Στο 11ο τεύχος του HUMBA ένα εξαιρετικό κείμενο του Alan Paul από το περιοδικό SLAM για έναν σπάνιο μπασκετμπολίστα και άνθρωπο…
Ο Γουίλτ Τσάμπερλεν κυριάρχησε στο παιχνίδι του μπάσκετ όσο κανένας πριν ή μετά από αυτόν.
Ήθελα να πάρω συνέντευξη απ’ τον Γουίλτ Τσάμπερλεν με τον χειρότερο τρόπο. Είχα πάρει δεκάδες φορές τηλέφωνο τον ατζέντη του, σε μια περίοδο αρκετών ετών. Του είχα στείλει δέματα γεμάτα με τεύχη του SLAMπερισσότερες από μία φορές. Όταν διάβασα το τέταρτο βιβλίο του, το ελαφρώς τρελούτσικο Ποιος διευθύνει το άσυλο; Στο εσωτερικό του παρανοϊκού κόσμου των σπορ σήμερα (Who’sRunningtheAsylum? InsidetheInsaneWorldofSportsToday), έπεσα στα πόδια του υπεύθυνου δημοσίων σχέσεων του εκδότη για να μου κανονίσει κάτι. Αυτός μου είπε ότι κάτι θα έκανε, και είχα μείνει με την ελπίδα για κάμποσες εβδομάδες. Κάποια στιγμή, μου είπαν ότι θα κλεινόταν η συνέντευξη, και άρχισα να ετοιμάζω ερωτήσεις – αλλά τίποτα δεν έγινε, ποτέ. Μέχρι που τράβηξα τους παππούδες μου, 90τόσο χρονών, στο εστιατόριο της «Μεγάλης Άρκτου» (όπως ήταν ένα από τα παρατσούκλια του) στο Μπόκα Ρατόν της Φλόριντα, ψάχνοντας για τον εξαφανισμένο ιδιοκτήτη του, μόνο και μόνο για να μάθω απ’ τον μπάρμαν ότι ο Γουίλτ περνάει από εκεί «δυο-τρεις φορές τον χρόνο».
Τώρα, ο Γουίλτ έφυγε πολύ πριν έρθει η ώρα του: πέθανε στα 63 του [από καρδιακή προσβολή, στις 12 Οκτωβρίου 1999 – Σ. τ. Μ.], και το SLAM δεν πρόλαβε ποτέ να κάνει μια κανονική συνέντευξη με τον μεγαλύτερο όλων των ψηλών. Είναι κρίμα κι άδικο. Και το χειρότερο είναι, Γουίλτ, ότι το μόνο που θέλαμε είναι να σου πούμε ότι σ’ αγαπάμε. Είπες μια φορά: «Κανείς δεν αγαπάει τον Γολιάθ», αλλά δεν είναι αλήθεια. Εμείς σ’ αγαπούσαμε. Θέλαμε να σε λούσουμε με εγκώμια, να πέσουμε ενδεείς στα γόνατα, να σε προσκυνήσουμε σαν τον Θεό του μπάσκετ που ήσουν. Καιαυτόθακάνουμε. Μόνοπουόλαφαίνονταιλάθος. Θαέπρεπεναείναιγιορτή. Αλλάείναιμνημόσυνο.
Κανείς δεν κυριάρχησε ποτέ στον μπάσκετ σαν τον Γουίλτ, και κανείς δεν θα το κάνει ποτέ ξανά. Μάλλον ξέρετε ότι μια φορά έβαλε 100 πόντους σ’ ένα ματς, σκεφτείτε όμως κι αυτό: τη σεζόν 1961-1962, είχε μέσο όρο 50,4 πόντους ανά αγώνα. Να το ξαναγράψω σε περίπτωση που δεν το χωνέψατε: ο Γουίλτ Τσάμπερλεν είχε μέσο όρο 50,4 πόντους ανά αγώνα σε μια σεζόν 80 αγώνων. Και δεν σκόραρε μόνο. Κανείς δεν είχε ακουστά τον όρο «τριπλ-νταμπλ» την εποχή του Γουίλτ, αυτός όμως τα πετύχαινε όλη την ώρα – ακόμα και τα «κουαντράπλ-νταμπλ» [διψήφια νούμερα σε τέσσερις στατιστικές κατηγορίες] δεν ήταν τόσο σπάνια γι’ αυτόν. Ή, καλύτερα, δεν θα ήταν, αν έκανε κανείς τον κόπο να μετρήσει πόσα σουτ έκοψε: οι τάπες έγιναν επίσημο στατιστικό στοιχείο έναν χρόνο αφότου σταμάτησε την καριέρα του… Όταν ο κόσμος έλεγε ότι ο Τσάμπερλεν το μόνο που έκανε ήταν να σουτάρει (μια κριτική που ποτέ δεν είναι δίκαιη), αυτός καυχήθηκε, πριν από τη σεζόν του 1968, ότι θα γινόταν ο πρώτος ψηλός που θα ερχόταν πρώτος στις ασίστ στο πρωτάθλημα. Όπως κι έκανε, με μέσο όρο 8,6 ασίστ ανά αγώνα, ξεπερνώντας γκαρντ που μπήκαν αργότερα στο HallofFame: τον Ντέιβ Μπινγκ, τον Όσκαρ Ρόμπερτσον και τον Λένι Γουίλκενς. Ο Γουίλ το αποκάλεσε κάποτε αυτό το σπουδαιότερο κατόρθωμά του, δεν είναι όμως παρά η κορυφή του στατιστικού του παγόβουνου. Βεβαίως, ο κόσμος χρησιμοποιεί υπερβολικά τους αριθμούς όταν αξιολογεί παίχτες, αλλά στην περίπτωση του Γουίλτ οι αριθμοί είναι τόσο εντυπωσιακοί ώστε δεν μπορεί παρά να σημαίνουν κάτι, ίσως ακόμα και τα πάντα. Όπως είπε σε μια εφημερίδα ο Όσκαρ Ρόμπερτσον μετά τον θάνατο του Γουίλτ: «τα κατάστιχα δεν λένε ψέματα».
Με ύψος 2,16 και βάρος 125 κιλά, ο Γουίλτ αναδείχτηκε MVPτέσσερις φορές σε μια εποχή κατά την οποία κορυφαίοι του αθλήματος όπως ο Ρόμπερτσον, ο Τζέρι Γουέστ, ο Γουίλις Ριντ, ο Ρικ Μπάρι, ο Έλτζιν Μπέιλορ και ο Μπιλ Ράσελ ήταν στα καλύτερά τους. Νωρίς στην καριέρα του, έπαιξε ενάντια σε πρωτοπόρους αστέρες του NBA, όπως ο Μπομπ Πέτιτ, ο Ντολφ Σέις και ο Μπομπ Κούζι. Παρά τον σκληρό ανταγωνισμό, ο Τσάμπερλεν έβαλε μια φορά 35 καλάθια στη σειρά· έπαιξε 1.045 ματς σαν αμυντικός ογκόλιθος και δεν αποβλήθηκε ποτέ λόγω φάουλ· και το 1962 έπαιζε κατά μέσο όρο 48,5 λεπτά ανά αγώνα – και μιλάμε για ολόκληρη τη σεζόν. Στο σύνολο της καριέρας του, ο Γουίλτ είχε μέσο όρο 45,8 λεπτά ανά αγώνα. Κι αυτό παρότι τα χτυπήματα που δεχόταν ήταν τόσο σκληρά και συχνά ώστε να τον κάνουν να σκεφτεί να αποσυρθεί μετά την πρώτη του χρονιά στο πρωτάθλημα.
Υπάρχει και συνέχεια: ο Γουίλτ σκόραρε πάνω από 60 πόντους 32 φορές (συγκριτικά, ο Μάικλ Τζόρνταν το έκανε 5 φορές) και κατέχει 5 από τα 6 κορυφαία και 20 από τα 30 πρώτα ρεκόρ σκοραρίσματος για μεμονωμένους αγώνες στην ιστορία του ΝΒΑ, καθώς και 25 από τα 45 ρεκόρ για τα περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ματς. Τις πρώτες δέκα σεζόν του, ο Γουίλτ δεν είχε ποτέ μέσο όρο μικρότερο από 21 ριμπάουντ ανά αγώνα. Σε όλη του την καριέρα, είχε μέσο όρο 30,1 πόντους και 22,9 ριμπάουντ ανά αγώνα. Για τους περισσότερους παίχτες, οι 30 πόντοι και τα 20 ριμπάουντ είναι επίδοση του καλύτερου ματς της ζωής τους – ο Γουίλτ τα είχε αυτά ως μέσο όρο επί 14 χρόνια. Τη τελευταία του σεζόν, 1972-1973, είχε ποσοστό στα σουτ εντός παιδιάς 73%, το καλύτερο της καριέρας του. Αν είχε τέτοιο ποσοστό και στις ελεύθερες βολές –το 51% που είχε ως ποσοστό καριέρας ήταν το μόνο αδύνατο σημείο του–, οι αριθμοί του θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακοί. «Θα έβαζε 65 πόντους σε κάθε αγώνα, αν ήξερε να σουτάρει ελεύθερες βολές», παρατηρεί ο πρώην σέντερ των Νικς Γουίλις Ριντ.
Η Αρκούδα έχει επίσης το ρεκόρ για τα περισσότερα ριμπάουντ σε ένα ματς, 55, και το έκανε μάλιστα απέναντι στον Ράσελ, τον μεγάλο του ανταγωνιστή και τον μεγαλύτερο αμυντικό σέντερ στην ιστορία του ΝΒΑ. Όχι ότι ήταν ασυνήθιστο να παίζει απέναντι στον Ράσελ – συναντήθηκαν 142 φορές οι δυο τους. Το ΝΒΑ είχε μόνο 9 ομάδες τότε, και έπαιζαν μεταξύ τους τουλάχιστον 12 φορές τον χρόνο. Με άλλα λόγια, ο Τσάμπερλεν αντιμετώπιζε τον Ράσελ σχεδόν κάθε εβδομάδα, και ουσιαστικά κάθε χρόνο στα πλέι-οφ. Ο Γουίλτ έπαιξε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Ανατολική Περιφέρεια, όπου οι Σέλτικς, με ηγέτη τον Ράσελ, έκαναν το μεγαλύτερο σερί νικών στα μοντέρνα σπορ. Η Βοστόνη απέκλεισε την ομάδα του Γουίλτ στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας πέντε φορές. Άλλες δύο έχασε από τον Ράσελ και τους Σέλτικς στους τελικούς του πρωταθλήματος.
Σε μια δήλωσή του μετά τον θάνατο του Γουίλτ, ο Ράσελ είπε: «Δεν είχαμε αντιπαλότητα μεταξύ μας· είχαμε μια γνήσια και σφοδρή άμιλλα που βασιζόταν στη φιλία και τον σεβασμό. Η σφοδρότητα της άμιλλας μας έδεσε με αιώνια φιλία. Λατρεύαμε να παίζουμε ο ένας εναντίον του άλλου. Επειδή το ταλέντο του και οι ικανότητές του ήταν υπεράνθρωπες, το παιχνίδι του με ανάγκαζε να παίζω κι εγώ στο υψηλότερο επίπεδο που μπορούσα. Αν δεν το έκανα, μπορεί να ρεζιλευόμουν, και η ομάδα μου μάλλον θα έχανε».
Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι ο Γουίλτ δεν ήταν ο μεγαλύτερος έστω και μόνο επειδή κατέκτησε μόνο δύο τίτλους, σε σύγκριση με τους έξι του Τζόρνταν. Αυτό είναι απλώς άδικο. Αν δεν ήταν η δυναστεία των Σέλτικς, ο Γουίλτ μάλλον θα είχε πάρει έξι δαχτυλίδια. Ο Τζόρνταν δεν είχε στ’ αλήθεια αντίπαλο. Αν νομίζετε ότι η σύγκριση είναι άδικη, σκεφτείτε το εξής: πόσους τίτλους θα είχαν κερδίσει ο Λάρι Μπερντ (τρεις) και ο Μάτζικ Τζόνσον (πέντε) αν δεν ήταν αναγκασμένοι να παίζουν ο ένας εναντίον του άλλου; Και οι δύο ομάδες του Γουίλτ που κατέκτησαν τίτλο, οι Σίξερς του 1966-1967 και οι Λέικερς του 1971-1972, συγκαταλέγονται στις 10 μεγαλύτερες ομάδες όλων των εποχών.
«Φίλε, νομίζω ότι είναι τρελό να αμφιβάλλει κάποιος αν ο Γουίλτ ήταν ο καλύτερος παίχτης στην ιστορία», λέει ο Γουόλτ «Κλάιντ» Φρέιζερ. Ο Κλάιντ έπαιξε ενάντια στον Τσάμπερλεν ως γκαρντ των Νικς και είδε άλλη μία γενιά παιχτών ως τηλεοπτικός σχολιαστής της πρώην ομάδας του. «Καταρχάς, ο Γουίλτ έχει όλα τα ρεκόρ, κάτι σημαίνει αυτό».
Κι αυτά όμως δεν λένε όλη την ιστορία, προσθέτει ο Φρέιζερ. Όσο σπουδαίοι κι αν είναι οι αριθμοί, δεν είναι μόνο αυτοί. Ο Γουίλτ απλώς κυριαρχούσε, με τρόπο απίστευτο. Δεν μπορούσες να τον μαρκάρεις στο ένας εναντίον ενός. Μόνο ένας παίχτης στο πρωτάθλημα μπορούσε – ο Ράσελ. Όλοι οι άλλοι έπρεπε να βασίζονται στα νταμπλ-τιμ, ή ακόμα και στα τριπλ-τιμ [άμυνα τρεις εναντίον ενός].
Ο Ριντ, μέλος κι αυτός του HallofFame, θυμάται: «Δεν μπορούσες να τον σταματήσεις. Είχε άνοιγμα τέσσερα μέτρα: έκανε άλμα προς τα πίσω και ήταν ακόμα κάτω απ’ το καλάθι. Και είχε και το φίνγκερ-ρολ [λέι-απ με τα ακροδάχτυλα του ενός χεριού]. Το πρώτο μου ματς εναντίον του Γουίλτ πήγε στην παράταση. Κοίταξα τη στατιστική μετά και είδα ότι είχα βάλει 31 πόντους, και σκέφτηκα: “Αδύνατο. Έβαλα 31 πόντουςστονΓουίλτΤσάμπερλεν”. Μετάείδαότιαυτόςμουείχεβάλει 56. Ήταν ψηλός, δυνατός και πολύ αθλητικός».
Ο Ντον Τσέινι, πρωτοετής στην ομάδα των Σέλτικς το 1967 που κέρδισε τους Λέικερς του Τσάμπερλεν στους τελικούς και σήμερα βοηθός προπονητή στους Νικς, συμφωνεί με τον Φρέιζερ και τον Ριντ ότι ο Γουίλτ ήταν ασταμάτητος στο ένας εναντίον ενός. «Και ήταν τόσο απίστευτα δυνατός», θυμάται ο Τσέινι. «Θα τον θυμάμαι πάντα να σηκώνεται να καρφώσει με δύο αντιπάλους γαντζωμένους στην πλάτη του. Προσπαθούσαν να τον κάνουν σάντουιτς, να τον εμποδίσουν να σκοράρει (αλλά) εκείνος απλώς κάρφωνε με τους δυο τους κρεμασμένους πάνω του».
Ο προπονητής των Χόρνετς Πολ Σάιλας, μεγάλος αντίπαλος του Τσάμπερλεν στη γραμμή των ψηλών όσο έπαιζε, θυμάται κι αυτός με δέος τη δύναμη του Γουίλτ. «Σ’ ένα ματς, ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω καβγά με τον (φόργουορντ των Λέικερς) Χάπι Χέιρστον», θυμάται ο Σάιλας. «Ξαφνικά, νιώθω μια τεράστια λαβή να με τυλίγει. Ήμουν 2,01, 110 κιλά, και ο Γουίλτ απλώς με άρπαξε και με έκανε σβούρα. Μου είπε: “Δεν έχει τέτοια εδώ”, κι εγώ είπα: “Μάλιστα, κύριε”».
Και, όντως, ο Γουίλτ απέδιδε μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στη δύναμή του, την οποία έλεγε ότι την ανέπτυξε στο λύκειο, κάνοντας στίβο. «Έριχνα σφαίρα στο λύκειο και στο κολέγιο», είπε ο Τσάμπερλεν σε μια συνέντευξή του το 1996 στο ΝΒΑ. «Δυνάμωνα. Ήμουν πάντα ένα αδύνατο, πολύ αδύνατο παιδί και πηδούσα μέχρι το φεγγάρι, έτρεχα σαν τον άνεμο, αλλά ήθελα να δυναμώσω».
Όσο δυνατός, όμως, κι αν έγινε ο Γουίλτ, συχνά ξεχνιέται η ευκινησία και η ταχύτητά του· όπως παρατηρούσε, έπαιρνε μέρος μέχρι και σε τουρνουά στίβου στο Κάνσας, όπου είχε μοιραστεί μάλιστα την πρώτη θέση στο άλμα εις ύψος στο πρωτάθλημα της περιφέρειας το 1958. Τα περισσότερα βίντεο που τον δείχνουν εν δράσει είναι από τις μέρες του στους Λέικερς, μετά τα προβλήματα που είχε στα γόνατα. Εκείνος ο Γουίλτ παραμένει χάρμα οφθαλμών, αλλά, σύμφωνα με όσους έπαιξαν μαζί του κι εναντίον του τα πρώτα του χρόνια, έτρεχε στο παρκέ τόσο γρήγορα όσο και οι ταχύτεροι παίχτες του πρωταθλήματος.
«Δεν είδα ποτέ κανέναν στο ύψος του να τρέχει έτσι και να κάνει τέτοια πράγματα», είπε στο AssociatedPressο Έλτζιν Μπέιλορ. «Μπορούσε να βγάζει φάσεις σαν κοντός, την ίδια στιγμή που δέσποζε στο παιχνίδι».
«Ο Γουίλτ δεν ήταν κανένας ξυλοκόπος σέντερ», προσθέτει ο Φρέιζερ. «Και, θυμηθείτε, έπαιξε και με τους Γκλοουμπτρότερς για έναν χρόνο, και είχε διατηρήσει ένα κομμάτι από τη λάμψη και το φαντεζί στιλ τους».
Ο Τσάμπερλεν έπαιξε με τους Χάρλεμ Γκλοουμπρότερς όταν αποφάσισε ν’ αφήσει το Πανεπιστήμιο του Κάνσας μετά την τρίτη του χρονιά. Το ΝΒΑ απαγόρευε εκείνη την εποχή την είσοδο σε παίχτες πριν αποφοιτήσει η τάξη τους. «Άφησα το κολέγιο έναν χρόνο νωρίτερα επειδή χρησιμοποιούσαν τακτικές καθυστέρησης εναντίον μου», έλεγε ο Γουίλτ. «Ήξεραν ότι ο μόνος τρόπος για να μ’ εμποδίσουν να σκοράρω και να πάρω ριμπάουντ ήταν απλώς να μη σουτάρουν. Ήθελα να παίξω επαγγελματικά, γιατί θεωρούσα ότι μου ταίριαζε περισσότερο: οι επαγγελματίες δεν έπαιζαν άμυνα ζώνης. Μιας και δεν μπορούσα όμως να παίξω αμέσως στο ΝΒΑ, πήγα στους Γκλοουμπτρότερς – και πέρασα τέλεια. Δεν ήθελα να φύγω!»
Ο Γουίλτ έβαλε 52 πόντους στον πρώτο του κολεγιακό αγώνα, όμως η διασημότερη στιγμή του στο κολέγιο ήταν μια τεράστια απογοήτευση: τη δεύτερη χρονιά του, έχασε τον τελικό του πρωταθλήματος ενάντια στο Νορθ Καρολάινα, 54-53, στην τρίτη παράταση. Ο ίδιος είχε 23 πόντους και 14 ριμπάουντ, αλλά η ήττα τον στοίχειωνε για χρόνια και απέρριψε αμέτρητες προσκλήσεις να τιμηθεί από το πανεπιστήμιό του. Σαράντα χρόνια αργότερα, επέστρεψε επιτέλους στο Κάνσας για την τελετή απόσυρσης της φανέλας με τον αριθμό του. Φοβόταν ότι θα τον γιουχάρουν, όμως ολόκληρο το στάδιο σηκώθηκε όρθιο για να τον αποθεώσει. Σκουπίζοντας τα δάκρυά του, είπε ότι ήταν η καλύτερη βραδιά της ζωής του – καμία σχέση με την πικρία που είχε προκαλέσει η πρόωρη αποχώρησή του.
Μετά από μια χρονιά με τους Γκλοουμπτρότερς, ξεκίνησε το προδιαγεγραμμένο επαγγελματικό μέλλον του Γουίλτ. Το ΝΒΑ επέτρεψε στους Φιλαντέλφια Γουόριος να τον διαλέξουν για λόγους εντοπιότητας, μιας και είχε γεννηθεί στην πόλη (μέχρι πρότινος, τέτοιες επιλογές επιτρέπονταν με γνώμονα αυστηρά την κολεγιακή εντοπιότητα), κι έτσι ο Τσάμπερλεν πήγε στην ομάδα της γενέτειράς του και η κυριαρχική του παρουσία άρχισε χωρίς καθυστέρηση. Είχε μέσους όρους 37,6 πόντους και 27 ριμπάουντ ανά αγώνα την πρώτη χρονιά του και ανακηρύχθηκε Καλύτερος Πρωτοεμφανιζόμενος της Χρονιάς, Πολυτιμότερος Παίχτης της Χρονιάς και Πολυτιμότερος Παίχτης του All–StarGame. Ήταν ασταμάτητος και το διασκέδαζε.
«Το χαιρόμουν πραγματικά», είπε κάποτε. «Μ’ άρεσε που κανείς δεν μπορούσε στ’ αλήθεια να με ταπώσει. Όταν δεν φοβάσαι, απλώς γίνεσαι καλύτερος σε οτιδήποτε κάνεις».
Όλα ήρθαν κι έδεσαν με εκθαμβωτικό τρόπο στις 2 Μαρτίου 1962, στο Χέρσι της Πενσυλβάνιας, όταν ο Γουίλτ έβαλε 100 πόντους σε βάρος των αποσβολωμένων Νικς. Είχε 69 πόντους στο τέλος της τρίτης περιόδου και έγινε το μοναδικό επίκεντρο του ματς: οι Γουόριορς είχαν βάλει στόχο να του δίνουν την μπάλα μέχρι να φτάσει την κατοστάρα, οι Νικς είχαν βάλει εξίσου στόχο να τον σταματήσουν. Έτρωγαν όσο χρόνο μπορούσαν, μέχρι που έκαναν φάουλ σε άλλους παίχτες των Γουόριορς εκτός φάσης – όμως 42 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, ο Τσάμπερλεν κάρφωσε με δύναμη κι έφτασε τους 100. Είχε 28 στις 32 ελεύθερες βολές και 36 στα 63 σουτ εντός παιδιάς.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, απαξίωσε το κατόρθωμά του, λέγοντας ότι θα μπορούσε να βάλει και 140 αν οι Νικς τον είχαν παίξει «στα ίσια». «Όσο εξαιρετικό κι αν φαίνεται, στην πραγματικότητα είναι φυσιολογικό ότι το έκανα», είπε. «Πρέπει να θυμάστε ότι είχα μέσο όρο 50 πόντους εκείνη τη σεζόν. Οι παίχτες που έχουν μέσο όρο 16-17 πόντους συνήθως έχουν τουλάχιστον ένα ματς όπου σκοράρουν 35. Ακριβώς αυτό έκανα κι εγώ: διπλασίασα τον μέσο όρο μου».
Επίσης, ο Τσάμπερλεν αγρίευε όταν άκουγε ότι ένας παίχτης που σκοράρει πολύ είναι αυτομάτως εγωιστής. «Πολλοί θεωρούν το σκοράρισμα εγωιστικό», έλεγε. «Όταν βγαίνεις και κάνεις αυτά που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις, ο κόσμος σε θεωρεί εγωιστή. Δεν σε θεωρούν το ίδιο, όμως, αν είσαι ο Έρικ Ντίκερσον ή ο Γουόλτερ Πέιτον [ράνινγκ-μπακς του αμερικάνικου φούτμπολ] και προσπαθείς να τρέξεις όσο περισσότερες γιάρδες μπορείς κάθε φορά που αγγίζεις την μπάλα. Αλλά όταν είσαι σκόρερ στο μπάσκετ, σε στιγματίζουν σαν εγωιστή».
Ο Γουίλτ αποστόμωσε κάθε τέτοια άποψη το 1967, όταν ο ίδιος και οι Σίξερς (πλέον) κέρδισαν επιτέλους τον τίτλο, νικώντας τους Σέλτικς στους τελικούς της Ανατολής και βάζοντας τέρμα στο οκταετές σερί τίτλων τους. Εκείνη τη σεζόν, η Αρκούδα είχε περιορισμένο ρόλο στην επίθεση. Ο κόουτς Άλεξ Χάνουμ του είχε ζητήσει να σκοράρει λιγότερο: έτσι ο μέσος όρος του έπεσε από τους 33,5 στους 24,1 πόντους και δεν βγήκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος για πρώτη φορά στην καριέρα του. Ήταν όμως ξανά πρώτος ριμπάουντερ, με 24,2, και τρίτος στις ασίστ, με 7,8 ανά αγώνα.
«Ο Γουίλτ καταλάβαινε και ήταν πολύ ανταγωνιστικός τύπος», είπε ο Χάνουμ το 1998. «Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να μοιράσει τα ελέη, με τόσο ταλέντο που είχαμε στην ομάδα».
Στο δεύτερο πρωτάθλημά του, με τους Λέικερς το 1972, σκόραρε ακόμα λιγότερο, έχοντας κατά μέσο όρο μόλις 14,8 πόντους, αλλά σε ηλικία 35 ετών κατέβαζε ακόμα 19,2 ριμπάουντ ανά αγώνα, παίζοντας ομαδικά, χωρίς εγωισμούς. «Ήταν σπουδαίος συμπαίχτης», θυμάται ο Τζέρι Γουέστ. «Είναι ένας άνθρωπος τον οποίο θαυμάζω και εκτιμώ βαθιά, γιατί με βοήθησε να πετύχω έναν από τους στόχους μου – να κερδίσω το πρωτάθλημα. Είχαμε μια απίστευτη σχέση συνεργασίας».
Όταν ο Γουίλτ αποσύρθηκε, το 1973, παρέμεινε αθλητικά ενεργός, τρέχοντας μαραθώνιους και παίζοντας επαγγελματικό βόλεϊ. Κάθε πέντε χρόνια ή κάτι τέτοιο, κάποια ομάδα συζητούσε να τον επαναφέρει σαν αναπληρωματικό σέντερ, με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να τους δώσει 10 καλύτερα λεπτά σε σχέση με όποιον άλλον είχαν. Δεν συνέβη ποτέ, εκείνος συνέχισε όμως να παίζει σε άτυπα τουρνουά κορυφής. Ο κόουτς των Σίξερς Λάρι Μπράουν τον είδε μια φορά να δεσπόζει σε ένα ματς που είχε διοργανώσει ο Μάτζικ Τζόνσον στο UCLA, με επαγγελματίες εν ενεργεία.
«Ο Μάτζικ είχε δώσει κάνα-δυο αυστηρά φάουλ στον Γουίλτ και είχε πει ότι ένα λέι-απ του ήταν αντικανονικό», θυμάται ο Μπράουν, που ήταν τότε προπονητής της κολεγιακής ομάδας του UCLA, των Μπρούινς. «Έτσι ο Γουίλτ είπε: “τέρμα λοιπόν τα λέι-απ σήμερα”, και μετά άρχισε να μοιράζει τάπες σε κάθε σουτ! Είναι αλήθεια, το είδα. Δεν άφησε ούτε ένα σουτ (του Μάτζικ) να φτάσει στη στεφάνη».
Ο έφηβος τότε Κόνι Χόκινς πήρε μέρος σε μια παρόμοια σκηνή 25 χρόνια αργότερα, σε ένα ματς σε ανοιχτό γήπεδο, στο φημισμένο τουρνουά RuckerProστο Χάρλεμ.
«Η ομάδα μου από το Μπρούκλιν είχε έναν τύπο που τον λέγανε Τζάκι Τζάκσον και πηδούσε στον Θεό», λέει ο Χόκινς. «Που λες, ο Γουίλτ είχε ένα αγαπημένο του σουτ που πήγαινε πάντα μέσα. Του στήσαμε λοιπόν μια παγίδα. Είπαμε ότι θα του κλείναμε τον χώρο και θα τον αφήναμε να επιχειρήσει αυτό το σουτ με άλμα προς τα πίσω, και μετά ο Τζάκι θα ερχόταν από την άλλη μεριά του γηπέδου και θα το τάπωνε στο ταμπλό. Αυτό αποφασίσαμε να κάνουμε».
«Βγαίνει λοιπόν η φάση, ο Γουίλτ παίρνει την πάσα, εγώ του κλείνω τον χώρο, αυτός ποστάρει για να σουτάρει, ο Τζάκι έρχεται από την άλλη μεριά και τον ταπώνει. Μιλάμε ότι ήταν μισό ή ένα μέτρο πάνω από τη στεφάνη και όλοι τρελάθηκαν. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να ουρλιάζουν, και τρέχαμε σαν παλαβοί γύρω-γύρω και ανταλλάσσαμε χάι-φάιβ. Και όλα αυτά γίνονταν στα σχολικά γήπεδα, στο γκέτο, και ο κόσμος φώναζε και ούρλιαζε, το μέρος ήταν γεμάτο. Ο Γουίλτ απλώς μας κάρφωνε με το βλέμμα. Ζήτησε τάιμ-άουτ και όλοι ακόμα φώναζαν και ούρλιαζαν, εγώ όμως είχα επικεντρωθεί στον Γουίλτ. Ακόμα μας κάρφωνε με το βλέμμα».
«Τελειώνει, που λες, το τάιμ-άουτ και ο Γουίλτ παίρνει τα επόμενα 30 σουτ στο ματς: μόνο καρφώματα. Κάρφωνε με κάθε τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Σε μια φάση, κάρφωσε τόσο δυνατά που η μπάλα πέρασε μέσα απ’ τη στεφάνη, έσκασε κάτω κι έκανε τέτοιο γκελ που πέρασε πάνω απ’ τον πεντάμετρο φράχτη. Κάποιος πήγε να τη μαζέψει και όταν την έφερε, η μπάλα ακόμη έτρεμε. Τόσοδυνατόςήτανοτύπος. Κυρίαρχος, τιναλέμε…»
Όποιον κι αν ρωτούσες που είχε παίξει εναντίον του Γουίλτ ή μαζί του, θα είχε μια εξίσου πειστική ιστορία, αλλά ίσως τίποτα δεν δείχνει καλύτερα την κυριαρχία του Γουίλτ απ’ όλες αυτές τις αλλαγές κανόνων που ενέπνευσε. Μάλιστα, μια φορά εξήγησε γιατί ήταν μεγαλύτερος απ’ τον Τζόρνταν λέγοντας απλώς: «Εμένα άλλαξαν τους κανόνες για να με σταματήσουν· εκείνον άλλαξαν τους κανόνες για να τον βοηθήσουν». Ανάμεσα στις αλλαγές: όταν ήταν στο Κάνσας, το NCAAαπαγόρευσε όποιος σουτάρει ελεύθερες βολές να μπαίνει στη ρακέτα πριν η βολή του φτάσει στη στεφάνη, για να τον εμποδίσει να πηδάει μπροστά και να κάνει φόλοου-κάρφωμα μετά τις άστοχες βολές του· το ΝΒΑ θέσπισε την αντικανονική παρέμβαση σε σουτ από επιθετικό της ίδιας ομάδας, για να σταματήσει ο Γουίλτ ν’ αρπάζει τα σουτ των συμπαιχτών του και να τα βάζει μέσα· η ρακέτα φάρδυνε, για να μην μπορεί ο Γουίλτ να ποστάρει αρκετά κοντά στο καλάθι ώστε να μπορεί απλώς να παίρνει την μπάλα, να γυρίζει και να καρφώνει· και απαγορεύτηκε η επαναφορά της μπάλας πάνω απ’ το ταμπλό επειδή ο Γουίλτ μπορούσε να πιάνει τέτοιες πάσες και να καρφώνει ατιμωρητί.
Ποιος ξέρει τι αριθμούς θα είχε ο Γουίλτ χωρίς όλες αυτές τις αλλαγές; Ακόμα και μ’ αυτές, η κυριαρχία του ήταν ανυπέρβλητη – ένα γεγονός που δεν παρέλειπε να επισημαίνει μετά χαράς. Επιβάλλεται λοιπόν να δώσουμε τον τελευταίο λόγο του φόρου τιμής στον Γουίλτ… στην ίδια την Αρκούδα:
«Λέω ότι ο Γουίλτ Τσάμπερλεν ήταν ο Γολιάθ της εποχής του», είπε πριν από αρκετά χρόνια. «Παραήταν μεγάλος για το παιχνίδι εκείνη την εποχή. Είχε υπερβολική αλαζονεία και υπερβολικά μέσα στη διάθεσή του».