Μου αρέσουν οι αφορισμοί, και αυτές τις μέρες λανσάρω έναν δικής μου έμπνευσης: ότι οι μεγαλύτερες μορφές τέχνης του 20 αιώνα είναι το σινεμά και τα αυτοκίνητα. Δεν το λέω σαν εξυπνάδα, είναι κάτι που το πιστεύω και ας μην έχω το ακαδημαϊκό υπόβαθρο ώστε να το στηρίξω όπως πρέπει. Στην πραγματικότητα, θα έβαζα μέσα και το ποδόσφαιρο, αλλά από ποδόσφαιρο δεν ξέρω. Ούτε παρακολουθώ και μικρός έπαιζα αμυντικός, αν αυτό σημαίνει κάτι. Το τελευταίο δεν το λέω με την αλαζονεία θεωρητικών ακαντέμικς που κομπάζουν ότι δεν ξέρουν να αλλάζουν λάστιχο ή δεν καταλαβαίνουν μαθηματικά. Αυτό το θεωρώ παχυλή και καμαρωτή άγνοια, μια μορφή βαρβαρότητας. Το λέω όχι με λύπη, δεν μπορεί κανείς να λυπάται για μια απόλαυση που δεν ξέρει ότι υπάρχει και δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Το λέω ως ένα κάποιο μειονέκτημα, που αν θεωρήσουμε ότι το ποδόσφαιρο είναι και μια κοινωνική τελετουργία μύησης, δεν είναι ακριβώς ασήμαντο ούτε μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αυτή ακριβώς η άγνοια του ποδοσφαίρου δεν μου στέρησε μια σειρά πολύ απαραίτητων κοινωνικών δεξιοτήτων.
“ Το χέρι του θεού ” είναι σινεμά, παίρνει αφορμή από το πραγματικό γεγονός με το χέρι του θεού και έχει ένα τέλειο λατεράλ, μάλλον, της μαύρης Giulietta που τρέχει μέσα στη νύχτα, υπογραμμισμένο από τον ήχο της μηχανής και των καρμπιρατέρ που ρουφάνε τον αέρα.
Το γκολ από το χέρι του θεού είναι από τις ελάχιστες, ίσως η μοναδική ποδοσφαιρική φάση που θυμάμαι. Ήμουν 8 και το είδα σε ένα καφέ (το λέγανε καφετέρια τότε, μάλλον τότε και εκεί ο όρος το ξεχώριζε από τα καφενεία των παππούδων) του χωριού της μητέρας μου. Δεν κατάλαβα πολλά αλλά κατάλαβα τον ενθουσιασμό που προκάλεσε, ίσως και τη συζήτηση για το αν ήτανε χέρι. Το άλλο που ξέρω από την ποδοσφαιρική παρουσία του Μαραντόνα είναι το διάσημο βίντεο που κάνει ζέσταμα χορεύοντας το life is life, ανάμεσα σε ποδοσφαιριστές που κάνουν τη ρουτίνα τους και που για κάποιο λόγο με εντυπωσίασε περισσότερο από το χέρι του θεού (το ορίτζιναλ).
Για κάποιο λόγο, η παρουσία του Μαραντόνα σημαίνει ένα τέλος της μοντέρνας εποχής. Ήταν ένας σταρ, κατά κάποιον τρόπο μια ενσάρκωση της βαθιάς μυθολογίας του δυτικού κόσμου, του βασισμένου στον άνθρωπο με τις ιδιαίτερες, εξαιρετικές δυνατότητες, “το άτομο και η ιδιαιτερότητά του ως μοναδική δημιουργική δύναμη”. Κάπως έτσι το λέει ο Στάινμπεκ, επιδέξιος απολογητής της Αμερικής ως ιδεολογία. Χωρίς να έχω βαθιά γνώση του ποδοσφαίρου, αμφιβάλλω αν σήμερα οι ποδοσφαιριστές παίζουν τόσο ατομικά όσο ο Μαραντόνα. Η ατομικότητα και η δημιουργικότητα έχουν δώσει τη θέση τους στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Το σύγχρονο σταριλίκι εύκολα μπορεί να καταποντιστεί αν ένας ποδοσφαιριστής αρθρώσει δικό του λόγο, αντί να το χρησιμοποιήσει για να διαφημίσει Φουντούνια, πχ.
Για να επιστρέψω στον αρχικό αφορισμό, η μοντέρνα εποχή στα αυτοκίνητα τελείωσε ίσως με τη Ferrari F40 του ’87, καλλιτεχνικό δημιούργημα του Ματεράτσι, από τους τελευταίους ίσως δημιουργούς, σε μια σειρά επώνυμων δημιουργών αυτοκινήτων και μηχανικών.
Έκτοτε τα αυτοκίνητα είναι σαν να σχεδιάζονται από οικονομολόγους και μαρκετίστες. Στον κινηματογράφο πάλι, είναι ίσως αρκετά ενδεικτική η περίπτωση του Τσιμίνο και ο τρόπος που τα στούντιο κατάφεραν να υπερισχύσουν των σκηνοθετών-σταρ.
Αν ο Μαραντόνα είναι για εμάς μια από τις ενσαρκώσεις της εφόδου στον ουρανό, μια ιδεολογία που διαπερνά από τους επαναστάτες του 20ου αιώνα μέχρι τον πιο τετριμμένο Ναπολιτάνο τυχοδιώκτη, μπορούμε να καταλάβουμε τι σήμαινε ως ζωντανή, θορυβώδης και θεαματική παρουσία στη ζωή της Νάπολι. Δεν είναι τυχαία και προσχηματική, δεν είναι μια παράλληλη δράση το γκολ του Μαραντόνα και ο φιλόδοξος και αποφασισμένος να γίνει σκηνοθέτης πιτσιρικάς. Όπως δεν είναι τυχαίος ο κομμουνιστής θείος που βλέπει στον Μαραντόνα την ταπείνωση των αποικιοκρατών, όπως δεν είναι τυχαίος ο Ναπολιτάνος κοντραμπατζής. Είναι εκφράσεις, όψεις του Μοντέρνου, ιδρυτικού σχεδόν μύθου του κόσμου μας.
Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω, σχεδόν λυπάμαι που από το κείμενό μου απουσιάζει οποιαδήποτε νύξη για τη μαστοριά και τη μαγεία της ταινίας. Απουσιάζει η γυμνή και προκλητική θεία Πατρίτσια και η αναφορά στην τόσο ιταλική, αναγνωρίσιμη από τον Μοράβια και τον Μονιτσέλι και ίσως πιο παλιά από τον Βοκάκιο, ανελέητα διεισδυτική κωμωδία. Αν πρέπει να πάρω λίγο τον ρόλο κάποιου που μιλάει για μια ταινία, ίσως θα έπρεπε να επισημάνω την επιλογή στο δίλημμα σεξ με τη θεία Πατρίτσια ή Μαραντόνα στη Νάπολι. Το θέτει ο χωρίς αρκετή επιμονή, επίδοξος ηθοποιός Μαρκίνο, στον Φαμπιέτο. Ο Φαμπιέτο διάλεξε Μαραντόνα στη Νάπολι, και όλοι ξέρουμε ότι ο μικρός Σορεντίνο έγινε τελικά σκηνοθέτης.
Όλα τα παραπάνω, ο Μαραντόνα, η γυμνή θεία Πατρίτσια ανάμεσα στους αποσβολωμένους συγγενείς, ο ήχος των καρμπιρατέρ της μαύρης Giulietta, η ταινία η ίδια, είναι ύστερος 20ος αιώνας. Και δεν υπάρχει κάτι καθεαυτό κακό με τη νοσταλγία, το μόνο κακό είναι ότι ζούμε σε μια εποχή μεταιχμιακή, που νοσταλγούμε ενώ δεν έχει γεννηθεί ακόμα αυτό που θα νοσταλγούν οι επόμενοι από εμάς. Αυτό δεν είναι μομφή για την ταινία, αυτό μπορούσε να γίνει και αυτό έγινε, και έγινε ιταλική ταινιάρα.
Γιώργος Σερβετάς