Η δολοφονία του Άλκη με βρήκε σε καραντίνα λόγω Covid. Έφευγα από το δωμάτιο που έπαιζα με τα παιδιά, έκλαιγα στο σαλόνι και ξαναπήγαινα μέσα. Δεν τον ήξερα τον Άλκη, αλλά νομίζω δεν έχω ξανακλάψει τόσο με τον θάνατο ενός άγνωστου ανθρώπου. Και δεν ήταν μόνο η ηλικία του ή η έννοια μου για τους γονείς του, ούτε η βαρβαρότητα των χτυπημάτων πάνω στο σώμα του.
Ήταν πολλά πράγματα που μου ερχόντουσαν στο μυαλό τις πρώτες μέρες. Και τα οποία θα προσπαθήσω να πιάσω ένα-ένα.
Δεν φοβάμαι πλέον μην παρεξηγηθώ ως κολλημένος. Τυχαίνει (ή και όχι) να είμαι Άρης και να πηγαίνω στο γήπεδο εδώ και περίπου 25 χρόνια. Έχει τύχει –έστω και σε άμυνα– να παίξω και καμιά μπουνιά, να βριστώ αισχρά (με ή χωρίς προφανή αιτία), να υπερβάλω για τα κατορθώματά μας, αλλά και για τις αποτυχίες των άλλων. Των όποιων άλλων.
Έχει περάσει βέβαια και πολύς καιρός που δεν μου αρέσει να τσουβαλιάζω ανθρώπους βάσει της οπαδικής τους ταυτότητας. Καθώς και πάλι τυχαίνει (ή και όχι) να εκτιμώ και να σέβομαι ανθρώπους που είναι ΑΕΛ, Παναθηναϊκός, ΠΑΟΚ, Ηρακλής, Ατρόμητος, ΑΕΚ, Ολυμπιακός, ΠΑΣ Γιάννινα, Παναιτωλικός, Αναγέννηση Καρδίτσας, Νίκη Βόλου.
Φίλους που έχουμε μεγαλώσει στις ίδιες πλατείες, που έχουμε προσπαθήσει να φτιάξουμε το κλίμα για καμιά παρουσία εκτός έδρας, φίλους που έχουμε μιλήσει μπας και βγει κάνα πανό κοινού περιεχομένου στα απέναντι πέταλα, φίλους που γνωριστήκαμε μιλώντας οπαδικά μέσα σε κάποιο κρατητήριο, όταν ο καθένας μας κυκλοφορούσε με τα μπλουζάκια της ομάδας του, φίλους που μισήσαμε από κοινού, δουλεύοντας για 3 ευρώ την ώρα σε κάποια αποθήκη της πόλης, φίλους που έχει τύχει να σταθούμε, όχι λίγες φορές, δίπλα-δίπλα απέναντι στην αστυνομική βία που έβαζε στο στόχαστρο κάποια διαδήλωση.
Μάλλον γίνομαι γραφικός, αλλά έτσι μεγάλωσε η δικιά μου γενιά.
Θυμάμαι ακόμα ως παιδί στις διαδηλώσεις του 2003 να κατεβαίνουν οι «μεγάλοι» οι δικοί μας –και ’γω από πίσω, μάλλον ενοχλητικός αλλά, γεμάτος χαρά– ντυμένοι στα κιτρινόμαυρα και λίγο πιο πέρα να βρίσκονται οπαδοί της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ, του Ηρακλή, του Παναθηναϊκού, χωρίς κανείς να την πέφτει σε κάποιον άλλον.
Θυμάμαι ότι στις συναυλίες υπήρχαμε δίπλα δίπλα, ακόμα κι αν δεν μιλιόμασταν ή τουλάχιστον δεν μιλούσαμε για αυτά τα θέματα, και πολλές φορές αράζαμε στις ίδιες παρέες.
Σήμερα αυτό δεν υπάρχει παρά μόνο σε ελαχιστότατες εξαιρέσεις και ίσως αυτό να είναι ένα από τα συμπτώματα μιας ασθένειας που έχει κατακλύσει τα παιδιά των γηπέδων και των δρόμων.
Όλα αυτά βέβαια δεν συνέβαιναν μέσα σε μία αγγελικά πλασμένη εποχή. Ας μη λέμε ψέματα, μετρούσε πολύ και το ξύλο, αλλά τουλάχιστον δεν μετρούσε μόνο αυτό. Μετρούσε η εκδρομή, τα χιλιόμετρα για την ομάδα, η καλή κερκίδα, η κόντρα με τη δικιά σου διοίκηση, κάτι που στις μέρες μας τείνει να εξαφανιστεί.
Κυνηγιόμασταν λοιπόν και πριν 20 χρόνια, και απ’ ό,τι ξέρω το ίδιο συνέβαινε και πριν 30 και 40 χρόνια. Και νεκροί υπήρχαν και ασέβεια στους νεκρούς υπήρχε. Αν κάτι άλλαξε, είναι η ποιότητα, η συχνότητα και τα μέσα της βίας. Κάτι που, κατά την άποψή μου, οι οπαδοί απλά αντανακλούν.
Και για όσους θέλουν να ψάξουν την αρχική πηγή του «κακού» μπορούν να τη βρουν μεταξύ του σύγχρονου ποδοσφαίρου, των παραγόντων του, των οπαδών που αυτοί έχουν ανάγκη και της διαρκούς και πολλαπλής κρίσης που βιώνει η κοινωνία εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία.
Το να απαντήσω γραπτά στα ερωτήματα που μου γεννήθηκαν τις πρώτες μέρες της δολοφονίας του Άλκη ίσως αποτελέσει και έναν στοιχειώδη μπούσουλα:
(1) Πέσαμε από τα σύννεφα;
Για τους οπαδούς γενικά, αλλά και ειδικά για τους οπαδούς της πόλης ήταν κοινό μυστικό: Ο επόμενος νεκρός δεν θα αργούσε να έρθει και το χειρότερο είναι πως ούτε τώρα υπάρχει κάποια πιο αισιόδοξη προσέγγιση για το πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση. Όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, η πόλη μας άλλωστε είναι ένα χωριό όπου τα νέα μαθαίνονται ακόμα κι αν πολλαπλά πέπλα σιωπής την έχουν σκεπάσει εδώ και αρκετό καιρό.
(2) Βία υπήρχε πάντα στα γήπεδα, όπως και σε όλη την κοινωνία. Πότε αυτή εκτοξεύτηκε;
Είναι σίγουρα η διπλή κρίση. Είναι σίγουρα η αλλαγή ρυθμών ζωής, κάτι που αποτυπώνεται χαρακτηριστικά ακόμα και στις διαφορετικές ναρκωτικές ουσίες που η νεολαία καταναλώνει κατά παραγγελία του νόμιμου και του παράνομου κεφαλαίου, περνώντας από τα αντιπαραγωγικά ναρκωτικά των προηγούμενων δεκαετιών που την κρατούσαν σε λήθαργο στα (πιο ακριβά) παραγωγικά ναρκωτικά και στα αντικαταθλιπτικά που την κρατάνε εθισμένη, αλλά παραγωγική. Είναι ο κοινωνικός κανιβαλισμός που προωθείται συστημικά και συστηματικά. Η όλο και πιο βίαιη κοινωνική ζωή. Η βία με χίλιες μορφές που δέχεται ένα παιδί, η φτώχεια, ο ρατσισμός, ο κοινωνικός αποκλεισμός. Αλλά είναι και κάτι ακόμα που πολύ συχνά ξεχνάμε.
Τόσο τα στοιχεία που κατά καιρούς βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας όσο και η εμπειρία όσων από εμάς έχει τύχει να πηγαίνουμε στο γήπεδο τις τελευταίες δεκαετίες δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Η οπαδική βία, σε αντίθεση με όσα μπορεί κανείς να διαβάσει στα περισσότερα δελτία Τύπου των κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων (επίσημα ή και μέσω των εφημερίδων/ δημοσιογράφων τους…), δεν σταμάτησε με την απαγόρευση των οργανωμένων μετακινήσεων και της απαγόρευσης παρουσίας οπαδών στους εκτός έδρας αγώνες των ομάδων τους.
Αυτή η επιλογή, η οποία λίγο ή πολύ εφαρμόζεται εδώ και περίπου 10-15 χρόνια –αρχικά και κυρίως στα ντέρμπι–, είχε άλλο σκοπό: Να προστατεύσει τα συμφέροντα και την εικόνα των ιδιοκτητών των ΠΑΕ, να προστατεύσει το ποδόσφαιρο όχι ως άθλημα αλλά ως «εμπορικό προϊόν», να κρύψει το πρόβλημα της –ομολογουμένως προϋπάρχουσας– βίας κάτω απ’ το χαλάκι και να τη μεταφέρει στα στενά και στους δρόμους των πόλεων, εκεί που δεν παίζονται στοιχήματα, τηλεοπτικά συμβόλαια, πανάκριβα εισιτήρια στις θύρες των επισήμων και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Και είναι η ίδια επιλογή, που ακόμα χειρότερα, αναβάθμισε το επίπεδο της έντασης, η οποία ως τότε έβρισκε δίοδο εκτόνωσης στα συνθήματα και στα αντισυνθήματα, αλλά και στην οπαδική βία. Από τη στιγμή όμως που η βία δεν διέκοπτε την ροή των (όχι λίγων) χρημάτων που κινούνται γύρω από το ποδόσφαιρο, δεν υπήρχε πρόβλημα. Η νέα γενιά οπαδών δεν έχει γνωρίσει τους μεγάλους της αντίπαλους στα απέναντι πέταλα όπου αυτό που θα μετρούσε θα ήταν το ποιος έκανε καλύτερη κερκίδα, αλλά στα ίνσταγκραμ και στα φέισμπουκ, στις μυθοποιημένες ιστορίες και στα ελάχιστα δευτερόλεπτα μιας σύγκρουσης σε κάποιο στενό και με καλυμμένα τα πρόσωπα.
Την ίδια στιγμή, ο κάθε πρόεδρος της κάθε ΠΑΕ μπορεί να στρατολογεί (με ή και χωρίς χαρτζιλίκι) τόσο φιλάθλους όσο και «οπαδούς» είτε για να χτίσει κοινωνική ασπίδα γύρω από τη, συνήθως, αντικοινωνική του δράση είτε ακόμα και για να επιβάλει τα συμφέροντά του διά της βίας απέναντι σε αντιπάλους επιχειρηματίες –σχετιζόμενους ή όχι με το ποδόσφαιρο–, δημοσιογράφους, διαιτητές, εργαζόμενους στις επιχειρήσεις του, ομάδες πολιτών που πιθανώς αντιστέκονται στο ένα ή στο άλλο επιχειρηματικό του πλάνο.
Το αντικείμενο του οπαδισμού μετακινήθηκε και αυτή η επιλογή ήταν, ολοφάνερα, μία στρατηγική επιλογή του κράτους και των ΠΑΕ.
(3) Τι ιδιαίτερο όμως συμβαίνει στην Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια; Μακεδονικό, επιχειρηματική δραστηριότητα, απόστρατοι της ΕΛ.ΑΣ. και τμήμα αθλητικής βίας.
Ο μοντέρνος οπαδισμός, τοξικό παράγωγο του μοντέρνου ποδοσφαίρου έχει αλώσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα πέταλα όλων των γηπέδων. Και σίγουρα ένα απαραίτητο βήμα για την όποια επόμενη μέρα του οπαδισμού στην Ελλάδα θα γίνει μέσα από σκληρή αυτοκριτική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι φταίνε και όλοι το ίδιο.
Η ένταση της βίας αλλά και τα χρησιμοποιούμενα μέσα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην πόλη πάλι εδώ και περίπου 15 χρόνια, ως μόδα που μας ήρθε από την Αθήνα. Υπήρξαν όμως καθοριστικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στην εδραίωση και μετάλλαξη της οπαδικής βίας λίγα χρόνια αργότερα, τότε που το «Μια πόλη, μια ομάδα» από οπαδικό σύνθημα μετατράπηκε σε επιχειρηματικό σχεδιασμό (ή και το αντίθετο).
Δικαιώνοντας τον χαρακτηρισμό τους ως Λούμπεν Μεγαλοαστική Τάξη, οι πρόεδροι των μεγάλων αλλά και των μικρότερων ΠΑΕ έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο, κάτι που δεν αφήνει απέξω κανέναν, αλλά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης και του ΠΑΟΚ αποκτά ακόμα πιο έντονα χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω της πολύ μικρής χρονικής περιόδου που εκδηλώθηκε με εμφατικό τρόπο.
Η εισβολή του προέδρου του ΠΑΟΚ στο ματς με την ΑΕΚ πριν λίγα χρόνια, προσπαθώντας μάλιστα να πιάσει το όπλο του μπροστά στις κάμερες δεν μπορεί να προσπεραστεί. Ούτε βέβαια οι αναρτήσεις με τα μαχαίρια του γιου του, ούτε βέβαια το ότι ήταν και πάλι ο γιος του που ανέβαζε βίντεο με πανηγυρισμούς του έξω από το γήπεδο του Άρη, ο οποίος τότε βρισκόταν στις χαμηλότερες κατηγορίες.
Είναι αυτές και άλλες τόσες κινήσεις (δικηγόροι διορισμένοι από την ΠΑΕ για συλληφθέντες οπαδούς, υπεύθυνοι ασφαλείας που υπήρξαν αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ., υλικοτεχνική υποστήριξη με τη μορφή δωρεάς σε αστυνομικά τμήματα, εκρηκτική επέκταση των επιχειρήσεών του στη Β. Ελλάδα και δημιουργία μιας μεγάλης δεξαμενής εργαζομένων, κυρίως οπαδών, που εξαρτούσαν την επιβίωσή τους απ’ αυτές, πολιτικές επιδιώξεις και επαφές κ.λπ.) που μέσα σε λίγα χρόνια δημιούργησαν ένα πολύ ισχυρό παράλληλο κέντρο εξουσίας μέσα στην πόλη.
Το ότι ανάλογος είναι ο στόχος του Καρυπίδη, του Μαρινάκη (και οι δύο τουλάχιστον αντιπαθέστατοι για τον γράφοντα) ή του όποιου άλλου είναι κάτι που προφανώς ισχύει, αλλά αυτή η παραδοχή δεν μπορεί να αναιρέσει το τι τελικά συνέβη.
Μέσα σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν δύο ακόμα παράγοντες, καθοριστικοί για το πώς φτάσαμε εδώ. Η προσωπική σχέση μπάτσων του Τμήματος Αθλητικής Βίας με κάποιους οπαδούς του ΠΑΟΚ, αλλά και τα όσα συνέβησαν τους μήνες πριν και μετά την περιβόητη Συμφωνία των Πρεσπών.
Έχοντας καταφέρει να δώσει όραμα στους οπαδούς του ΠΑΟΚ μέσα στο γήπεδο και φέρνοντας ομολογουμένως επιτυχίες μετά από δεκαετίες μέτριων επιδόσεων, ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας αλλά και ο γιος του μετατράπηκαν σε ιερά τοτέμ για μεγάλη μερίδα των οπαδών της ομάδας, οι οποίοι, άμεσα ή έμμεσα, στήριξαν τη δική του πολιτική γραμμή στις τότε διαδηλώσεις, ενώ κανείς δεν έμαθε τι έγινε με τα δημοσιεύματα της περιόδου που ήθελαν τον Ιβάν Σαββίδη υποκινητή των διαδηλώσεων τόσο στη Β. Μακεδονία όσο και στη Θεσσαλονίκη.
Αξίζει να θυμηθούμε πως οπαδοί του ΠΑΟΚ φέρονται να πραγματοποίησαν τον εμπρησμό της κατάληψης Λιμπερτάτια και αποπειράθηκαν να επιτεθούν σε αντιφασιστική συγκέντρωση στην Καμάρα τον Γενάρη του 2018, ενώ ήταν οπαδοί της ίδιας ομάδας (όπως μαθαίνουμε και από τις πρόσφατες συλλήψεις τους) που είχαν πραγματοποιήσει ανάλογες επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους, στον τότε δήμαρχο της πόλης Γ. Μπουτάρη, σε μετανάστες, σε αναρχικούς και αριστερούς.
Ρόλο έπαιξε και συνεχίζει να παίζει και η φιλία με την Παρτιζάν, τα αποτελέσματα της οποίας, εκτός από τα ακροδεξιά σύμβολα, αποτυπώθηκαν γλαφυρά και στο πανό με τον σφαγέα Μλάντιτς, και πάλι πριν λίγα χρόνια.
(4) Φασίστες ή αντιφασίστες λοιπόν;
Δεν έχει καμία σημασία για ένα μεγάλο, ίσως κυρίαρχο, κομμάτι της νέας οπαδικής βάρδιας, κάτι που φάνηκε επίσης από τις τελευταίες συλλήψεις για τη δολοφονία του Άλκη. Ακόμα κι αν εγώ πιστεύω ότι τα πέταλα δεν πρέπει να αφεθούν βορά στις ορέξεις των φασιστών και προσπαθώ να έχω μια αντιφασιστική κοσμοαντίληψη και δράση στη ζωή μου, αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά τόσο για να απαντήσει στο τι ήταν οι συγκεκριμένοι όσο και για να χαρακτηρίσει τους σύγχρονους οπαδούς και την κουλτούρα τους. Αμφεταμίνες και «γρήγορα» ναρκωτικά, χαρτζιλίκια, υποταγή στον πρόεδρο της ΠΑΕ, μπάχαλα κατά παραγγελία, αδιαφορία για τις εκδρομές και ενδιαφέρον για πεσίματα. Εκεί θα συνεχίσουμε να είμαστε, αλλά ας ξέρουμε πως η εποχή δεν βοηθάει για την απάντηση της συγκεκριμένης ερώτησης. Ούτε το πέσιμο από φασίστες συνδεσμίτες σε «αντιφασίστες» συνδεσμίτες φαίνεται πως μπορεί να είναι αρκετό για να επέλθει μια βαθιά ρήξη αναμεταξύ τους, ούτε βέβαια η επίκληση μιας ιστορίας του όποιου συλλόγου ή του όπου συνδέσμου είναι αρκετή.
Ή πιο απλά: Είναι το ίδιο φασιστικό το να γράφεται το «Λευτεριά στα αδέρφια μας» πάνω από το «ΑΛΚΗ ΖΕΙΣ», είτε έχει αλφάδι και ACAB να το συνοδεύει είτε έχει κάποιον κέλτικο σταυρό ή σβάστικα. Από την άλλη, η επιμονή του γραψίματος αυτών των συνθημάτων είτε από φασίστες είτε από αντιφασίστες γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη υπόθεση αν σκεφτεί κανείς το ότι οι συλληφθέντες ακολούθησαν τον αδιέξοδο δρόμο του αλληλοφορτώματος των γενικών αλλά και των πιο «ειδικών» για το τραγικό περιστατικό στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.
(5) Μόνο τα μαχαίρια σκοτώνουν;
Το πολιτικό στίγμα αυτών των χρόνων πήγαινε χέρι-χέρι με την αναβάθμιση της βίας και με την όλο και πιο έντονη χρήση αιχμηρών αντικειμένων και άλλων όπλων, τα «πεσίματα» σε σπίτια και χώρους δουλειάς, το κυνήγι «άσχετων», τακτικές που εφαρμόστηκαν επίσης και από άλλους οπαδούς της πόλης, τόσο του Άρη όσο και του Ηρακλή.
Δεν υπάρχει ίδια ευθύνη, παρ’ όλα αυτά είναι ήδη αργά και πρέπει να μπει ένα τέλος, γιατί αν η κάθε πλευρά συνεχίσει να θυμάται και να αναπαράγει μόνο το τι της συνέβη από τους αντιπάλους, ο Άλκης δεν θα είναι ο τελευταίος που χάνει τη ζωή του.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στην Θεσσαλονίκη, δεν είναι μόνο τα μαχαιρώματα ή οι πυροβολισμοί που μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο. Στον θάνατο οδηγούν και τα σίδερα στο κεφάλι, οι ναυτικές σε ευθεία βολή, τα στυλό, οι μολότοφ σε λεωφορεία ή σε ανοιχτούς συνδέσμους, και, όπως έδειξε και η τραγική ιστορία του Νάσου, ακόμα και το κυνήγι σε έναν μεγάλο δρόμο όπου αμάξια διέρχονται με μεγάλη ταχύτητα.
Οπότε ναι, είναι σίγουρα ένα σημαντικό βήμα το να επικρατήσει στις τάξεις των οπαδών ότι τα μαχαίρια πρέπει να αποβληθούν από την οπαδική κουλτούρα, αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες. Αυτό δεν είναι αρκετό.
(6) Είναι όλοι οι οπαδοί του ΠΑΟΚ έτσι;
Προφανώς και όχι. Για την ακρίβεια, είναι μία ισχυρή αλλά μικρή μερίδα τους. Και μιλάω για τους οπαδούς. Έκανα κουβέντες με ανθρώπους που είναι 20 και 30 χρόνια σε πέταλα, εκδρομές και μανούρες με τον ΠΑΟΚ και ούτε χαρτζιλίκια παίρνουν ούτε τα στραβά μάτια σε δολοφονικές επιθέσεις θέλουν να κάνουν. Από αυτό το γεγονός μέχρι το σημείο να αλλάξουν οι ισορροπίες μέσα στον ΠΑΟΚ, όπως αντίστοιχα να αλλάξουν οι ισορροπίες για οποιοδήποτε θέμα μέσα σε ένα πέταλο, χρειάζεται ένα μεγάλο άλμα. Ποιοτικό και ποσοτικό. Ένα άλμα ρήξης που ούτε κατά παραγγελία γίνεται ούτε είναι η πιο εύκολη απόφαση για να πάρει κανείς.
Μία ρήξη όμως που είναι αναγκαία για όσους θέλουν να συνεχίσουν να πηγαίνουν γήπεδο, χτίζοντας μία διαφορετική οπαδική κουλτούρα.
(7) Και αν δεν είναι η καταστολή, ποια θα μπορούσε να είναι η λύση;
Οφείλω να το επισημάνω. Τα μέτρα της κυβέρνησης για τη βία που σχετίζεται με τα γήπεδα τσουβαλιάζουν, είναι δυσανάλογα τιμωρητικά, αλλά κυρίως είναι υποκριτικά. Είναι οι ίδιες οι κυβερνήσεις που χαριεντίζονται άλλωστε με τον κάθε Λούμπεν Παράγοντα, οι ίδιες που προωθούν τα ψηφοδέλτιά τους στους κύκλους των συνδέσμων λίγο πριν τις εκλογές, οι ίδιες που δημιουργούν, με τις πολιτικές τους, μια όλο και πιο βίαιη καθημερινότητα για τα φτωχόπαιδα που έχουν το γήπεδο σαν τελευταίο σημείο έκφρασης και κοινωνικοποίησης.
Η εμμονή στη λύση της καταστολής, του ιδιώνυμου, των δυσθεώρητων ποινών ακόμα και για πλημμελήματα δεν πρέπει από την άλλη να μας ξαφνιάζει. Η καταστολή άλλωστε αποτελεί την κύρια, αν όχι τη μοναδική απάντηση σε κάθε κοινωνικό πρόβλημα τα τελευταία 2 χρόνια.
Μια τέτοια μέθοδος προσέγγισης όμως ενός κοινωνικού προβλήματος, γιατί τέτοιο είναι και η οπαδική βία, είναι ικανή να το κουκουλώσει για λίγο, ίσως και να το βοηθήσει να αλλάξει τρόπο, τόπο και χρόνο εκδήλωσης, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να το επιλύσει.
Και ποια θα μπορούσε να είναι η λύση τελικά;
Έχουν κουσούρια και αντιφάσεις, ίσως πιο έντονα από πολλούς άλλους ανθρώπους. Αλλά οι οπαδοί είναι οι μόνοι που μπορούν να δώσουν τη λύση.
Δεν είναι ανάγκη να γίνουν κολλητοί, να κάθονται δίπλα-δίπλα στα καρεκλάκια όπως συνέβαινε επί Χούντας. Αλλά τώρα που βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση, έχουν μία μοναδική ευκαιρία να ξαναδούν, ο καθένας χώρια και όλοι μαζί, τις προτεραιότητές τους.
Όχι από φόβο απέναντι στην κυβέρνηση, την όποια κυβέρνηση, απέναντι στην αστυνομία και στα δικαστήρια.
Αλλά από αυθεντική αγάπη για το οπαδιλίκι, τις Κυριακές, τα ανοίγματα των συνδέσμων, τις εκδρομές.
Ξαναλέω: Οι εκδρομές και τα εκτός έδρας που κατάφερναν να εκτονώνουν την ένταση μέσω της φωνής που έπρεπε να είναι πιο δυνατή από του αντιπάλου. Οι εκδρομές είναι αυτές που τον απομυθοποιούσαν, που τον έφερναν απέναντι σου όχι για ελάχιστα λεπτά ή και δευτερόλεπτα μέσα στο σκοτάδι, αλλά για δύο και τρεις ώρες εκεί που αυτός που μετρούσε ήταν αυτός που έκανε καλύτερη κερκίδα.
Μια τέτοια συνεννόηση πρέπει να βγει, μια τέτοια συνεννόηση ήδη αρχίζει και μιλιέται όλο και πιο πολύ, άτυπα και τυπικά μεταξύ όσων δεν είναι διατεθειμένοι να (συνεχίσουν να) σκοτώνονται καταλήγοντας σε κάποιο τάφο ή σε κάποια φυλακή.
Μια τέτοια συνεννόηση που θα βάλει σε πρώτη προτεραιότητα την οπαδική γραμμή από τη γραμμή του όποιου προέδρου που θέλει να κόβει πιο πολλά εισιτήρια σε ποδοσφαιρικούς αγώνες μόνο για τους γηπεδούχους.
Για το πώς θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια συνεννόηση αναρωτιόταν και ο Γέρος, μία μέρα πριν πεθάνει, μέσα σε ένα δωμάτιο του Θεαγένειου Αντικαρικινικού Νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη, όταν του μετέφερα ότι υπήρχε η συζήτηση για να ανταλλάξουμε εισιτήρια με τους οπαδούς του Ηρακλή, κάτι που τελικά και αυτός και εγώ και όσοι άλλοι το ζυγίσαμε και από τις δύο πλευρές, αποφασίσαμε να αποφύγουμε για να μην εκτεθούμε, γιατί δεν «ωρίμασαν ακόμα οι συνθήκες».
Κι ας δίναμε τη ζωή μας όλη για ένα εκτός στο Ιβανόφειο. Κι ας θυμόμουν πως σε εκείνο το γήπεδο, πριν δύο δεκαετίες και κάτι, έγινα οπαδός, ούτε 14 χρονών παιδάκι, βάζοντας τα κλάματα από συγκίνηση όταν χάναμε για 30+ πόντους και κάναμε την καλύτερη κερκίδα που έχω ζήσει, αναγκάζοντας τους αντίπαλους οπαδούς να χειροκροτάνε, τους παίκτες βουρκωμένους να ζητάνε συγνώμη που έχασαν τόσο εύκολα και με τόσο μεγάλη διαφορά.
Δεν είμαστε έτοιμοι, πολλά νέα παιδιά ίσως να μην έχουν γνωρίσει καν ένα τέτοιο ντέρμπι, που έπρεπε να βγεις νικητής στην κερκίδα ακόμα κι αν έχανες ταπεινωτικά μέσα στο γήπεδο. Οι αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών αντικατέστησαν τα βιώματα και τις εικόνες που συγκροτούν την οπαδική αντίληψη της κάθε περιόδου. Αλλά όσο μεγαλώνουν νέα «οπαδάκια» χωρίς την κάψα να οργανώσουν και να πάνε μία εκδρομή, χωρίς να έχουν εικόνα του εκτός έδρας, χωρίς να είναι η κερκίδα το σημείο γύρω από το οποίο δομείται η κουλτούρα τους, χωρίς να ξέρουν το πόσο γέλιο έχει να μπαίνεις σε ένα οπαδικό λεωφορείο, τόσο αυτά θα ταυτίζονται όλο και πιο πολύ με τις έγνοιες, τα συμφέροντα και τις βλέψεις του προέδρου της ομάδας τους.
Δεν θα είναι εύκολο αλλά δεν θέλει και πολλά.
Συμφωνία για αποκλιμάκωση της βίας και για οργανωμένες μετακινήσεις μεταξύ όσων μπορούν να τηρήσουν και να κατανοήσουν τη σημασία μιας τέτοιας κίνησης, για όσους θέλουν να κρατήσουν τα πέταλα ζωντανά, για όσους είναι διατεθειμένοι να παλέψουν για το άνοιγμα των συνδέσμων, για όσους αντέχουν να βγουν στη σέντρα με αυτούς που πρέπει: τις σύγχρονες Θάτσερ, τους δημοσιογράφους που παπαγαλίζουν, τους μπάτσους, τους «εχθρούς που βρίσκονται στα επίσημα», όπως λέγαμε πιτσιρικάδες, τους ιδιοκτήτες των ΠΑΕ που όσο εμείς σφαζόμαστε μεταξύ μας βρίσκουν νέους τρόπους να πλουτίζουν από την αγάπη μας για την ομάδα.
huis
Το κείμενο το βρήκα εξαιρετικό. Πρότασή μου είναι να γραφτούν κι άλλα κείμενα πάνω στο ίδιο θέμα (ή να συγκεντρωθούν, αφού θα έχουν γραφτεί κι αντίστοιχα), από οπαδούς μεγαλύτερης ηλικίας με εμπειρία στα γήπεδα και τους συνδέσμους, αλλά και νεότερους, διαφορετικών ομάδων κιόλας, και να εκδοθεί ένα βιβλίο.
Δεν θα γίνει τίποτα για τους ίδιους λόγους που δεν υπάρχει συνδικαλισμός που δεν υπάρχουν πια νέες καταλήψεις και στέκια σε σχολές . Τα πιτσιρίκια ούτε να σπουδάσουν δεν θέλουν ούτε καν φοιτητική ζωή δεν επιδιώκουν Όσοι περνάνε ψάχνονται να τελειώνουν όσο γίνεται γρηγορότερα. Όσοι έχουν αίμα που βράζει και συνείδηση κάνουν παρεακια γιατί το λουμπεναριο στην χώρα είναι στο ταβάνι και απογοητεύονται πολύ γρήγορα μετά τις πρώτες προσπάθειες. Είμαι αθεράπευτα αισιόδοξος αλλά επίσης πραγματιστής και στα 56 πια με σχεδον 1000 αγώνες μεσα εκ των οποίων οι 800 εκτός έδρας. Συμμετείχα σε τρεις καταλήψεις και δύο επαρχιακούς συνδέσμους στην μακεδονια . Έχετε δει πόσο νέο αίμα υπάρχει; Έχετε δει τι απαξίωση στην ζωή έχουν τα φιντανια τα μικρά στις κερκίδες; Πότε παλιά θα την έστηνε κάποιες στην δουλειά η στο σπίτι του άλλου; Παιδιά η κερκίδα είναι χαμένη υπόθεση πια. Όπως και η αναρχία. Τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία. Η αναρχία θα ανθίσει και πάλι είναι ανθρώπινη ανάγκη. Η κερκίδα είναι νεκρή και θα μείνει νεκρη
Σ΄ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια.
Η μπροσούρα πάντως δεν έχει εξαντληθεί…
Δεν είμαστε σε θέση να λάβουμε τόσο σοβαρή θέση για το τί “θέλουν τα πιτσιρίκια”…όταν μάλιστα τα όσα συνέβαιναν στην ίδια πόλη, δύο χρόνια πίσω στο Αριστοτέλειο, θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε κι ως ελαφρώς ενθαρρυντικά.
Όμως, ως προς τη θέση σου για τα ¨οπαδικά¨ φαίνεται να συμφωνούμε!
Ως προς την αναρχία, τί να σου πούμε… καλώς ή κακώς, όπως θα ξέρεις, δεν εντασσόμαστε σε κάποιο συγκεκριμένο ιδεολογικοπολιτικό σχέδιο.
Καλή συνέχεια