Η Αθηνά Ζέρβα είναι η προπονήτρια που οδήγησε την Εθνική Ομάδα Μπάσκετ Κωφών Γυναικών στο υψηλότερο σκαλί του κόσμου, στους Ολυμπιακούς Αγώνες Κωφών που διεξήχθησαν τον περασμένο Ιούλιο στην Τουρκία. Ασχολείται με το μπάσκετ από… τότε που θυμάται τον εαυτό της και έχει κάθε λόγο να θυμάται το Eurobasket του 1987 σαν το χρονικό σημείο που άλλαξε για πάντα την αθλητική ιστορία αυτής της χώρας. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Αλέκα Ζουμή, για λογαριασμό του περιοδικού HUMBA! (στο πλαίσιο του αφιερώματος για το 1987 που θα κοσμεί τις σελίδες του 27ου επερχόμενου τεύχους μας), η Ελληνίδα προπονήτρια θυμάται πως έζησε τον θρίαμβο της Ελλάδας και εξηγεί πως επηρέασε τόσο την ίδια όσο και γενικότερα τον ελληνικό αθλητισμό εκείνη η επιτυχία…
«Άρχισα να παίζω μπάσκετ στα 14 μου, πρώτα στις ομάδες του σχολείου και μετά στην πρώτη γυναικεία ομάδα που δημιουργήθηκε στη Λάρισα, την Ολύμπια. Στο πανεπιστήμιο, μεταγράφηκα στον Ηρακλή και ήμουν η πιο ευτυχισμένη αθλήτρια του κόσμου. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Λατρεία με το μπάσκετ, να γυρνάω σπίτι βράδυ, μετά την προπόνηση, κουκουλωμένη, πάνω σε μια βέσπα, με τον Βαρδάρη να με χτυπάει κατάμουτρα και θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν. Να ονειρεύομαι, ξύπνια, πως θα ζήσω για πάντα, μέσα στις 4 γραμμές του γηπέδου, παρέα με αυτή την μοναδική μυρωδιά του ξύλινου παρκέ. Το όνειρο όμως, τελείωσε νωρίς. Ο πρόσθιος χιαστός και ο μηνίσκος στο δεξί μου γόνατο, είχαν άλλη γνώμη… και ίσως και άλλα σχέδια για μένα»
Ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνια θυμάται τις στιγμές που έζησε ως φοιτήτρια στην Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1987:
«Το ’87 ήμουν σε μια ταράτσα της Θεσσαλονίκης με μια παρέα 25 περίπου φίλων. Πολλοί από μας έπαιζαν μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη –εγώ τότε στον Ηρακλή- άλλοι, δεν είχαν καμία σχέση με τον αθλητισμό. Όλοι μαζί, ραντεβού σε κάθε παιχνίδι της Εθνικής, στην ταράτσα με δώμα, στη Λεωφόρο Στρατού, στον 7ο όροφο. Φοιτητές οι περισσότεροι, εν τω μέσω εξεταστικής περιόδου, σε κάθε αγώνα, ο καθένας μας, με την συμβολή του, στα απαραίτητα συνοδευτικά: μπύρες, κόκα κόλες, πατατάκια! Στις 14 Ιουνίου 1987, και αμέσως μετά τον τελικό, “αλαφιασμένοι”, όλοι αγκαλιαζόμασταν, κλαίγαμε, γελούσαμε… ότι δηλαδή έκαναν και άλλα 11 εκατομμύρια Έλληνες. Και τη στιγμή της απονομής, όλοι όρθιοι, με δάκρυα στα μάτια τραγουδούσαμε τον Εθνικό μας Ύμνο που “ταξίδευε” στο Θερμαϊκό μπροστά μας και ως το βάθος, απέναντί μας, στο Λευκό Πύργο. Δεν ζήλεψα τα πανηγύρια στην Αθήνα –που μέχρι τότε, ζήτημα να την είχα επισκεφθεί 4-5 φορές στη ζωή μου. Άλλωστε, για ποιο λόγο να φύγεις από τη Λάρισα που μεγάλωσα; Έφτανε μια εκδρομή στα περιστέρια στο Σύνταγμα και μια εκπαιδευτική επίσκεψη στην Ακρόπολη με το σχολείο. “Κομμάτια” αυτής της ομάδας ήταν “κομμάτια” της πόλης που σπούδαζα. Εκεί, στη μεγάλη ομάδα του Άρη έπαιζε ο Γκάλης και ο Γιαννάκης και οι υπόλοιποι “δικοί μας”, ο Ρωμανίδης, ο Φιλίππου… Τους ζούσαμε κάθε Σάββατο και Πέμπτη και σχεδόν πάντα, βρίσκαμε τρόπο να “τρυπώνουμε” στο “Παλέ” και κάθε φορά να προσπαθούμε να κλέψουμε “κάτι”… για να το προσπαθήσουμε την άλλη μέρα στην προπόνηση. Έτσι, μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, στήσαμε το δικό μας πανηγύρι στους δρόμους και αισθανόμασταν τόσο μα τόσο περήφανοι, μοναδικοί και ξεχωριστοί!»Το «έπος του ’87» έγινε κομμάτι της ζωής της Αθηνάς, όπως και πολλών αθλητών και αθλητριών, όπως και η ίδια θα παραδεχτεί… Όσον αφορά την κληρονομιά που άφησε, πολυσυζητημένη και απόλυτα κατανοητή:
«Το ’87 έγινε κομμάτι της ζωής μου, όπως και πολλών άλλων αθλητών και ίσως όχι μόνο του μπάσκετ. Έζησα από κοντά, ζωντανά, ιερά τέρατα του μπάσκετ. Περπάτησαν δίπλα μου και -βέβαια- με προσπέρασαν, αλλά πάντα, η αυτόματη κίνηση ήταν να γυρίσω το κεφάλι μου και να τους ξανακοιτάξω καθώς ξεμάκραιναν… “Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη.. και με τ΄ άλλα παιδιά…” το σιγοτραγουδούσαμε ακόμη και στο δρόμο περπατώντας. Το φοβερό ήταν ότι κανένας δεν το θεωρούσε περίεργο…Όλοι το ίδιο έκαναν! Όραμα ζωής μου έδωσε το ’87. Πώς είναι άραγε, να ξεκινάς το ταξίδι για την κορυφή; Πώς είναι να ακούς τον εθνικό σου ύμνο παραταγμένος διπλά δίπλα με την υπόλοιπη ομάδα; Ξεκίνησα την προπονητική το 1988, στις κορασίδες του Ηρακλή. Και θα έκανα αυτό που ήθελα. Θα έμενα έτσι κι αλλιώς στα γήπεδα και στο παρκέ! Ποιος φαντάστηκε και ποιος έφτιαξε, άραγε, το ανατριχιαστικό σενάριο να γίνουν αλήθεια, πραγματικότητα και συναίσθημα, όλα αυτά; Και να συμβούν σε μένα -όχι σε άλλον- 29 χρόνια μετά… Kαι να ακούσω το 2016, εγώ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, τον Εθνικό Ύμνο μέσα στο ίδιο γήπεδο που οι δάσκαλοί μας στα ΤΕΦΑΑ μας μάθαιναν, πώς να μαθαίνουμε στους άλλους και εμείς φτιάχναμε άπιαστα όνειρα; Το μπάσκετ έγινε το εθνικό μας άθλημα. Εθνική αθλητική ανάταση και ανάσταση ήρθαν να προστεθούν μέσα στην ίδια δεκαετία του ’80, μετά τις συγκινήσεις στο στίβο λίγα χρόνια πριν με τις Βερούλη και Σακοράφα. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Ο κόσμος στράφηκε, ΟΛΟΣ στο μπάσκετ. Όλα τα ανοιχτά γήπεδα με «μονά» κάθε ηλικίας, τα σωματεία ξεφύτρωναν το ένα μετά το άλλο και οργάνωναν σιγά σιγά τα τμήματα υποδομής και τις ακαδημίες τους, για να απορροφήσουν τις χιλιάδες παιδιών που ξεκινούσαν να μάθουν ή τις άλλες τόσες, λίγο μεγαλύτερα, που αποφάσιζαν ότι με αυτό θα ασχολιόντουσαν την υπόλοιπη ζωή τους και σχέδια των γονιών για το μέλλον των παιδιών τους. Όλοι μας τότε, περήφανα, δηλώναμε “παίζω μπάσκετ” και προσπαθούσαμε να μείνουμε λίγο παραπάνω στο αέρα, όπως ο Γκάλης»