Όπως λογικά θα έχετε παρατηρήσει, τουλάχιστον όσοι είστε σταθεροί αναγνώστες του περιοδικού, σε αυτήν εδώ τη σελίδα, το λεγόμενο editorial, καταπιανόμαστε με θέματα περισσότερο πολιτικά και κοινωνικά, παρά αμιγώς αθλητικά. Δεν μας αρέσει ο διαχωρισμός φυσικά, και για αυτό το λόγο το περιοδικό έχει τον χαρακτήρα που έχει. Και έναν υπότιτλο με μικρά μικρά γραμματάκια αλλά τόσο ουσιαστικό: για το κοινωνικό και πολιτικό νόημα των σπορ, την εμπειρία του γηπέδου και την οπαδική κουλτούρα.
Πολλές φορές όμως και επειδή ζούμε, δουλεύουμε, κινούμαστε και αναπνέουμε σε αυτήν την πόλη και σε αυτήν την χώρα, δεν γυρνάμε την πλάτη σε γεγονότα που αξιολογούμε ως σημαντικά. Σε γεγονότα και καταστάσεις που ξεφεύγουν από το «αντικείμενό» μας αλλά δεν γίνεται να μην αναφερθούμε. Και αν ο καθένας από εμάς, έτσι και αλλιώς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, «έξω από το περιοδικό» καταπιάνεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με ζητήματα πολιτικά συμμετέχοντας σε δομές ή πρωτοβουλίες του ευρύτερου ριζοσπαστικού χώρου, είναι φορές που θέλουμε να βγει και από αυτό το περιοδικό ένα πολιτικό στίγμα. Μια δήλωση. Μια άποψη.
Πολλές φορές επίσης, πράγμα που μεταξύ μας είναι σαν συνθήκη, όταν ετοιμάζουμε το νέο τεύχος και συζητάμε την ύλη, τα πρακτικά προβλήματα, τα θέματά μας, το τι θα γράψουμε σε αυτήν εδώ τη σελίδα (που είναι ως γνωστόν και η μόνη σελίδα που συναποφασίζεται και συνυπογράφεται) κάτι ιδιαίτερα σημαντικό συμβαίνει στον «έξω κόσμο». Και δεν γίνεται να μας αφήσει ανεπηρέαστους.
Έτσι και σε αυτό το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας. Αρχές Δεκεμβρίου συζητούσαμε για αυτό εν μέσω μιας ευρείας αστυνομικής επιχείρησης για την «κάθαρση» των Εξαρχείων και των καταλήψεων. Τέτοια περίοδο, πριν εφτά χρόνια, Δεκέμβρη του 2012, ήταν που ένα ακόμα πογκρόμ εναντίον «εστιών ανομίας» όπως χαρακτηριστικά περιγράφονταν τότε οι καταλήψεις, είχε σαν αποτέλεσμα την εκκένωση της ιστορικής κατάληψης της Villa Amalias. Για όσους αρέσκονται σε αριθμούς και επετείους, την στιγμή που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα κλείνουν 30 χρόνια από την κατάληψη του κτιρίου στη γωνία Αχαρνών και Χέϋδεν. Τότε λοιπόν, τον Δεκέμβρη και τον Γενάρη του 2013/14 σε πολλές κερκίδες ανέβηκαν πανό αλληλεγγύης στις καταλήψεις και εναντίον της τότε αστυνομικής καταστολής. Πανό με συνθήματα όπως «Κάτω τα ξερά σας από τις καταλήψεις», «Εστίες ανομίας είναι η βουλή και τα τμήματα της αστυνομίας», «Αλληλεγγύη σε όλες τις καταλήψεις», «Εμπρός να σπείρουμε νησίδες ανομίας, ποτέ σας δεν θα πάρετε την Villa Amalias», «10-100-χιλιάδες καταλήψεις».
Εφτά χρόνια μετά ένα ακόμα καλά οργανωμένο σχέδιο της ελληνικής αστυνομίας για την εκκένωση των καταλήψεων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ξεκίνησε από τις καταλήψεις στις οποίες διέμεναν πρόσφυγες και μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας και ύστερα σε καταλήψεις στέγης και καταλήψεις με πολιτικά χαρακτηριστικά. Το σχέδιο είναι σε εξέλιξη. Ο σερίφης Χρυσοχοϊδης, δρώντας ως εντολοδόχος πάγιων αξιώσεων του ελληνικού κράτους, έχει βάλει στόχο ζωής: να εκκενωθούν όλα τα υπό κατάληψη κτίρια. Στην Αθήνα και σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Μπορεί το γραφείο τύπου να κήρυξε προσωρινή αναστολή του σχεδίου αλλά θα επανέλθει. Με οποιονδήποτε τρόπο. Ή με τον καλό ή με τον κακό. Ή με τον καλό μπάτσο ή με τον κακό μπάτσο. Τις έχουμε δει μέχρι στιγμής και τις δύο εκδοχές. Μια πόλη «καθαρή» για το κράτος και την αστυνομία του σημαίνει μια πόλη που τίποτα και κανείς δεν διαταράσσει την κανονικότητα: ανάπλαση γειτονιών προς όφελος του χρήματος και φυσικά των ιδιοκτητών και των ακινήτων τους, τουριστικοποίηση, χιπστεροποίηση ολόκληρων γειτονιών, ελεύθερη κυκλοφορία του εμπορεύματος, ξεσπίτωμα ανθρώπων και οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν τις παράλογες απαιτήσεις των ιδιοκτητών.
Από την άλλη μεριά, οι καταλήψεις είναι μέρος μιας κουλτούρας τελείως διαφορετικής, αντίθετης, ενοχλητικής: οικειοποίηση χώρων που αλλιώς θα σάπιζαν, ατελείωτη προσωπική εργασία, συλλογική ζωή, καθημερινότητα έξω από τις νόρμες, αυτοοργάνωση, κριτική στο υπάρχον, διακίνηση ριζοσπαστικών ιδεών, ένας άλλος πολιτισμός με φανζίν, συναυλίες, εκδηλώσεις, συζητήσεις, εκθέσεις που στήνονται χωρίς φράγκα, χωρίς χορηγούς, χωρίς διαφημίσεις, χωρίς ιεραρχίες, χωρίς άκρες.
Τασσόμαστε σε αυτήν την πλευρά. Όχι μόνο γιατί αρκετοί από εμάς έχουμε άμεση ή έμμεση σχέση με την κουλτούρα των καταλήψεων ή γιατί και αυτό το περιοδικό θεωρούμε ότι είναι μέρος αυτής της ευρύτερης κουλτούρας του να «στήνεις κάτι από τα κάτω με τις δικές σου δυνάμεις». Υπερασπιζόμαστε στις καταλήψεις ως ένα κομμάτι στο παζλ του κοινωνικού ανταγωνισμού. Ως μέρος των κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Ως μια προσπάθεια για ένα κόσμο αλλιώς. Έναν κόσμο αλλιώς με έναν αθλητισμό αλλιώς, με μια κερκίδα αλλιώς. Γράφαμε στο πρώτο εντιτόριαλ αυτού του περιοδικού : love the game, respect the game, reclaim the game. Αλήθεια όμως, ν’ ανακαταλάβουμε το παιχνίδι χωρίς να ανακαταλάβουμε ολόκληρο τον κόσμο γίνεται; Δεν γίνεται…