To HUMBA! δεν δέχεται εύκολα τις έννοιες επικαιρότητα, συγκυρία κτλ. Ή πιο σωστά τις αντιλαμβάνεται με τους δικούς του ρυθμούς. Όσοι εκδίδουμε το έντυπο αυτό κάνουμε και άλλες δουλειές και δεν βιοποριζόμαστε από αυτό, οπότε έχουμε να τα βάλουμε και με την καθημερινότητά μας.Όλα αυτά τα ανούσια τα γράφουμε επειδή ίσως κάποιοι να παραξενευτούν που θα διαβάσουμε 5-6 μέρες μετά για τις παρενέργειες κυρίως του αγώνα BFC-PSG.
Παρενέργειες που σοσιαλμηντιακά εδώ στην Ελλάδα ξέφυγαν πάρα πολύ από το συνηθισμένο, αντιδράσεις που εμάς δεν μας ξένισαν ή δεν μας βρήκαν σώνει και καλά αντίθετους, αλλά που πρέπει να τις διαχειριστούμε…
Ως πρώτη αντίδραση λοιπόν φιλοξενούμε τα κείμενα των Χρίστου Χαραλαμπόπουλου και Κώστα Καλφόπουλου. Τις επόμενες μέρες θα ακολουθήσουν και άλλες γνώμες…
Απολαύστε ακομπλεξάριστα
Πι Ζήτα
Υ.Γ. κύριε Παναγιώτη, δεν μας παίρνει να έχουμε κάποιο κείμενο στο επόμενο τεύχος του HUMBA! αλλά υπόσχομαι πως κάτι θα κάνω από δω
Στο ποδόσφαιρο, όλα γίνονται.
του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου
Η αποθέωση που γνώρισε το παιχνίδι ρεβάνς ανάμεσα στην Μπάρτσα και την Παρί στο Καμπ Νου, ήταν φυσιολογική. Ο πρώτος λόγος είναι ο ιστορικός. Ανατροπή του 4-0, ιδίως σε αυτό το επίπεδο δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Ο δεύτερος είναι ο τρόπος που έγινε αυτή η ανατροπή με ιδιαίτερο τονισμό σε αυτό το χαρακτηριστικό που οι αγγλοσάξωνες ονομάζουν drama και μεγεθύνεται από την τηλεοπτική κάλυψη. Αμφιβάλλω αν αυτή η ανατροπή θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο σε περίπτωση που οι αντίπαλοι ήταν λιγότερο γνωστοί και ο αγώνας γινόταν στο πλαίσιο μίας διαφορετικής διοργάνωσης. Προφανώς η εμπορικότητα των ομάδων έχει την σημασία της. Η μία ομάδα, η Μπάρτσα, τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σταθερά στην τριάδα των δημοφιλέστερων ομάδων στην Ευρώπη και των ομάδων με τα υψηλότερα έσοδα. Η άλλη, η Παρί, μετά την αγορά της από ένα κρατικό επιχειρηματικό σχήμα του Κατάρ, ανέβασε την εμπορική της απήχηση και την οικονομική της δύναμη, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνεται στην 7αδα των ομάδων με τα υψηλότερα έσοδα στην Ευρώπη. Η δημοτικότητα των δύο ομάδων –που αμφότερες εχουν στενές οικονομικές σχεσεις με το Κατάρ- χρησιμοποιείται απο το πλούσιο κρατίδιο του Περσικού για την υποστήριξη της διεθνούς του εικόνας ενόψει του μουντιάλ του 2022 το οποίο θα διοργανώσει , πραγματοποιώντας μία τεράστια επένδυση ύψους 220 δις δολαρίων. Υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας που συντέλεσε στην μεγέθυνση του αντίκτυπου. Οι θεωρίες συνομωσίας που εξέθρεψε, γεγονός στο οποίο συνέβαλε η κακή απόδοση του τούρκου διαιτητή, που ευνόησε την Μπάρτσα.
Αγωνιστικά, η Μπάρτσα που δεν έχει την αποτελεσματικότητα των προηγούμενων χρόνων, προσπάθησε περισσότερο να πετύχει το αδύνατο, χωρις όμως την θεαματικότητα που συνόδευε τις ενέργειές της, παλιότερα. Η Παρί, πίστευε ότι το σκορ του πρώτου αγώνα ήταν αρκετό, ιδίως μετά το γκολ του Καβάνι και νομίζω ότι γι΄αυτό κατέρρευσε το τελευταιο δεκάλεπτο, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί την πίεση.
Η αντιμετώπιση του παιχνιδιού στην Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική από ότι σε πολλές ευρωπαικές χώρες. Εκεί η διαιτησία αντιμετωπίζεται ως ένα από τα συστατικά στοιχεία του παιχνιδιού αλλά δεν θεωρείται σπουδαιότερη από το παιχνίδι, τις ομάδες ή τους ποδοσφαιριστές. Επιπλέον εκεί το παιχνίδι αντιμετωπίζεται ως διασκέδαση, ως θέαμα και αυτό καθορίζει την κατάταξή του στην αξιακή κλίμακα των ανθρώπων. Εδώ, η διαιτησία θεωρείται το βασικό στοιχείο του παιχνιδιού, το κύριο κλειδί αποκρυπτογράφισης του αποτελέσματος. Το γεγονός αυτό αν συνδιαστεί με την στάση μας να εκλαμβάνουμε “επί προσωπικού” νίκες και ήττες, αποκαλύπτει την έλλειψη αθλητικής-ποδοσφαιρικής παιδείας και εξηγεί εν μερει τις υπερβολικές έως παράλογες συμπεριφορές, απέναντι στο παιχνίδι, δικαιώνοντας τον προπονητή της ομάδας μπάσκετ της πρώην Σοβιετικής Ενωσης Αλεξάντερ Γκομέλσκι, οποίος το 1987 είχε δηλώσει πως “οι έλληνες δεν αγαπούν τα ομαδικά σπορ αλλά τις νίκες σε αυτά”.
Το ματς του αιώνα;
του Κώστα Καλφόπουλου
Θα μπορούσε να ήταν το «ματς του αιώνα» (μέχρι το επόμενο), αν δεν υπήρχαν πολλά «αν»: αν ο διαιτητής δεν έδινε δύο πέναλτυ που μόνο στην Ελλάδα του κρατικού πρωταθλητή σφυρίζονται, αν ο Καβιάνι κι ο ΝτιΜαρία δεν έχαναν 2 απανωτές ευκαιρίες, όταν ακόμα το σκορ ήταν 3-1 για τους «μπλαουγκράνα», αν ένα από τα 2 πέναλτυ δεν έμπαινε, αν, αν, αν. Θα μπορούσε επίσης να ήταν μια «διαφήμιση του ποδοσφαίρου», αν το ίδιο το ποδόσφαιρο δεν προβάλλει πλέον από το computer animation των διαφημίσεων σαν μια «μαγική εικόνα», όπου όλα είναι δυνατά στον κόσμο του υπεραθλητή -και του τηλεθεατή. Θα μπορούσε επί πλέον να επισκιάσει ακόμα και τον ακατάρριπτο μύθο του ιστορικού 4-3 ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γερμανία, στο Μουντιάλ του 70, αν δεν επρόκειτο για έναν αγώνα δύο, οικονομικών και ποδοσφαιρικών, μεγαθηρίων στη Royal Class του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Θα μπορούσε ακόμα να ήταν ένα από εκείνα τα «θαύματα» που μόνο στο ποδόσφαιρο μπορούν (πιο σωστά, μπορούσαν κάποτε) να πραγματοποιηθούν, αν δεν υπήρχαν οι στοιχηματικές εταιρίες που παραμονεύουν σαν τους ληστές του Ουέστ την ταχυδρομική άμαξα. Κι ακόμα, θα μπορούσε να ήταν ο θρίαμβος του ποδοσφαίρου, αν χρόνια τώρα, το δημοφιλές ομαδικό άθλημα δεν είχε υπαχθεί στους κανόνες της απόλυτης τηλεοπτικής σκηνοθεσίας και, κυρίως, σ’ εκείνη την τεχνολογία που «διαβάζει» simultan κάθε αγώνα σαν μία ακτινογραφία, με στατιστικές, ποσοστά και επιδόσεις.
Σίγουρα πάντως, πέρα από τις οπαδικές, συλλογικές προτιμήσεις, ο αγώνας, όπως βέβαια, το 4-4 της Εθνικής Σουηδίας με την Εθνική Γερμανίας, το 2012, αλλά και το περσινό 4-3 της Λίβερπουλ απέναντι στη Ντόρτμουντ (κυρίως για την εναλλαγή του σκορ) θα μείνει χαραγμένος στη μνήμη των (τηλε)θεατών, πρωτίστως βέβαια εκείνων των τυχερών (και εξ ίσου άτυχων, στην κερκίδα των φιλοξενουμένων) που έζησαν στο Καμπ Νου τον θρίαμβο και την τραγωδία στα 95 λεπτά του αγώνα.
Γεγονός είναι ότι το ποδόσφαιρο του 21ου αιώνα έχει αλλάξει ριζικά μορφή. Αρχής γενομένης με τον Νόμο Μποσμάν, που τίναξε στον αέρα τα παραδοσιακά θεμέλια των ποδοσφαιρικών συλλόγων, ύστερα με την απόλυτη τηλεοπτικοποίηση (με ασύλληπτα κοστολόγια) του προϊόντος και, τέλος, με τις στοιχηματικές εταιρίες που διεύρυναν το καταναλωτικό κοινό και αλλοίωσαν τον χαρακτήρα των αγώνων, το ποδόσφαιρο είναι οριστικά και αμετάκλητα big business. Δεν ωφελούν ούτε οι καταγγελίες περί απόλυτης εμπορευματοποίησης του αθλήματος ούτε οι δακρύβρεχτες νοσταλγικές αναδρομές και επικλήσεις στα «χρόνια της αθωότητας». Ο αγώνας Μπαρσελόνα – Παρί Σαιν Ζερμαίν επιβεβαίωσε ακόμα μια φορά αυτήν ακριβώς τη μετάλλαξη του αθλήματος σε ένα τηλεοπτικό υπερθέαμα με υπεραθλητές στους σύγχρονους καθεδρικούς της ύστερης νεοτερικότητας, που δικαίως πλέον ονομάζονται ως επί το πλείστον «αρένες». Το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ το 2022, αν πράγματι διεξαχθεί με τους όρους της διοργανώτριας χώρας, όπως τούς αποδέχτηκε η FIFA, θα αποτελέσει την κορύφωση αυτής της αναπόδραστης εξέλιξης.
Yπάρχει μια γαλλική έκφραση, «Με το ‘‘αν’’ βάζει κανείς το Παρίσι στο μπουκάλι» (avec des si on mettrait Paris en bouteiile). Η Μπαρσελόνα το έκανε αυτό πράξη: έβαλε την Παρί (Σαιν-Ζερμαίν) στο μπουκάλι και την πέταξε στα απόνερα ενός αναπάντεχου κι οδυνηρού αποκλεισμού. Όσοι πάντως είδαν τον αγώνα και τον ερμήνευσαν, αναλόγως προτίμησης, είτε ως «διαιτητικό σκάνδαλο» είτε ως νικητήριο αποτέλεσμα της «βαριάς φανέλλας» είναι, προφανώς, ακόμα βαθιά νυχτωμένοι στη μίζερη νεοελληνική πραγματικότητα, με αρρωστημένες νοοτροπίες και παντελή άγνοια της πραγματικότητας. Ένα παιγνίδι που -είναι σα να- «βγαίνει» μέσα από το Play Station 4, μπορεί να είναι συναρπαστικό όσο ένα «βίντεο γκαίημ». Είναι ρεαλιστικό, αλλά όχι αληθινό.
[…] See more at: http://www.humbazine.gr/index.php/blog/barca-paris-2017/#sthash.C0hwU66I.dpuf […]
[…] http://www.humbazine.gr/index.php/blog/barca-paris-2017/#sthash.C0hwU66I.dpbs […]