού. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Ο προπονητής της ήταν κάθετος: «Σκέψου την πατρίδα, το χρέος ως αθλήτρια προς την πατρίδα». Ήταν η κουβέντα που την έκανε να πάρει τη σωστή απόφαση για εκείνην. Σκέψεις που περνάνε από το μυαλό της βλέποντας την επιτυχία που έχει ο γιος της στο χώρο του μπάσκετ. Βλέποντας πώς μπορεί να θυσιάστηκε για το παιδί της τότε, αλλά σήμερα απολαμβάνει ένα ταλέντο μέσα στο παρκέ. Αλλά βλέποντας και τον κόσμο να τον ηρωοποιεί, να φωνάζει το όνομά του και να τον αποθεώνει, κάτι που αυτή ξέρει και κανείς άλλος στην κερκίδα, την κάνει να κοιτάει όλο το πλήθος με ένα κρυφό, ειρωνικό χαμόγελο…
Τρία διηγήματα, μικρά και βιωματικά, που τα συνδέει το νήμα των παθών και των έντονων συναισθημάτων που γεννάει ο αθλητισμός σε παίκτες, φιλάθλους και όσους εμπλέκονται με αυτόν…