Στην πραγματικότητα η αγωνιστική μας απόδοση δεν έχει σημαντικό αντίκτυπο στο τι μπορούμε να κάνουμε στην εμπορική πλευρά της επιχείρησής.
Θα παίξω με τη Σουηδία. Ακόμα δεν γύρισα στην εθνική μου ομάδα και ένας τύπος από τη Μαδρίτη που δεν έχει παίξει ποτέ ποδόσφαιρο στη ζωή του [εννοεί τον Φλορεντίνο Πέρεθ] θέλει να δει εμένα και άλλους παίκτες εκτός Euro και Μουντιάλ. Είναι αδιανόητο.
του Στέφανου Μπατσή*
Τελικά η αυτοκρατορία αντεπιτέθηκε μονάχα για δύο μέρες. Το άλμα από τον καπιταλισμό των χαμηλών στροφών και της δημοκρατικής επίφασης που συναρμόζουν οι εθνικοί και υπερεθνικοί θεσμοί διακυβέρνησης, οι ενώσεις, οι ομοσπονδίες και οι συνομοσπονδίες, σε έναν μπετοναρισμένα ολιγαρχικό και ολιγοπωλιακό καπιταλισμό των μεγάλων επενδυτών αποδείχθηκε καθοδική βόλτα προς την άβυσσο του απόλυτου κενού ─ άλλως, κατά τους καθ’ έξιν καχύποπτους, έμεινε μετέωρο∙ η Ευρωπαϊκή Σούπερ Λιγκ ήδη καταχωρήθηκε ως ένας ακόμη σατανικός σχεδιασμός που συνετρίβη από τις δυνάμεις του καλού, ως μια ευπρόσδεκτη ένδειξη της εύθραυστης φύσης των κυρίαρχων οικονομικών δυνάμεων του ποδοσφαίρου, ως μια ρεβάνς των οπαδικών κοινοτήτων, των εθνικών πρωταθλημάτων, του παραδοσιακού έναντι του νεωτερικού.
Όπως πάντα, είναι και δεν είναι έτσι. Δεν επιθυμούμε ούτε να μιλήσουμε για σύννεφα από τα οποία κάποιοι κατακρημνίζονται τη στιγμή που οι επαγγελματίες πονηροί έχουν και πάλι δίκιο, ούτε όμως και για τις λεπτομέρειες του δράματος, το οποίο προφανώς βασίστηκε σε ένα δυνατό σενάριο άλλα έπασχε στη σκηνοθετική ματιά και είχε αδύναμες ερμηνείες. Αυτό που κρατάμε με ανακούφιση και θεωρούμε πως μπορεί να αποτελέσει ενδείκτη για μια απενοχοποιημένη σκέψη και πράξη πάνω στο σημερινό ποδόσφαιρο, είναι η διατήρηση της αμφισημίας, της πολλαπλότητας, του υβριδικού του στοιχείου. Έτσι, σκεφτόμαστε πως αυτό που μας εν τέλει μας ερέθιζε περισσότερο τα νεύρα στην προοπτική του μεγα-πρωταθλήματος της Ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ δεν είναι τόσο το ανεπανάληπτα χυδαίο μοίρασμα της οικονομικής πίτας και η γελοία αυτοπεποίθηση με την οποία οι ισχυροί παραμέρισαν του ανίσχυρους (ή τους λιγότερο ισχυρούς) και απλώς ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους, αλλά η κλειστότητά της∙ μάλιστα, όχι η κλειστότητα του φορμάτ διεξαγωγής του προτεινόμενου πρωταθλήματος αλλά ο κλειστός ορίζοντάς της, το αφυδατωμένο από ενδεχόμενα, μπερδέματα, μιξαρίσματα και μικρότερα ή μεγαλύτερα παράδοξα μέλλον που προοιωνιζόταν.
Το ποδόσφαιρο είναι ─και είναι από χρόνια, δεν πάει να γίνει τώρα─ ένας προνομιακός τόπος κυκλοφορίας του εμπορεύματος, φιλελευθεροποίησης των θεσμών, εκδιαφήμισης της πραγματικότητας, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Ο Πελέ έδεσε επιδεικτικά τα κορδόνια του και έβαλε την Puma στο επίκεντρο απειράριθμων έγχρωμων τηλεοπτικών συσκευών, η FIFA άρχισε να ελέγχει τα εμπορικά δικαιώματα του προϊόντος κι έκτοτε να μετατρέπεται στον αχόρταγο Βεεμώθ που όλοι ξορκίζουμε ήδη από το 1978, η ίδρυση της Premier League αλλά και του Champions League αποτελούν γεγονότα υποκινούμενα πρωτίστως από οικονομικά ελατήρια στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που φυσικά άνοιξαν και δεν γεφύρωσαν χάσματα, η απόφαση Μποσμάν συγχρόνισε το αργοπορημένο άθλημα του λαού με τις επιταγές της ραγδαίας οικονομικής νεοφιλελευθεροποίησης που ευαγγελιζόταν η γραφειοκρατία των Βρυξελλών∙ όλα αυτά είναι γνωστά και, εντελώς αναμενόμενα, αποτελούν μονάχα στιγμές μιας ευρύτερης διαδικασίας, μιας συνολικής δυναμικής. Εντούτοις, οι επενδύσεις στο ποδόσφαιρο δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές αμιγώς με οικονομικούς όρους, το συμβολικό κεφάλαιο συσσωρεύεται παραπλεύρως του οικονομικού και οι λειτουργίες του διέπονται από διαφορετικές λογικές, η τριβή μεταξύ παραδοσιακού και μοντέρνου στοιχείου είναι διαρκής, οι αποφάσεις των μεγάλων ποδοσφαιρικών εταιρειών και των υπερεθνικών ομοσπονδιών λαμβάνονται συχνά μέσα σε ένα περιβάλλον συναισθηματικής πίεσης και φόρτισης που δεν προσιδιάζει στη (δήθεν) ορθολογική διαχείριση μιας οποιασδήποτε πολυεθνικής επιχείρησης στον ύστερο καπιταλισμό. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από μπίζνες, αλλά τι παραπάνω;
Αντιστοίχως, ο πολύμορφος κόσμος των φιλάθλων, οι οπαδικές κοινότητες των οργανωμένων ή των ανοργάνωτων και οι απανταχού μοναχικοί της κυριακάτικης κερκίδας, που «χωρίς αυτούς τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει», παρακολουθούν τους μετασχηματισμούς τόσο του αθλήματος όσο και του προϊόντος καταλήγοντας τα τέλεια υβρίδια της σύγχρονης εποχής. Είναι μέρος του προϊόντος, καθότι όλοι γνωρίζουμε πως αποτελούν τον ιδανικό διάκοσμο της τηλεοπτικής δράσης, αλλά και ως ποσοτικοποιήσιμη (και πειθαρχημένη) αγοραστική δύναμη που καθορίζει την αξία μιας ποδοσφαιρικής εταιρείας ή την τιμή που θα πιάσει στην αγορά, όταν έρθει εκείνη η ώρα∙ είναι καταναλωτές, αποδέκτες του προϊόντος, αγοραστικό κοινό που θα αγοράσει επίσημο υλικό από τις μπουτίκ των ομάδων, συνδρομές σε πάσης φύσεως τηλεοπτικά ή ψηφιακά δίκτυα, φθηνά ή πανάκριβα εισιτήρια διαρκείας, οπαδικά αναμνηστικά και ταξίδια, ανεπανάληπτες εμπειρίες και θέαμα∙ την ίδια ακριβώς στιγμή είναι το, συχνά σχιζοειδές, υποκείμενο που αντιστέκεται στην υπερεμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου, στη συστημική διαφθορά, στις διοικήσεις των σωματείων και στους διεθνείς οργανισμούς διακυβέρνησης, στο μοντέρνο ποδόσφαιρο, σε ένα κομμάτι της ταυτότητάς του∙ είναι όλα αυτά, και ίσως κι ακόμη περισσότερα, συγχρόνως και εκ του παραλλήλου.
Η Ευρωπαϊκή Σούπερ Λιγκ, το όνειρο των λίγων κι ο εφιάλτης των πολλών, δεν θα απομείωνε τον ελεύθερο ανταγωνισμό μεταξύ των ποδοσφαιρικών σωματείων ─άλλωστε ένας τέτοιος ανταγωνισμός επιβιώνει μονάχα ως παρανοϊκή ιδεοληψία, κεντρικής σημασίας βέβαια, του νεοφιλελεύθερου, τεχνοκρατικού λόγου─, αλλά θα επισφράγιζε τη μετάβαση από ένα ποδόσφαιρο συμπίλημα και τόπο συνάντησης διαφόρων πιθανοτήτων σε ένα μόρφωμα που θα έτεινε προς το λιγότερο πολλαπλό, το λιγότερο πολυσήμαντο. Η Ευρωπαϊκή Σούπερ Λιγκ θα ήταν ένα καρτέλ των πλουσίων, μια ευκαιρία για νέες περιφράξεις του κεφαλαίου, αλλά θα ήταν και μια σαρωτική προσπάθεια αποκάθαρσης του αθλήματος από στοιχεία που μας για εμάς είναι οικεία και συμπαθή, ακόμη και μ’ έναν γραφικό τρόπο, όμως για εκείνους αποτελούν παραδοξότητες και «εξωτερικότητες», και μάλιστα με όρους συμβολικούς και πολιτισμικούς εκτός από οικονομικούς. VAR και νέες τεχνολογίες, ψηφιοποίηση του αθλητικού περιεχομένου, ποσοτικοποίηση όποιου μεγέθους δύναται να ποσοτικοποιηθεί, πατεντάρισμα της τοπικής ταυτότητας και πλασάρισμά της στις παγκόσμιες αγορές, ταξικοί φραγμοί που μετατρέπουν το άθλημα των πολλών σε σπορ των τουριστών∙ όλα αυτά είναι δυναμικές με παρελθόν, είναι δυναμικές παρούσες στη σημερινή μορφή του ποδοσφαίρου και φυσικά σε αυτή του νέου Champions League και των χιλιάδων νεκρών εργατών του Κατάρ, είναι δυναμικές που θα έψαχναν για ζωτικό χώρο ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη της Ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ. Η σφαίρα που γλυτώσαμε είναι η βίαιη επιτάχυνση αυτών των διαδικασιών μαζί με τη συμβολική επικύρωση ενός αιφνιδιαστικού χτυπήματος που βάζει τέλος στον αγώνα πριν αυτός καλά-καλά ξεκινήσει.
Η αμφισημία κέρδισε αυτή την πίστα. Ίσως δεν είναι αυτό που επιθυμούμε ή αυτό που χρειαζόμαστε, αλλά είναι αυτό που έχουμε κι αυτό με το οποίο μπορούμε να δουλέψουμε, να επικοινωνήσουμε, να σκεφτούμε, να κάνουμε δίκτυα, να οραματιστούμε διάκενα και χαραμάδες που διευρύνονται ή θεσμικές αλλαγές που αναδιαμορφώνουν το τοπίο. Ο Μάρκους Ράσφορντ, που δηλώνει απερίφραστα ότι «χωρίς οπαδούς, το ποδόσφαιρο είναι ένα τίποτα», είναι ένας εκατομμυριούχος ταλαντούχος μπόμπιρας με συνείδηση∙ ο Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς, μία από τις ενσαρκώσεις αυτού που σημαίνει ποδοσφαιρικό ίνδαλμα, καθυβρίζει όποιον στέκεται εμπόδιο στον εγωισμό του, όσο μεγάλος κι αν είναι αυτός∙ οι οπαδοί της Τσέλσι ή της Άρσεναλ εξεγείρονται και πανηγυρίζουν για τη ματαίωση της Ευρωπαϊκής Σούπερ Λιγκ, ενώ στα γήπεδα των ομάδων τους πρέπει να προσέρχονται με κολλημένη μια πιστωτική κάρτα στο μέτωπο∙ το κίνημα Against Modern Football στέκεται όρθιο μέσα σε έναν ωκεανό αντιφάσεων. Κάπως έτσι θα σχεδιάζαμε το μαγικό φράκταλ του σημερινού ποδοσφαίρου, ούτε αθώο ούτε ένοχο, ούτε καλό ούτε κακό∙ με πόδια που πατάνε σε διάφορες βάρκες, με την ομορφιά να αντέχει ή να μην αντέχει. Κι από κάπου εκεί, από την αποδοχή αυτής της αμφισημίας που ευτυχώς φθηνά τη γλύτωσε αυτή την πυκνή εβδομάδα, θα ξεκινούσαμε τις ευπρόσδεκτες συζητήσεις για έναν δημοκρατικό μετασχηματισμό της διακυβέρνησης των ποδοσφαιρικών σωματείων και των υπερεθνικών οργανισμών, για την οικονομική επιβράδυνση που οφείλει να δώσει τέλος στον πληθωρισμό των ποδοσφαιρικών αξιών, για τα σημεία που πρέπει να τονίσουμε με άπλετο φως και για εκείνα που πρέπει να κρύψουμε και να γίνουν παρελθόν.
*O Στέφανος Μπατσής είναι νομικός και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom.