Μετά από ένα μικρό διάλειμμα, συνεχίζουμε με επιλεγμένες μορφές από τη μεθυστική ιστορία της ποδοσφαιρικής παράδοσης. Σε αυτό τεύχος ταξιδεύουμε στην αυγή του 20ού αιώνα και στη Νότιο Αμερική, ιχνηλατώντας τον πρώτο μεγάλο –ίσως τον μεγαλύτερο– ποδοσφαιριστή που γέννησε η Βραζιλία, τον Αρτούρ Φρίντενραϊχ. Σκιαγραφούμε την κοινωνική και ταξική δομή της εποχής, και τους λόγους που ο πρώτος μαύρος σταρ του βραζιλιάνικου φούτμπολ ήταν «κάτι παραπάνω» από ένας ποδοσφαιριστής. Μαντέψτε, ο λόγος δεν είναι τα 1.329 γκολ του, που ξεπερνούν ακόμα και εκείνα του Πελέ. Παράλληλα, αναρωτιόμαστε γιατί η χώρα και ο ποδοσφαιρικός κόσμος ξέχασαν τον Αρτούρ Φρίντενραϊχ.
Το ποδόσφαιρο στη Βραζιλία
Η γη που επισκέφτηκε πρώτος –πιθανότατα– ο Πορτογάλος Πέδρο Άλβαρες Καμπράλ κατά τη διάσημη περίοδο των ανακαλύψεων, έμελλε να εξελιχθεί στην País do Futebol (χώρα του ποδοσφαίρου) από τη δεκαετία του 1890. Το νήμα της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής παράδοσης υποτίθεται ότι άρχισε να ξετυλίγεται από έναν Βρετανό γόνο μεταναστών ονόματι Τσαρλς Μίλλερ, ο οποίος γι’ αυτόν του τον ρόλο αποτελεί πιθανότατα τον διασημότερο ποδοσφαιρικό «ιεραπόστολο» από το Νησί. Ωστόσο, νεότερα στοιχεία αποδίδουν τον ρόλο αυτόν σε έναν συμπατριώτη του Μίλλερ, τον Τόμας Ντόνοχιου, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι μύησε πρώτα στα μυστικά της μπάλας την εργατική τάξη του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Ανεξάρτητα από τις συνηθισμένες διαφορετικές εκδοχές που παρουσιάζονται συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, η ιστορία του Μίλλερ και του Ντόνοχιου αποτυπώνουν εύγλωττα τις εγγενείς κοινωνικές αντιθέσεις της Βραζιλίας. Ο Μίλλερ ήταν αυτός που έκανε δημοφιλές το ποδόσφαιρο στα ανώτερα τμήματα της βραζιλιάνικης κοινωνίας, δηλαδή στην εγχώρια πλουτοκρατική ελίτ των λευκών Ευρωπαίων, ενώ ο Ντόνοχιου διέδωσε τη στρογγυλή θεά στα χαμηλότερα στρώματα, ήτοι στην εργατική τάξη των βιομηχανιών και ακολούθως τον μαύρο πληθυσμό.
Αν και στη νεοσύστατη Βραζιλιάνικη Δημοκρατία η δουλεία είχε καταργηθεί –μόλις– λίγα χρόνια πριν, το 1888, ο φυλετικός και ο ταξικός ρατσισμός ήταν φαινόμενα που είχαν βαθιές και μακραίωνες ρίζες στη χώρα ήδη από την εποχή του προαναφερθέντα κυρίου Καμπράλ. Συνεπώς δεν ήταν καθόλου έκπληξη η αναπαραγωγική συνέχεια των σχετικών διαχωρισμών σχεδόν σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας και φυσικά στο ποδόσφαιρο. Οι πρώτοι αθλητικοί-ποδοσφαιρικοί σύλλογοι, ανάμεσά τους και ο Αθλητικός Σύλλογος Σάο Πάολο που ίδρυσε ο Μίλλερ, προωθούσαν ξεκάθαρα μια ελιτίστικη νοοτροπία, αποτελούμενοι από γλυκανάλατους λευκούς φοιτητές και εύπορους αριστοκράτες που μιμούνταν τα «ευγενή» βρετανικά ποδοσφαιρικά ήθη. Το ποδόσφαιρο του Μίλλερ ήταν το ποδόσφαιρο «της αλαζονείας και της καταφρόνησης, ένα σύμβολο του απόλυτου διαχωρισμού», όπως εύστοχα έχει σημειωθεί σε σχετική έρευνα.
Ωστόσο, το ποδόσφαιρο του Ντόνοχιου αποδείχθηκε ισχυρότερο διότι ανήκε στα πλατιά λαϊκά στρώματα, στους εργάτες και στους μαύρους απογόνους σκλάβων, χωρίς αποστείρωση και καθωπρεπεισμούς, γνωρίζοντας ευθύς τεράστια απήχηση και δυναμική. Εξ ου και σύντομα ορισμένοι σύλλογοι άρχισαν να δέχονται επιλεκτικά παίκτες από την εργατική τάξη, ή ακόμα και «mulattos», δηλαδή άτομα που είχαν έναν γονιό μαύρο.
Το γεγονός αυτό ετοίμασε το έδαφος για έναν από τους μεγαλύτερους παίχτες που θα γνώριζε ποτέ το βραζιλιάνικο, αλλά και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Ο διασταυρωμένος τίγρης
Γεννημένος το 1892 στη διασταύρωση των οδών «Vitoria» (Νίκη) και «Triunfo» (Θρίαμβος) στην πόλη Μπλούμεναου της νότιας Βραζιλίας, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η διεύθυνση του σπιτιού του προμήνυε πολλά περισσότερα απ’ όσο η διασταύρωση των γονιών του. Ο Αρτούρ Φρίντενραϊχ ήταν το πρώτο παιδί του Γερμανού επιχειρηματία Όσκαρ και της Αφρικάνας απελεύθερης σκλάβας Ματίλντας. Σε αυτούς όφειλε τα υπέροχα πράσινα μάτια, αλλά και τη σκούρα επιδερμίδα.
Την περίοδο που γεννήθηκε, η Βραζιλία γνώριζε ραγδαίες πολιτικοοικονομικές αλλαγές. Ακολουθώντας το πνεύμα του καιρού του, ο πατέρας Όσκαρ μετακόμισε με την οικογένειά του στο αναπτυσσόμενο Σάο Πάολο που από 60.000 κατοίκους την εποχή εκείνη έμελλε μετέπειτα να φτάσει τους 10.000.000, κυρίως χάρη στη μαζική εισροή μεταναστών από την Ευρώπη. Εκεί ο πιτσιρικάς Φρίντενραϊχ ήλθε σε επαφή με το ποδόσφαιρο του Μίλλερ και των Ευρωπαίων εμιγκρέδων, αρχίζοντας να κλωτσά το τόπι τόσο στο σχολείο όσο και στα αυτοσχέδια γήπεδα του Σάο Πάολο.
Η κλίση του Αρτούρ στην μπάλα δεν πέρασε απαρατήρητη από τον πατέρα Όσκαρ, ο οποίος τον έστειλε σε ηλικία 17 ετών στον Αθλητικό Σύλλογο Τζερμάνια που είχε ιδρύσει η γερμανική κοινότητα της πόλης. Η καταγωγή του διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην ποδοσφαιρική του καριέρα καθώς, αν και ήταν μιγάς, το αστικό του υπόβαθρο τού ξεκλείδωσε μια σχεδόν επτασφράγιστη κοινωνική πόρτα, δηλαδή τη συμμετοχή του στην ελίτ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου. Όμως ο φυλετικός ρατσισμός δεν θα εξανεμιζόταν από τη μια μέρα στην άλλη, επειδή ο Φρίντενραϊχ ήταν γόνος Γερμανού επιχειρηματία. Εξάλλου ήταν επίσης γιος Αφρικάνας με γονείς σκλάβους.
Οι προσπάθειές του να γίνει αποδεκτός στο κοινό και το σύστημα της ποδοσφαιρικής κοινότητα του Σάο Πάολο τον ανάγκαζαν σε ανορθόδοξες τακτικές, αφού ο ίδιος αφιέρωνε άπειρες ώρες (και μπριγιαντίνη) για να ισιώνει τα μαλλιά του, ενώ θρυλείται ότι έστρωνε αλεύρι στο πρόσωπό του ώστε να μασκαρέψει την κατωτερότητά του χρώματός του.
Αυτό όμως που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να μείνει κρυφό ήταν το ατόφιο ποδοσφαιρικό ταλέντο του Φρίντενραϊχ. Οι αναφορές και οι διηγήσεις που καλούνται να καλύψουν το χάσμα της χρονικής απόστασης και την ανυπαρξία της εικόνας, συμφωνούν ομόφωνα ότι επρόκειτο για έναν ασύλληπτο επιθετικό. Αν και στα πρώτα χρόνια της καριέρας του άλλαζε συχνά ομάδες στο Σάο Πάολο, ο Φριντ ξεχώριζε παντού για την απύθμενη ενέργεια που έβγαζε στο χορτάρι και για την τρομερή του έφεση να στέλνει τη μπάλα στο πλεχτό. Ενώ τα αγγλικά πρότυπα επέβαλαν τις καμινάδες, ο ίδιος προτιμούσε να ελίσσεται εντυπωσιακά ανάμεσα στους αντιπάλους του με περίτεχνες ενέργειες, θεμελιώνοντας ουσιαστικά ένα φαντεζί στυλ που έμελλε να εξελιχθεί σε βασικό στοιχείο της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ταυτότητας του jogo bonito.
Μάλιστα το 1914, σε ηλικία 22 ετών, συμμετείχε στο ματς που θεωρείται ως το παρθενικό της εθνικής Βραζιλίας, εναντίον της αγγλικής Έξετερ. Στον αγώνα αυτόν λέγεται επίσης ότι έχασε δύο δόντια. Το 1916, πήρε μια κρίσιμη απόφαση για τη μετέπειτα σταδιοδρομία του. Επέλεξε να φορέσει τη φανέλα της Παουλιστάνο, που ήταν από τους πρώτους συλλόγους της πόλης και από τα μεγαθήρια της εποχής. Στα επόμενα 12 χρόνια, ο Φρίντενραϊχ εξελίχθηκε στον απόλυτο σούπερ σταρ του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, ματώνοντας τα αντίπαλα δίχτυα και φτάνοντας παράλληλα στην ποδοσφαιρική του κορύφωση. Κατά το διάστημα αυτό η Παουλιστάνο κέρδισε 6 φορές το πολιτειακό πρωτάθλημα (τις 4 σερί, ρεκόρ ακόμα και σήμερα), ενώ ο ίδιος αναδείχθηκε ισάριθμες φορές πρώτος σκόρερ (και 8 συνολικά, ο μοναδικός που το έχει πετύχει σε καριέρα 17 ετών).
Το 1919 φόρεσε το εθνόσημο στο πλαίσιο των αγώνων για το Κόπα Αμέρικα που θα φιλοξενούσε η Βραζιλία – μόλις το τρίτο στην τότε ιστορία. Ο Φρίντενραϊχ ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής της διοργάνωσης, όπου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ με 4 τέρματα μαζί με τον συμπαίχτη του και μεγάλο σταρ της Κορίνθιανς, Νέκο, σκοράροντας συνάμα το νικητήριο γκολ κατά της πρωταθλήτριας Ουρουγουάης στον «τελικό». Οι αντίπαλοι τού προσέδωσαν το προσωνύμιο «Τίγρης», χάρη στην ασύγκριτη αποφασιστικότητα που κατέθετε στο γήπεδο, παρά το μικρόσωμο παρουσιαστικό του. Η χαρά του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη για τον παρθενικό μεγάλο τίτλο της εθνικής, που το «χρυσό» παπούτσι του Φρίντενραϊχ περιόδευσε στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων.
Ωστόσο, η φήμη και η δόξα που απολάμβανε ο «Φριντ» εξαιτίας του μοναδικού ταλέντου του δεν ήταν αρκετά για να εξουδετερώσουν δομές και πρακτικές με υπεραιωνόβιες ρίζες. Ο Βραζιλιάνος πρόεδρος Επιτάσιο Πεσσόα παρενέβη κατά της συμμετοχής του Φρίντενραϊχ στην αποστολή της «Σελεσάο» για τη διοργάνωση που θα διεξαγόταν στη γείτονα χώρα Αργεντινή το 1921, καθώς προτιμήθηκε να συγκροτηθεί μια ομάδα από λευκούς παίκτες. Το αίσθημα κατωτερότητα της Βραζιλίας για τον μαύρο πληθυσμό της γινόταν και πάλι εμφανές. Εξάλλου, οι ποδοσφαιρικές ικανότητες του «Τίγρη» τον είχαν κάνει αποδεκτό στα ανώτερα στρώματα της βραζιλιάνικης κοινωνίας, όμως το χρώμα του υπενθύμιζε πάντοτε την υποδεέστερη φύση του. Το ίδιο και η ρατσιστική συμπεριφορά του ποδοσφαιρικού κατεστημένου, αφού θεωρείτο απαγορευτικό να κάνει μπάνιο ή να δειπνήσει μαζί με τους λευκούς συμπαίκτες του. Όταν στο Κόπα Αμέρικα του 1922 (που διεξήχθη πάλι στο Ρίο) ο Φρίντενραϊχ ξανακλήθηκε στην εθνική, η Βραζιλία κατέκτησε και πάλι το τρόπαιο.
Το ζενίθ του «Τίγρη» μπορεί να θεωρηθεί η περίοδος που η Παουλιστάνο ταξίδεψε στην Ευρώπη, στο πλαίσιο μιας τυπικής περιοδείας προς αποκόμιση χρημάτων, σε μια εποχή όπου τα κέρδη των παιχτών από το ποδόσφαιρο ήταν μηδαμινά. Στη Γηραιά Ήπειρο, η Παουλιστάνο συνέτριψε σχεδόν όλους τους αντιπάλους της, επικρατώντας σε εννέα από τα δέκα φιλικά που έδωσε στη Γαλλία, την Ελβετία και την Πορτογαλία, νικώντας ακόμα τις εθνικές ομάδες των δύο πρώτων χωρών. Ο 33χρονος Φρίντενραϊχ έλαμψε. Ο γαλλικός Τύπος μάλιστα τον έχρισε «Βασιλιά του ποδοσφαίρου», έναν χαρακτηρισμό που θα έφερε τέσσερις δεκαετίες αργότερα ένα άλλο «μαύρο διαμάντι». Όμως τότε, οι καιροί που η Βραζιλία έκρυβε το μαύρο πρόσωπό της ήταν πλέον παρελθόν.
Το τέλος
Ο Φρίντενραϊχ έφυγε από την Παουλιστάνο το 1929, διότι ο σύλλογος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου που συντελούνταν κατά το τέλος της δεκαετίας, με αποτέλεσμα να παύσει τη λειτουργία του. Οι διεργασίες και οι συνέπειες αυτής της καμπής του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου είναι ένα αρκετά ενδιαφέρον ζήτημα αλλά δεν είναι δυνατόν να το αναλύσουμε εδώ. Σε κάθε περίπτωση, παρά τη μεγάλη του ηλικία, ο «Φριντ» μετέβη στην πασίγνωστη πλέον Σάο Πάολο με την οποία πρόλαβε να κατακτήσει ακόμα ένα πολιτειακό πρωτάθλημα.
Οι περισσότεροι μάλιστα πίστευαν ότι θα ήταν παρών στο παρθενικό Μουντιάλ που θα λάμβανε χώρα στην Ουρουγουάη το 1930. Ωστόσο, η αντιπαλότητα των ποδοσφαιρικών αρχών του Ρίο και του Σάο Πάολο είχε ως αποτέλεσμα η «Σελεσάο» να στελεχωθεί μόνο από ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν στο πρωτάθλημα του Ρίο. Παρότι κρέμασε τυπικά τα παπούτσια του το 1935, ήταν πολύ μεγάλος πια για να λάβει μέρος στο επόμενο Μουντιάλ στην Ιταλία. Έτσι, ο κόσμος έχασε την ευκαιρία να θαυμάσει τον «Τίγρη» και ο ίδιος την ευκαιρία να δείξει το ταλέντο του στο υψηλότερο επίπεδο σφραγίζοντας την καριέρα του με την εκκίνηση της πιο διάσημης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης.
Αξίζει φυσικά να σημειωθεί ότι την περίοδο εκείνη ο Φρίντενραϊχ πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του 1932 κατά του πραξικοπήματος του Ζετούλιο Βάργκας, που έλαβε χώρα κυρίως στην πολιτεία του Σάο Πάολο. Ο σύντομος ταξικός «πόλεμος των Παουλίστας» (ο Βάργκας στηριζόταν από την καπιταλιστική ελίτ και τον στρατό) βρήκε τον Φρίντενραϊχ ενεργά στο πλευρό του εξεγερμένου λαού, πριν επιστρέψει στα γήπεδα για να κλείσει την πορεία του σε ηλικία 43 ετών.
Ο θρύλος του «Φριντ»
Άνθρωποι που σημείωναν τα γκολ του από την αρχή της πορείας του στα γήπεδα ισχυρίζονταν ότι ο Φρίντενραϊχ πέτυχε συνολικά 1.329 τέρματα σε 1.239 παιχνίδια. Ή το ανάποδο. Σε κάθε περίπτωση είναι μάλλον απίθανο να εξακριβωθεί ο ακριβής αριθμός, όμως ο μύθος του πρώτου σκόρερ όλων των εποχών για έναν τόσο ιδιαίτερο ποδοσφαιριστή, είναι σίγουρο ότι έλκει. Τουλάχιστον όσους δεν είναι ορκισμένοι φαν του Πελέ, από τον οποίο ο Φρίντενραϊχ στέρησε και την πρωτιά της «βασιλείας». Επιπλέον από τον έτερο σταρ, Μανέ Γκαρίντσα στέρησε… την πρωτιά της μποέμικης ζωής, αφού ο «Φριντ» λέγεται ότι είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες, αλλά και στο ποτό.
Μέχρι όμως τη δεκαετία του ’60, όπου μεσουράνησε το αχτύπητο δίδυμο της «Σελεσάο» και έκλεισε τα μάτια του μια για πάντα ο 77χρονος Φρίντενραϊχ (1969), τα κατορθώματα του «Τίγρη» είχαν σκεπαστεί και ξεχαστεί μπροστά στις νέες γενιές του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, όπου πλειοψηφούσε μάλιστα το έγχρωμο στοιχείο. Το ερώτημα που έχει απασχολήσει πολλούς έγκειται στους λόγους για τους οποίους λησμονήθηκε από την παράδοση του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου ο πρώτος σούπερ σταρ της χώρας, ενώ οι άμεσοι κατοπινοί μαύροι και μιγάδες διάδοχοί του απόλαυσαν τόση δόξα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι και μη δημοσιογράφοι θεωρούν τον –επίσης μαύρο– Λεόνιντας (καριέρα 1929-1950) ως τον πρώτο μεγάλο ποδοσφαιριστή που γέννησε η Βραζιλία.
Η μια αιτία της λήθης που πλάκωσε τον Φρίντενραϊχ σχετίζεται ακριβώς με τα πλεονεκτήματα που γεύθηκε το προαναφερθέν αστέρι των Φλαμένγκο, Σάο Πάολο και της ίδιας της «Σελεσάο». Ο Λεόνιντας και οι μετέπειτα μεγάλοι παίχτες του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου μεγαλούργησαν σε κορυφαίους συλλόγους που παρέμειναν ανταγωνιστικοί μετά την επαγγελματοποίηση (και σταδιακά μετατράπηκαν στα μεγαθήρια του σήμερα), ενώ πρωταγωνίστησαν στα Παγκόσμια Κύπελλα και τα κατορθώματά τους ταξίδεψαν εκατοντάδες χιλιόμετρα χάρη στο ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Αντίθετα ο Φρίντενραϊχ δεν γεύτηκε τίποτα από τα παραπάνω, τουλάχιστον όσο άξιζε, αφού η Παουλιστάνο συντρίφτηκε στη μεταβαλλόμενη τάξη πραγμάτων (και έτσι καμιά ομάδα δεν τον συμπεριέλαβε στην ιστορία της, στη Σάο Πάολο «κόλλησε τα τελευταία ένσημα») ενώ δεν πρόλαβε να συμμετάσχει σε κάποιο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ακόμα και η μεγάλη Ουρουγουάη της δεκαετίας του ’20, ίσως είχε γνωρίσει παρόμοια μοίρα αν δεν είχε κατακτήσει το Μουντιάλ του 1930.
Επίσης, ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ότι ο Φρίντενραϊχ βρέθηκε σε άλλη μια μεταιχμιακή κατάσταση, αυτή ανάμεσα στον ταξικό/φυλετικό ρατσισμό της βραζιλιάνικης κοινωνίας των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα που εμφανιζόταν και στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, και της προσπάθειας για ανάπλαση της εθνικής ταυτότητας από τη δεκαετία του ’30 και ύστερα. Το ζήτημα είναι μεγάλο για να αναλυθεί εκτενώς, αλλά κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, υπήρξε μια επιτηδευμένη λαϊκίστικη προσπάθεια από το καθεστώς Βάργκας, αλλά και από την εγχώρια διανόηση, ώστε να συνενωθούν φαντασιακά οι διάφορες «συνιστώσες» του βραζιλιάνικο λαού, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη συμβολή και τη σημασία των έγχρωμων στη συγκρότηση και στην υπόσταση του βραζιλιάνικου κράτους. Με άλλα λόγια, μετά την εποχή του Φρίντενραϊχ, η Βραζιλία δεν ντρεπόταν για τα έγχρωμα χαρακτηριστικά της. Τουλάχιστον επίσημα. Ωστόσο, αναμφίβολα η αντισυμβατική ζωή του «Φριντ» δεν ήταν κατάλληλη ως πρότυπο για το συντηρητικό καθεστώς Βάργκας.
Έτσι λοιπόν ο «Τίγρης» δεν στέριωσε στη συλλογική μνήμη παρά τα τρομερά για την εποχή του κατορθώματα, αλλά και τον ρόλο του ως σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς ποδοσφαιριστών που βίωσαν τον ρατσισμό τόσο στην κοινωνία όσο και στο ποδοσφαιρικό οικοδόμημα της χώρας.
Μάλλον μοιάζει ειρωνεία το γεγονός ότι ο Πελέ αποκαλείται ο «Βασιλιάς» του βραζιλιάνικου και του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Ίδια ειρωνεία με τη φήμη του Μίλλερ ως «πατριάρχη» της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής παράδοσης. Τυχαίο;
sisyphoss