Ο σινεφίλ Αγαπητός Ηγέτης
Μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Κιμ Γιονγκ Ιλ, τον μακαρίτη δικτάτορα της Βόρειας Κορέας, για πολλά, και μερικά από αυτά θα είναι αλήθεια -είναι δύσκολη η εξακρίβωση όλων των μύθων που κυκλοφορούν γύρω από τον 38ο παράλληλο. Θα είμαστε άδικοι όμως αν πούμε πως δεν αγάπησε τον κινηματογράφο.
Τον αγάπησε πολύ και χωρίς διάκριση ειδών, και τον υπηρέτησε από πολλά πόστα. Διασταυρωμένες πληροφορίες λένε πως είχε μια τεράστια συλλογή –πάνω από είκοσι χιλιάδες– βιντεοκασέτες, και ιδιαίτερη αδυναμία στη σειρά των Ράμπο, των Τζέιμς Μποντ, στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, τον Τζον Γοευέιν, τις γιαπωνέζικες ταινίες καταστροφής, τις χονγκονγκέζικες ταινίες πολεμικών τεχνών, στο “Όσα Παίρνει ο Άνεμος”. Υπήρξε πιθανότατα ο μόνος αρχηγός κράτους που, σύμφωνα με το έγκυρο imdb.com, ήταν παραγωγός τριών φιλμ –λέγεται, μάλιστα, ότι σκηνοθέτησε τουλάχιστον ένα από αυτά, το τρίωρης διάρκειας “Pibada” (Sea of blood), μεταφορά στην οθόνη της ομώνυμης όπερας του πατέρα του, Κιμ Ιλ Σουνγκ.
https://www.youtube.com/watch?v=JGZ8XU5QulU
Στην πραγματικότητα για μισό αιώνα βρισκόταν, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, πίσω από ολόκληρη την κινηματογραφική παραγωγή της χώρας. Μερικές από τις ταινίες, όπως το “Sara-innun ryonghongdul” ο βορειοκορεάτικος Τιτανικός, ή η σειρά ταινιών “Unsung Heroes“, μια σοσιαλιστική εκδοχή του Τζέιμς Μποντ, βασίζονταν σε διεθνείς κινηματογραφικές επιτυχίες.
Έγραψε επίσης μία πολυσέλιδη και πολύ λεπτομερή μελέτη για το σινεμά, το «Σχετικά με την τέχνη του κινηματογράφου (1973)», που διδάσκεται και μελετάται ενδελεχώς στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου και Θεάτρου της Πιονγιάνγκ, ενώ έχουν καταγραφεί και τρεις ομιλίες του, η πρώτη του 1968, που εξετάζουν πιο πρακτικά θέματα σχετικά με τη δημιουργία ταινιών προπαγάνδας –και, όπως σημειώνει ο ίδιος, αριστουργημάτων.
Βέβαια, η πράξη που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την απελπισμένη αγάπη του Κιμ Γιονγκ Ιλ για το σινεμά είναι άλλη, έγινε μάλιστα και βιβλίο. Ας τη συνοψίσουμε έτσι: στα 1978 απαγάγει στο Χονγκ Κονγκ τους δυο μεγαλύτερους σταρ του νοτιοκορεάτικου κινηματογράφου, πρώτα την ηθοποιό Τσόι Έουν Χι και λίγο μετά τον πρώην άντρα της, τον σκηνοθέτη Σιν Σανγκ Οκ. Απαιτεί να ξαναγίνουν ζευγάρι πίσω και κυρίως μπροστά από την κάμερα, ώστε να βοηθήσουν στην αναμόρφωση του βορειοκορεάτικου σινεμά. Μένουν πέντε χρόνια σε χωριστά στρατόπεδα εργασίας μέχρι να πειστούν.
Στα 1983 ξαναπαντρεύονται σε δημόσια τελετή, ως επαναστάτες κινηματογραφιστές, και γυρίζουν μαζί, μεταξύ άλλων, μια σοσιαλιστική ταινία καταστροφής, το “Pulgasari”, τον βορειοκορεάτικο Γκοντζίλα που είναι πολύ καλύτερος από τον κανονικό γιατί στο τέλος νικάει ο λαός και πεθαίνει ο καπιταλισμός.
Το 1986 το ζευγάρι θα καταφέρει να το σκάσει στη διάρκεια ενός φεστιβάλ κινηματογράφου στη Βιέννη. Θα γυρίσουν στη Νότια Κορέα μόλις το 1999. Κυκλοφορεί και μια εναλλακτική, γιαπωνέζικης έμπνευσης άρα λιγότερο πιθανή, βερσιόν της ιστορίας, πως διέσχισαν δηλαδή τον 38ο παράλληλο με τη θέλησή τους, ψάχνοντας για καλύτερες προοπτικές στην καριέρα τους.
Πώς μας πάνε όλα αυτά στο ποδόσφαιρο; Και γιατί στο ποδόσφαιρο;
Ο Κιμ Γιονγκ Ιλ στα 29 του, τέσσερα χρόνια πριν αναλάβει υπεύθυνος Γραμμάτων και Τεχνών στο Τμήμα Προπαγάνδας και Καθοδήγησης, απευθύνει στους Βορειοκορεάτες σεναριογράφους και σκηνοθέτες μια μακροσκελή ομιλία με τίτλο: «Ας κάνουμε ακόμη περισσότερες επαναστατικές ταινίες για τη ζωή στον σοσιαλισμό». Το παρακάτω απόσπασμα συνοψίζει την κεντρική ιδέα, την απομάκρυνση από τα γνωστά μοτίβα των μελό πατριωτικών ταινιών που μιλάνε για την ηρωική αντίσταση στη διάρκεια της γιαπωνέζικης κατοχής ή για τον εμφύλιο πόλεμο. Ανατέλλει η εποχή των «μυστικών ηρώων», των ηρώων της καθημερινής ζωής: «Πρέπει επειγόντως να προσφερθούν στους εργαζόμενους καλλιτεχνικά έργα που να προβάλλουν πρότυπα νέων οι οποίοι εργάζονται σκληρά για να επαναστατικοποιήσουν τον εαυτό τους. Έτσι, ο λαός θα έχει παραδείγματα ανθρώπων της νέας εποχής που αλλάζουν και γίνονται σωστοί κομμουνιστές και θα γίνει φανερό πως όλοι μπορούν να τα καταφέρουν αν εργαστούν σκληρά».
Η ομιλία αυτή έγινε το 1970. Τέσσερα χρόνια πριν, μερικοί Βορειοκορεάτες νέοι εργάστηκαν σκληρά και κατάφεραν να επαναστατικοποιήσουν, έστω και λίγο, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας έγινε το 1966 η πρώτη ασιατική χώρα που κατάφερε να φτάσει στα προημιτελικά ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου -πραγματικού ή όχι. H επόμενη μη ευρωπαϊκή ή αμερικανική εθνική ομάδα που θα καταφέρει το ίδιο θα είναι η Εθνική Καμερούν, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά στην Ιταλία, ενώ το 1986, στο Μεξικό, το Μαρόκο θα προκριθεί πρώτο από τον όμιλό του και θα φτάσει στη φάση των 16.
Το 1966 και μόνο η παρουσία της Βόρειας Κορέας στα αγγλικά γήπεδα είναι ήδη μια μεγάλη νίκη: προκρίθηκε στην τελική φάση νικώντας στους δυο αγώνες μπαράζ την Αυστραλία, αλλά επωφελούμενη κυρίως από το γεγονός ότι οι περισσότερες ασιατικές και αφρικανικές ομάδες απείχαν απο τα προκριματικά σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατανομή των θέσεων πρόκρισης. Επόμενο εμπόδιο: η Μεγάλη Βρετανία δεν είχε αναγνωρίσει το κράτος της Βόρειας Κορέας και το Φόρειν Όφις εκφράζει τις αντιρρήσεις του. Τελικά οι αντιρρήσεις κάμπτονται με έναν συμβιβασμό: ο εθνικός ύμνος της Λαϊκής Δημοκρατίας δεν ακούστηκε ποτέ στα αγγλικα γήπεδα. Στ΄αυτιά των παικτών, όμως, υποθέτουμε πως αντηχούσαν τα λόγια που τους απηύθυνε ο Κιμ Ιλ Σουνγκ πριν την αναχώρησή τους: «Οι Ευρωπαίοι και οι Λατινοαμερικάνοι κυριαρχούν στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Σας καλώ, ως εκπροσώπους της Ασίας και της Αφρικής, ως εγχρώμους, να κερδίσετε έναν ή δυο αγώνες».
Ο αγώνας της ζωής τους
Ξεκινάμε το μέτρημα: 12 Ιουλίου 1966, ήττα 3-0 από την Σοβιετική Ένωση, 15 Ιουλίου 1-1 με τη Χιλή (ισοφάριση του Πακ Σουν Τζιν στα τελευταία λεπτά), τρίτο ματς με την Ιταλία για μια θέση πρόκρισης. Η Ιταλία της μεγάλης Ίντερ και της Μίλαν, του Τζάνι Ριβέρα, του Σάντρο Ματσόλα, του Ταρκίζιο Μπούρνιτς, του Τζατσίντο Φακέτι. Με ισοπαλία προκρίνεται.
19 Ιουλίου 1966, Έιρσομ Παρκ του Μίντλεσμπρο, 41ο λεπτό, ο Πακ Ντου Ικ, δεκανέας του βορειοκορεάτικου πεζικού, κάνει το 1-0 με δυνατό διαγώνιο σουτ. Η Ιταλία παίζει από το 35ο λεπτό με δέκα παίκτες λόγω τραυματισμού του Τζάκομο Μπουλγκαρέλι –οι αλλαγές στο ποδόσφαιρο θα επιτραπούν από το 1967. Το λαϊκό κοινό του Μίντλεσμπρο είναι βέβαια από την αρχή του τουρνουά με τους Κορεάτες, που παίζουν επιπλέον ένα πολύ επιθετικό ποδόσφαιρο: εδώ τους χειροκροτά σε κάθε κατέβασμα, τους αποθεώνει στο τέλος του αγώνα. Θρίαμβος.
Η εποποιΐα φαίνεται να συνεχίζεται στα προημιτελικά, στο Γκούντισον Παρκ: σε μισή ώρα η Βόρεια Κορέα βάζει τρία γκολ στην Πορτογαλία. Μέχρι εδώ όμως: ο Εουσέμπιο σκοράρει τέσσερις φορές, τελικό σκορ 3-5.
Στην Ιταλία η αντίδραση είναι η αναμενόμενη: βρισιές και ντομάτες στην υποδοχή της αποστολής στη Γένοβα, σκληρή κριτική του Τύπου στους πάμπλουτους, αδιάφορους ποδοσφαιριστές και στις επιλογές του προπονητή Εντμόντο Φάμπρι – ο γνωστός δημοσιογράφος Τζοβάνι Μπρέρα θα τον κατηγορήσει πως λησμόνησε την πραγματική φύση των Ιταλών, που είναι κοντοί, νευρώδεις, εργατικοί, προλετάριοι δηλαδή, άρα φτιαγμένοι για να παίζουν αμυντικά με αντεπιθέσεις. Στην ιταλική γλώσσα θα μείνει μια παροιμιακή φράση, «è Corea!», «Είναι Κορέα!», για να περιγράφει από τότε και μετά τις γελοίες και ταπεινωτικές αποτυχίες. Και στο συλλογικό φαντασιακό μια τρομερή φημολογία, ότι οι Κορεάτες άλλαξαν όλη την ομάδα στο δεύτερο ημίχρονο καθώς, είναι γνωστό, όλοι οι Κορεάτες είναι ίδιοι1. Αλλά οι αντιδράσεις δεν σταματούν εκεί: το θέμα φτάνει στο ιταλικό κοινοβούλιο.
O Χριστιανοδημοκράτης Αγκοστίνο Γκρέτζι κάνει επερώτηση στον Τζούλιο Αντρεότι, τότε Υπουργό Αθλητισμού, σχετικά με τα μέτρα που προτίθεται να πάρει η κυβέρνηση για να μην επαναληφθεί η ταπείνωση της εθνικής ομάδας μιας χώρας με λαμπρή ποδοσφαιρική παράδοση και πανίσχυρους συλλόγους. Δεν παραλείπει να μιλήσει για μια γενικότερη κρίση της ιταλικής κοινωνίας – πίκα για την άνοδο του Κομμουνιστικού Κόμματος και το άνοιγμα της κυβέρνησης του Άλντο Μόρο στην κεντροαριστερά. Ο Αντρεότι, λοιπόν, απαγορεύει τις νέες μεταγραφές αλλοδαπών παικτών στους ιταλικούς συλλόγους –απόλυτη απαγόρευση ξένων παικτών συναντάμε το 1926, στη λεγόμενη Χάρτα του Βιαρέτζο, το πλάνο αναδιοργάνωσης του ιταλικού αθλητισμού επί Μουσολίνι. Στα 1968 οι Ιταλοί κερδίζουν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και δυο χρόνια αργότερα, στο Μεξικό, νικούν στον ημιτελικό τη Δυτική Γερμανία 4-3, στο λεγόμενο “ματς του αιώνα” .
Κι οι Βορειοκορεάτες; Είπαμε, οι ιστορίες τρόμου που κυκλοφορούν ένθεν και ένθεν των συνόρων των δυο αδερφών χωρών, της Νότιας και της Βόρειας, δύσκολα επαληθεύονται. Για πολλά χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη πως οι ηρωϊκοί θριαμβευτές του Μίντλεσμπρο έπεσαν θύματα εκκαθαρίσεων του καθεστώτος. Μόλις το 2002 μάθαμε, χάρη στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του Ντάνιελ Γκόρντον «The Game of Their Lives», πως ζουν, με όλα τους τα παράσημα, ελαφρά ταλαιπωρημένοι από τη ζωή, ντροπαλοί και όσο πρέπει περήφανοι.
https://www.youtube.com/watch?v=rG-ivV-ps50
Η τέχνη κι η ζωή: από το Έιρσομ Παρκ στην Πιονγιάνγκ
Τα λόγια των παλαίμαχων παικτών του 1966, το πώς αντιλαμβάνονταν το ποδόσφαιρο, την σκληρή νυχτερινή προπόνηση και τις όποιες νίκες, σαν μια συνεισφορά στο μεγάλο έργο του σοσιαλισμού, η πίστη τους στην ομαδική εργασία και στο Κόμμα, ακόμη κι οι μέθοδοι τελειοποίησης της τεχνικής τους, οι χιλιάδες καθημερινές επαναλήψεις, παραπέμπουν σε μια ταινία μυθοπλασίας που γυρίστηκε το 1978, κι εδώ γυρίζουμε στην αρχή, στην αγάπη και τις θεωρίες του Κιμ Γιονγκ Ιλ για τον κινηματογράφο.
Στα 1978 γυρίζεται λοιπόν στη Βόρεια Κορέα, με την προτροπή και την υψηλή επίβλεψη του Κιμ Γιονγκ Ιλ και τις συμβουλές των παικτών της Εθνικής του 1966 –προπονούσαν τους ηθοποιούς–, μια ταινία για το ποδόσφαιρο, μια από τις καλύτερες που γυρίστηκαν ποτέ, οπωσδήποτε από τις πιο άγνωστες. Chunganggonggyoksu, στα αγγλικά Centre Forward, ο Σέντερ Φορ, σαν να λέμε η Φανέλα με το 9. Μια Φανέλα με το 9 που αρχίζει άσχημα –ένας χασογκόλης ονόματι Τσα Ιν Σον, που σπάει λάμπες με τις στραβοκλωτσιές του, χαντακώνει την ομάδα του, την Ταεσονγκσάν της Πιονγιάνγκ, και γίνεται στόχος συμπαικτών και θεατών, αλλά τελειώνει καλά, ο ίδιος ατάλαντος παίκτης να κάνει τη αυτοκριτική του, να προπονείται μετά τη δουλειά του και όλη τη νύχτα, να καταρρέει από την κούραση αλλά να μην εγκαταλείπει, και στο τέλος να καθιερώνεται στην πρώτη ομάδα και να της χαρίζει τη νίκη, να καταπλήττει τα πλήθη, να δίνει μεγάλη χαρά στην ποδοσφαιρόφιλη γιαγιά του, να συνεισφέρει τελικά με τα γκολ στο κοινό καλό.
«Είμαστε οι στρατιώτες-αθλητές του Ηγέτη, ας δοξάσουμε την τιμή της πατρίδας μας», όπως λέει το τραγούδι της ταινίας. Μεγάλο ρόλο παίζει στην πορεία του νέου ο προπονητής του, που του θυμίζει πως «ο Πατρικός Ηγέτης μάς έμαθε πως πρέπει να προσπαθούμε ολοένα και σκληρότερα για να νικάμε σε κάθε ματς και για να κάνουμε τη χώρα μας μια μεγάλη δύναμη στον αθλητισμό. Δεν τα καταφέρνουμε ακόμη γιατί δεν χύνουμε αρκετό ιδρώτα στις προπονήσεις». Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, μέχρι να χυθεί αρκετός ιδρώτας, μια πολύ όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία που δίνει την αίσθηση ότι η ταινία γυρίστηκε εικοσιπέντε χρόνια πριν από το 1978, μια γνωριμία με τις δυναμικές Βορειοκορεάτισσες, μανάδες, γιαγιάδες και σεμνές αδελφές που γνωρίζουν πως, αν χορεύουν καλά, το καταφέρνουν χάρη στην αγάπη τους στο Κόμμα, βόλτες στην νύχτα και στην ομίχλη, πολλή προπόνηση, γρήγορος ρυθμός και μερικά γκολ.
https://www.youtube.com/watch?v=RGOf0z9uSn4
Η Βόρεια Κορέα ξανάπαιξε στα τελικά Παγκόσμιου Πρωταθλήματος το 2010. Το 2002 η Ιταλία αποκλείστηκε από τη Νότια Κορέα –κι από τον διαιτητή Μπάιρον Μορένο- στη φάση των 16 και η Ομοσπονδία επέβαλε προσωρινό περιορισμό στις μεταγγραφές ποδοσφαιριστών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και για το τέλος, ένας μύθος, ιδρυτικός, τους άλλους προσπαθήσαμε να τους αποφύγουμε όσο μπορούσαμε. Στο βιβλίο «Ο Μεγάλος Άνδρας και ο Κινηματογράφος» (Πιονγιάνγκ, 1987) βρίσκουμε μια ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Αγαπητού Ηγέτη: παιδάκι πήγε σινεμά με τη μαμά του και είδε να στέκονται απ’ έξω ένας γέροντας με το εγγονάκι του που δεν είχαν λεφτά για εισιτήριο. Μάνα και γιος πρόσφεραν τα δικά τους και υποσχέθηκαν ένα μέλλον όπου όλοι θα μπορούν να πηγαίνουν να βλέπουν όποια ταινία θέλουν, σε μεγάλες και καινούργιες αίθουσες προβολών. Ο μικρός Κιμ Γιονγκ Ιλ ίσως οραματίστηκε το 1949 τον παράδεισο των σινεπλέξ στον οποίον ήδη ζούμε.
Λένα Δελβερούδη
Πηγές:
- Anna Broinowski, The Director is The Commander, Penguin Books, Σίδνεϊ, 2015
- Kim Jong Il, Let us Create More Revolutionary Films Based on Socialist Life : Talk to Writers and Film Directors, June 18, 1970, Foreign Languages Publishing House, Πιονγιάνγκ, 1986
- Antoine Coppola, « Le cinéma nord-coréen : arme de destruction massive ? », Cahiers d’histoire. Revue d’histoire critique, 102 | 2007, 129-143.
- http://retrofoot.canalblog.com/archives/2009/08/19/14789751.html
- http://www.sofoot.com/quand-la-coree-du-nord-fait-des-films-de-foot-201459.html
1 Αστεία αστεία, στις αρχές του αιώνα οι δίδυμοι Ολλανδοί Βαν Ντερ Γκραφ εφάρμοζαν αυτό το σατανικό κόλπο όταν έπαιζαν στην Ρασίγκ Κλαμπ των Βρυξελλών.
[…] καθώς, είναι γνωστό, όλοι οι Κορεάτες είναι ίδιοι1. Αλλά οι αντιδράσεις δεν σταματούν εκεί: το θέμα […]