Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο, εξαντλημένο, τεύχος Νο #34. Ένα groundhopping των παιδιών από το Gruppo Atalanta Ioannina στον περσινό τελικό κυπέλλου στην Ιταλία μεταξύ της Αταλάντα και την Λάτσιο. Το αναδημοσιεύουμε και εδώ, μιας και το 34ο τεύχος το… εξαφανίσατε και είναι ένα κείμενο που αξίζει να διαβαστεί γιατί αποτυπώνει πολύ όμορφα την αγαπημένη μας… ιταλική οπαδική σκηνή.
Ήταν ακόμη σε εξέλιξη το παιχνίδι στο Έννιο Ταρντίνι όταν ένας εκ των συντελεστών του Humba και δηλωμένος φαν των Boys, μάς ζητούσε μέσω μηνύματος να μεριμνήσουμε για τη συγγραφή ενός κειμένου για το ματς Πάρμα-Αταλάντα (1-3) που εκείνη την ώρα παρακολουθούσαμε. Με δεδομένη τη δυναμική της Dea αρνηθήκαμε ευγενικά, ζητώντας του να κάνει μόλις 45 ημέρες υπομονή, μιας και το ενδεχόμενο να φτάσει η ομάδα στον τελικό του κυπέλλου ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλο. Άλλωστε δύο groundhopping για την ίδια ομάδα σε δύο συναπτά τεύχη θα ήταν κάπως βαρύ.
Το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης 26 Απριλίου η Αταλάντα κλείδωνε της πρόκριση της στον τελικό, μετά από 23 χρόνια, αφήνοντας πίσω μια ομολογουμένως ανταγωνιστική Φιορεντίνα. Το σφύριγμα της λήξης μάς βρήκε καρφωμένους πάνω από το πληκτρολόγιο, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το κόστος των αεροπορικών. Την ίδια ώρα που τα επιτελεία της αστυνομίας ένιωθαν ανακούφιση από τον αποκλεισμό, μια μέρα πριν, της Μίλαν από τη Λάτσιο –φανταστείτε, εάν σας βαστάει, τις σκηνές απείρου κάλλους στα Autogrill αν Μπεργκαμάσκοι και Μιλανέζοι θα έπρεπε να μοιραστούν την ίδια Autostrada για το Ολίμπικο- οι ultras και οι απλοί φίλαθλοι, πρακτικά όλο το Μπέργκαμο, αναλωνόταν στην επίλυση της σπαζοκεφαλιάς: «Πως στο διάολο κατεβαίνουν 22.000 άνθρωποι σε μια από κάθε σκοπιά εχθρική Ρώμη;»
Με δεδομένη την αγάπη μας για τις εκδρομές και την απέχθεια μας για τη βάρβαρη ροπή του συνόλου των Ρωμαίων οπαδών προς τα στιλέτα, αποφασίσαμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας την εμπειρία της μαζικής κατάβασης από τον Βορρά στο Νότο.
Με δεδομένη την αγάπη μας για τις εκδρομές και την απέχθεια μας για τη βάρβαρη ροπή του συνόλου των Ρωμαίων οπαδών προς τα στιλέτα, αποφασίσαμε να προσφέρουμε στον εαυτό μας την εμπειρία της μαζικής κατάβασης από τον Βορρά στο Νότο. Από την πρώτη στιγμή συνειδητοποιήσαμε τις διαφορές με την ελληνική περίπτωση. Τα εισιτήρια δεν τα πήρανε οι ομάδες και φυσικά δεν τα μοίρασαν στους οπαδούς. Μόνος τρόπος προμήθειας μια ηλεκτρονική πλατφόρμα, με πλήρη καταγραφή των στοιχείων και μάλιστα με επιβράβευση σε όσους έχουν tessera del tifoso ή διαρκείας στις δυο διεκδικήτριες του τίτλου. Μόλις μετά από 8 ημέρες μπορούσαμε, εμείς οι κοινοί θνητοί, να μπούμε στην πλατφόρμα. Και πάλι με προβλήματα: τα φτηνά 35άρια εισιτήρια του νοτίου πετάλου είχανε προφανώς τελειώσει και τα 50άρια του νοτιοανατολικού κόρνερ στα οποία στοχεύαμε τελικά βγήκανε σε κυκλοφορία μόνο στα συμβεβλημένα σημεία πώλησης στο Μπέργκαμο και όχι στο ίντερνετ. Ήταν μια σαφής κίνηση της αστυνομίας να αποτρέψει τη μαζική και οργανωμένη παρουσία οπαδών της Τερνάνα και της Φρανκφούρτης που θα ήθελαν να σταθούν στο πλευρών των αδελφών τους. Αλλά οι γνωριμίες μας δε δυσκολεύτηκαν να πεταχτούν ως το γκισέ για πάρτη μας.
Απόρροια της μη κεντρικής διαχείρισης των εισιτηρίων από τα club των οπαδών ή τον φορέα των ultras ήταν και η μη κεντρικά σχεδιασμένη εκδρομή. Όλοι είχανε τον ίδιο στόχο, αλλά θα φρόντιζε ο καθείς για την επίτευξή του. Από παρέες και γκρουπάκια, έως την Curva Nord ή το club Amici και από τους αθλητικούς συλλόγους των χωριών της προβίντσια έως τα τουριστικά γραφεία, όλοι πασχίζανε να βρούνε πούλμαν. Το κοντέρ σταμάτησε στα 172, με την Nord να ανακοινώνει το επίσημο αίτημα της να ναυλώσει ειδικό τρένο, σαν και αυτά που διέθετε παλιά το ιταλικό κράτος για μετακινήσεις-κονσέρβα. Παρόλα αυτά τα λεωφορεία δεν φτάνανε για τις ανάγκες∙ αμέτρητα βανάκια είδαμε στην εθνική, ενώ εμείς ταξιδέψαμε με πούλμαν νοικιασμένο από τη… Βερόνα! Αρκετοί πήγανε και με αεροπλάνο. Η αστυνομία δεν ενέδωσε στο αίτημα της Nord, αν και σίγουρα έτσι θα είχε το κεφάλι της πιο ήσυχο, οπότε αυτοί -σε μια κίνηση ρελάνς- βρέθηκαν 5 η ώρα το πρωί στον κεντρικό σταθμό με εισιτήρια της γραμμής στα χέρια. Και δεν ήταν λίγοι: κάτι παραπάνω από 700 σκληροπυρηνικές ψυχές…
Σχεδόν μια ώρα μετά, εμείς θα πίναμε το πρωινό μας εσπρεσσάκι στο κυλικείο ενός περιφερειακού αθλητικού κέντρου -κάτω από μια φωτογραφία του νεκρού Davide Astori πλαισιωμένου από μια μωβ και μια μαυρομπλέ καρδιά, φόρο τιμής στον αθλητή από το Μπέργκαμο που πέθανε με τα χρώματα της Φιορεντίνα- περιμένοντας με ανυπομονησία να μπούμε στα πούλμαν που ναύλωσε ο τοπικός ποδοσφαιρικός σύλλογος. Είχαμε αποφασίσει να μην επιλέξουμε το τρένο, διότι νιώθαμε αδαής μπροστά στα ιταλικά δεδομένα και δε θέλαμε να είμαστε «βάρος» στους φίλους μας. Η απόφαση αυτή μας κόστισε σε αδρεναλίνη και εμπειρίες, αλλά αποδείχτηκε σοφή διότι φτάσαμε οριακά εγκαίρως στο αεροδρόμιο για την επιστροφή στην Ελλάδα, αφού οι μπάτσοι, σε μια κίνηση ρεβανσισμού, άφησαν την Nord να ξεροσταλιάσει κυριολεκτικά ως το ξημέρωμα στα χωράφια ενός μικρού σιδηροδρομικού σταθμού κοντά στο Ολίμπικο, επιτρέποντας τους να πάρουν το δεύτερο τρένο της επιστροφής, αφού τους αρνήθηκαν το πρώτο για καψόνι.
Οι καθόλα νομιμόφρονες λεωφοριατζήδες σταμάταγαν στο πλησιέστερο βενζινάδικο αμέσως μόλις ο ταχογράφος συμπλήρωνε δύο ώρες οδήγησης και από την κοιλιά των πούλμαν βγαίνανε αναδιπλούμενοι πάγκοι, βαρέλια μπύρας, κρασιά, τυριά και αλλαντικά.
Δεν υπήρχε Autogrill χωρίς μιλιούνια Μπεργκαμάσκων όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών καταγωγών! Οι καθόλα νομιμόφρονες λεωφοριατζήδες σταμάταγαν στο πλησιέστερο βενζινάδικο αμέσως μόλις ο ταχογράφος συμπλήρωνε δύο ώρες οδήγησης και από την κοιλιά των πούλμαν βγαίνανε αναδιπλούμενοι πάγκοι, βαρέλια μπύρας, κρασιά, τυριά και αλλαντικά. Μια πραγματική εκδρομή, με όσα χρειάζονται για αυτό το ιδιότυπο πικ-νικ να αποτελούν τμήμα του κομίστρου. Τα φιλέματα και τα κεράσματα κατευθυνόταν κατά κύματα προς την αφεντιά μας. Αποτελούσαμε την ανεξήγητη μασκότ της εκδρομής, αφού ουδείς μπορούσε να χωνέψει ότι η Αταλάντα έχει οπαδούς στην Ελλάδα. Οι μπάτσοι πάντοτε παρόντες με τις μικρές ευέλικτες κλούβες, αν και αχρείαστοι, μιας και τα καταστήματα δεν έδειχναν να υποφέρουν από μαζικό ξάφρισμα. Ο καιρός έμοιαζε υπέροχος για μπάλα, αλλά αναγκαστήκαμε να αλληλοκοιταχτούμε απορημένοι για τη Γιαννιώτικη καταγωγή μας: όσο πλησιάζαμε στη Ρώμη ξεκίνησε το παρατεταμένο ψιλόβροχο και δεν ξέραμε εάν όντως το είχαμε φέρει εμείς μαζί μας…
Το σχέδιο της αστυνομίας ήταν απλά για τα πανηγύρια, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως σε όλη την υφήλιο οι μπάτσοι είναι καλοί μόνο στο να ρίχνουν ξύλο. Σε ένα εγκαταλειμμένο ΣΕΑ στα περίχωρα της Ρώμης κάνανε ένα χωνί και μαζεύανε τα πούλμαν και τα βανάκια. Περισυλλέγανε κάθε γυάλινο μπουκάλι, αλλά δεν ψάχνανε με θέρμη όλα τα πούλμαν και όλους τους επιβαίνοντες. Αφού μας χώριζαν ανά περίπου 10 οχήματα, βιντεοσκοπούσαν τις πινακίδες και τα χρώματα των οχημάτων και μας ξεκινούσαν για το μικρό αλλά αργόσυρτο ταξίδι ως το Ολίμπικο. Κάναμε σχεδόν 2 ώρες για να καλύψουμε τον περιφερειακό και να εισέλθουμε στην πόλη από την περιοχή Aurelia. Τα τελευταία 3,5 χιλιόμετρα τα περάσαμε μέσα από πυκνοκατοικημένες γειτονιές, χωρίς οι τροχαίοι να μας διασφαλίζουν συνεχόμενη ροή. Κολλημένοι στην κίνηση κρατάγαμε τις κουρτίνες σε ετοιμότητα∙ νιώθαμε σίγουροι πως όπου να ‘ναι τρώμε πέσιμο με πέτρες… Αλλά μάταια.
Οι πολεοδόμοι του Μεσοπολέμου δεν είχαν προβλέψει να χωροθετήσουν καναδυό αυτοκινητόδρομους που να καταλήγουν στις Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις της πρωτεύουσας, οπότε όλο αυτό το κονβόι αυτοκινήτων, μετά από δρόμους και σοκάκια, έγειρε να αποκάμει στη μια όχθη της φιδωτής διαδρομής του ποταμού Τίβερη. Η αγωνία μας να διανύσουμε τα τελευταία μέτρα προς το γήπεδο με ταχύτητα ανακόπηκε βάναυσα από τον τεράστιο οβελίσκο προς τιμήν του Μουσολίνι. Βρίσαμε και σιχτιρίσαμε, αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος των ριζών της ακροδεξιάς στη γείτονα. Περάσαμε 3 ελέγχους από την περίμετρο ώσπου να πατήσουμε κερκίδα, με τους ελεγκτές να δίνουν τρομερή έμφαση στην αντιστοιχία ονόματος πάνω στο εισιτήριο με την ταυτότητα που κρατούσαμε ανά χείρας. Όλη τη δουλειά την κάνανε stewards, αλλά όταν χρειάστηκαν να βεβαιωθούν πως το χειροπανό μας δεν παραβιάζει τους κανόνες, επιστράτευσαν έναν αρχίμπατσο που φωτογράφισε το πανί ζητώντας από το κέντρο online γνωμάτευση για να μας επιτρέψει να μπούμε…
Τα λιγοστά σκαλιά που μας χώριζαν οδηγούσαν στο μέσο της κερκίδας, αφού το Ολίμπικο είναι χωνευτό. Το μάτι μας δε σταμάτησε να ταξιδεύει σε κάθε γωνιά του μεγαλειώδους γηπέδου. Αν και έδρα των Ρομάνι, το πέταλο ήταν πεντακάθαρο από αυτοκόλλητα ή συνθήματα. Τα θεόρατα πλέξιγκλας χώριζαν τα πέταλα από τα κόρνερ και παρόλο που είχαν ξηλωθεί –ύστερα από διαμαρτυρίες και αποχές- από το μέσον των δύο πετάλων, εν τούτοις η τομή σε δύο υποπέταλα παρέμενε αφού διασφαλιζόταν από τα φωσφοριζέ γιλέκα, τα οποία κανείς δεν τόλμησε να διώξει με τις κλωτσιές, ούτε καν οι γηπεδούχοι ultras. Μπροστά μας 2 κωνικές κατασκευές με ρόδες και 7 κάμερες η κάθε μια, σαν να μας έφερνε στο μυαλό ρομπότ από το StarWars, δεχόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα την περιποίηση ενός ειδικά επιφορτισμένου μπάτσου που με πανιά σκούπιζε τους φακούς, διασφαλίζοντας 100% ευκρίνεια στη ρουφιανιά. Όλη την τάξη τη διατηρούσε το σώμα των φωσφοριζέ γιλέκων, ενώ μέσα στο ταρτάν υπήρχαν μόλις 2 σενιαρισμένοι μπάτσοι με πολιτικά, με το γκλοπ να ξεπροβάλει από τη μέση τους και την αλυσίδα στο λαιμό να κρατάει την υπηρεσιακή τους ταυτότητα. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε πως η ικανότητα των stewards να διαχειρίζονται το γήπεδο βασιζόταν σε εκείνες τις βρωμοκάμερες και τη χρόνια εφαρμογή απαγορεύσεων και ποινών στους diffidati, κι όχι στη σωματική τους δύναμη ή τα κατασταλτικά τους μέσα. Κι αν τις θέσεις των security τις καταλάμβαναν αγόρια και κορίτσια λευκού δέρματος, στα μπαρ και οι περιπλανώμενοι με το κασελάκι πωλητές ήταν όλοι τους μαύροι, απόδειξη και αυτό της ταξικότητας της ιταλικής κοινωνίας. Θέλαμε πολύ να ρωτήσουμε εάν οι ίδιοι άνθρωποι δουλεύουν όταν παίζει και η Ρόμα, με τους οπαδούς της να συναγωνίζονται τους Λατσιάλι σε ρατσιστική παπαρολογία, αλλά ντραπήκαμε για μην τους προσβάλουμε.
Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε πως η ικανότητα των stewards να διαχειρίζονται το γήπεδο βασιζόταν σε εκείνες τις βρωμοκάμερες και τη χρόνια εφαρμογή απαγορεύσεων και ποινών στους diffidati, κι όχι στη σωματική τους δύναμη ή τα κατασταλτικά τους μέσα.
Είχαμε μπει από τους πρώτους, πράγμα που μας επέτρεψε να δούμε το γήπεδο να γεμίζει. Όλη η κερκίδα που έχει τον Τίβερη στην πλάτη της γέμισε με Λατσιάλι, δίνοντας τους ένα αβαντάζ 8.000 περισσότερων φωνών. Όλα τους τα πανό σε αυτή τη θύρα ήταν τυπωμένα με ονόματα περιοχών, στο ίδιο μοτίβο, στο ίδιο μουσαμένιο υπόστρωμα, κρεμασμένα από την ίδια ολιγομελή ομάδα ανθρώπων. Προφανώς οι Λατσιάλι αρέσκονται να χρησιμοποιούν τα δάχτυλα των χεριών τους για να κρατάνε μαχαίρια και όχι πινέλα. Οι Irriducibili άργησαν να μπούνε στο γήπεδο και κρέμασαν το πανό τους ανάποδα, διαμαρτυρόμενοι για 4-5 συλλήψεις που είχανε εκείνη την ημέρα. Όπως μάθαμε εκ των υστέρων, 2 στελέχη τους συνελήφθησαν σε ένα αμάξι με καπνογόνα και… μαχαίρια, ενώ οι υπόλοιποι στα μπάχαλα διαμαρτυρίας των πρώτων συλλήψεων, με εξ’ αποστάσεως ρίψη άδειων γυάλινων μπουκαλιών προς τα ΜΑΤ. Οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας ανέφεραν πως οι Λατσιάλι επιτέθηκαν φραστικά και προς τον πρώην άσσο της ομάδας Σίνισα Μιχαΐλοβιτς!
Από τα πολλά μας ταξίδια στο Μπέργκαμο γνωρίζαμε την αδιάρρηκτη σχέση ομάδας και πόλης, αλλά η εικόνα του να μπαίνει ο πρόεδρος Περκάσι δακρυσμένος και υπό βροχή στα κουλουάρ, για να ανταποδώσει με χειροκροτήματα το παρατεταμένο σύνθημα-πρόσκληση των 22.000 ανθρώπων που τον καλούσαν να «χοροπηδήσει μαζί με την Curva», ήταν απλά απερίγραπτη. Η γιορτινή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί και από την πρωτοβουλία της Nord να μοιράσει 15.000 ατομικά σημαιάκια επέτρεψε την οπαδική παρατυπία του ξεδιπλώματος ενός παλιού, ιστορικού πανό που κατά τα’ άλλα ήταν αποσυρμένο, ακριβώς πάνω από τη μια είσοδο του πετάλου. Επρόκειτο για το πανί των WildKaos με την επιγραφή Teka Bega και τον Jim Morrison των Doors στη μέση, που στη διάλεκτο του Μπέργκαμο σημαίνει «έτοιμοι για καβγά». Την άλλη είσοδο είχανε καταλάβει τα παιδιά των Forever που είχανε από κοντά μια μικρή σημαία του Che αλλά και μια γιγάντια της Τερνάνα. Συνολικά υπήρχαν 4 σημαίες Τερνάνα και 2 Αϊντραχτ. Κάτω χαμηλά οι 4 οργανωτές της Nord είχανε διαμοιραστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να συντονίζουν όσο πιο μεγάλο εύρος αυτής της λαοθάλασσας. Πρέπει να μετρήσαμε πάνω από 10 διαφορετικές σημαίες χωρών, αλλά καμία της Ιταλίας ή της Λομβαρδίας. Ο εθνικισμός του κεντρικού κράτους ή ο τοπικισμός της περιφέρειας δυσκολεύεται ακόμη να βρει διέξοδο στις κερκίδες της Αταλάντα. Η φήμη που δήθεν εκτοξεύεται ως κατηγορία προς τη Nord για no politica στάση, σε αντίθεση με το ιστορικό αριστερό παρελθόν των προκατόχων της Brigate Nero Azzure, ήρθε να καταρρεύσει εκκωφαντικά λίγο πριν την έναρξη του ματς. Στην ανάκρουση του ιταλικού εθνικού ύμνου, απέναντι στα χιλιάδες χέρια των Λατσιάλι που χαιρετούσαν φασιστικά, σαν άλλοι διάβολοι ενάντια στην εθνική ενότητα, οι 4 οργανωτές δώσανε το σήμα για σύνθημα πάνω στον ύμνο. Τέτοια απόλαυση δε θα μπορούσαμε να την είχαμε προβλέψει.
Στην ανάκρουση του ιταλικού εθνικού ύμνου, απέναντι στα χιλιάδες χέρια των Λατσιάλι που χαιρετούσαν φασιστικά, σαν άλλοι διάβολοι ενάντια στην εθνική ενότητα, οι 4 οργανωτές δώσανε το σήμα για σύνθημα πάνω στον ύμνο. Τέτοια απόλαυση δε θα μπορούσαμε να την είχαμε προβλέψει.
Από την άλλη πλευρά, αξίζει να τους το πιστώσουμε, σχεδόν σε όλο το ματς περίπου 30 σημαίες βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση, σε αντίθεση με το δικό μας που οι σημαίες για μεγάλα διαστήματα ήταν μαζεμένες. Το πλεονέκτημα των 8.000 επιπλέον υποστηρικτών δεν αξιοποιήθηκε σε επίπεδο φωνής, με αποτέλεσμα να χάσουν κατά κράτος τη μάχη της κερκίδας. Στο βορειοδυτικό κόρνερ μπορέσαμε με σιγουριά να εντοπίσουμε μια μεγάλη ελληνική σημαία με το σήμα της Λάτσιο. Δε θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε εάν την κρέμασε κάποια παρέα χρυσαυγιτών που ταξίδεψε από την Αθήνα ή εάν τη βάζει σταθερά κάποιος μεσήλικας που διατηρεί ιδεολογικές επαφές από την εποχή που η Χούντα και ο Πλεύρης εκπαιδεύανε νεοφασίστες για τοποθέτηση βομβών στα τυφλά. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι ελληναράδες ήταν αναγκασμένοι να ανέχονται μια τεράστια αλβανική σημαία στην tribuna Tevere προς τιμή του Αλβανού τερματοφύλακα Στρακόσια, γιού του Φώτη που είχε παίξει και στα Γιάννινα. Δεν μπορούσαμε να μην γελάσουμε με τα ύπουλα παιχνίδια που η μοίρα παίζει στους Έλληνες φασίστες.
Το παιχνίδι δεν κύλησε όπως το θέλαμε. Τα 2 γκολ της Λάτσιο ίσως να μην είχανε την ίδια αξία εάν ο διαιτητής έκανε σωστά τη δουλειά του στο πρώτο ημίχρονο όταν ο Bastos σταμάτησε την μπάλα με το χέρι μέσα στην περιοχή. Η στέρηση του πέναλτι και η μη εφαρμογή του VAR θα μπορούσαν να μας είχανε βάλει επικεφαλής στο σκορ και θα είχανε αφήσει τους γαλάζιους με έναν παίκτη λιγότερο για τα υπόλοιπα 60 λεπτά. Τα 2 δοκάρια που είχαμε θα μπορούσαν να μας χάριζαν το κύπελλο. Αλλά όλα αυτά είναι υποθετικά. Η ουσία είναι ότι φύγαμε πικραμένοι, ακόμα πιο πικραμένοι από ότι οι παίκτες μας που στάθηκαν με κλάματα μπροστά μας, δίνοντας την αφορμή να σκεπάσουμε εκ νέου τους νικητές με τις φωνές μας, ακόμα και τη στιγμή που πανηγύριζαν το τρόπαιο. Μιλώντας για πίκρα, ίσως ο πιο πικραμένος να μην ήταν καν ανάμεσά μας στο γήπεδο. Εδώ δε χωράνε υποθέσεις. Σίγουρα ο πιο πικραμένος δεν ήταν μαζί μας. Ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της οπαδικής σκηνής του Μπέργκαμο, ο αποκλεισμένος εδώ και χρόνια Claudio Galimberti γνωστός κι ως il Bocia, με βεβαιότητα θα έπνιγε τον πόνο του με μπύρες στο Baretto, στο σημείο που μια μέρα πριν είχαμε τη χαρά να του σφίξουμε το χέρι. Εμείς φωνάξαμε και για εκείνον…
gruppo Atalanta Ioannina
ΥΓ. για τους λάτρεις της οπαδικής ιστορίας προτείνουμε ανεπιφύλακτα την επίσκεψη στο διαδικτυακό μουσείο που διατηρεί η σελίδα fb/Solo-DEA-Museo-Ultras-Atalanta-1907