Τετάρτη 25η Νοέμβρη 2020. Η μέρα που ο Θεός επιστρέφει στους ουρανούς ως άνθρωπος. Πολλοί δεν το πιστεύουν, θεωρούν πως κάποιο λάθος έχει γίνει, πως θα την γλιτώσει και τώρα όπως και το 2004 που ενώ ήταν στα πρόθυρα του θανάτου, ο ελ Νέγρο Φονταναρόσα έλεγε ‒εκφράζοντας γι’ άλλη μια φορά την σκέψη αντρών και γυναικών τής Αργεντινής ‒ : «Είναι ο Ντιέγο. Μην νομίζετε ότι θα το βάλει κάτω, ακόμα κι όταν είναι κάτω. Να θυμάστε ότι ταπείνωσε τους Άγγλους πειρατές, αφήνοντας αρκετούς απ’ αυτούς πεσμένους στο έδαφος με τα πόδια ανοιχτά. Να θυμάστε ότι απέδειξε πως το χέρι είναι πιο γρήγορο από την όραση. Κι ότι πέρναγε ανάμεσα από τέσσερεις με την μπάλα κολλημένη στο μαγικό αριστερό του, βγάζοντας και την γλώσσα, σαν να τους κορόιδευε. Αυτό να θυμάστε». Δυστυχώς όμως, αυτή την φορά ο Πελούσα δεν είχε καταφέρει να ντριμπλάρει τον θάνατο…
Τις επόμενες μέρες γράφονται εκατομμύρια ‒ δίχως ίχνος υπερβολής ‒ άρθρα σε κάθε γωνιά της γης. Σίγουρα θα διαβάσατε πολλά απ’ αυτά σε εφημερίδες, περιοδικά, ηλεκτρονικά μέσα, ή θα ακούσατε ανάλογες συζητήσεις και αφιερώματα στα κανάλια και στα ραδιόφωνα. Υποθέτω κι εσείς θα αναρωτηθήκατε: Μα έχει υπάρξει ποτέ άλλος θάνατος ανθρώπου, που ν’ απασχόλησε τόσο το σύνολο της παγκόσμιας κοινής γνώμης; Η απάντηση είναι μία και την ξέρετε: Όχι.
Κανένας θάνατος, καμιάς προσωπικότητας δεν άγγιξε ποτέ την πλειονότητα των δισεκατομμυρίων που κατοικούν τούτο τον πλανήτη. Ανεξαρτήτως χρώματος δέρματος, θρησκείας και πολιτικής τοποθέτησης όλη η υφήλιος ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται, έστω και λίγο, στο άκουσμα της είδησης – και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Όταν το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ και καθηλώνει το συντριπτικό ποσοστό των ανθρώπων επί γης, από τα πάμφτωχα χωριά της Αφρικής όπου τα ξυπόλητα πεινασμένα παιδάκια κλωτσούν πανιά έχοντας ζωγραφισμένο το «10» στις σχεδόν ολότελα σκισμένες μπλούζες τους, μέχρι τις βορειοευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου κομψοί κουστουμάτοι τζέντλεμεν βλέπουν κάποιον τελικό από την σουίτα τους, πίνοντας ουίσκι των χιλίων ευρώ. Όταν χριστιανοί, καθολικοί, προτεστάντες, μουσουλμάνοι, ινδουιστές, άθεοι κλπ προσκυνούμε όλοι τελικά την ίδια στρογγυλή θεά. Όταν οι πολιτικοποιημένοι και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι οπαδοί απανταχού της γης, στο μόνο πράγμα που συμπίπτουν με τους ΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΑ στρατούς των ιδιοκτητών των ομάδων είναι η αγάπη τους για την μπάλα. Όταν, λοιπόν, ισχύουν όλ’ αυτά πώς θα μπορούσε ο θάνατος του μεγαλύτερου (όχι απαραίτητα καλύτερου) ποδοσφαιριστή όλων των εποχών να μην προκαλέσει παγκόσμια συγκίνηση; Όταν πεθαίνει ο βασιλιάς τού βασιλιά των σπορ;
Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί οι λίγοι που έσπευσαν να σταθούν στον αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του Ντιέγο· κι αυτοί, όμως, τελικά ασχολήθηκαν μαζί του. Γιατί άραγε; Εδώ, στην Ελλάδα, στην Καλαμαριά για παράδειγμα, φοβήθηκαν ότι εκείνο το εκπληκτικό γκραφίτι με την μορφή του στον τοίχο του σχολείου ‒ που όμοιο του δεν πρέπει να έχω δει αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο, ούτε στη Λα Μπόκα ακόμα ‒ θα έδινε το κακό παράδειγμα. Η επίπεδη σκέψη τους έφτασε μέχρι το ότι ένα έργο τέχνης θα έσπρωχνε τους μαθητές να πάρουν κοκαΐνη. Ας τους αφήσουμε να κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους. Σε μια κοινωνία που κυριαρχούν οι ινφλουένσερς, οι τράπερς, τα ριάλιτι, οι σειρές που διηγούνται την ζωή του Εσκομπάρ κι άλλων πρεζέμπορων· σε μια κοινωνία που ο αμερικάνικος πολιτιστικός ιμπεριαλισμός επιβάλει τον ακραίο καταναλωτισμό και την απολιτίκ στάση, το πρόβλημά τους είναι το λανθασμένο πρότυπο που μπορεί να δώσει ο Μαραδόνα. Ναι, αυτόν περίμεναν οι μαθητές κι οι μαθήτριες του σχολείου της Καλαμαριάς για να τους «διαφημίσει» τα ναρκωτικά… Αυτό που μάλλον τους συμβαίνει ασυνείδητα είναι ότι κι αυτοί οι επιφανειακοί άνθρωποι ζήλεψαν, όπως κι εμείς άλλωστε, την ζωή του Ντιέγο. Η διαφορά μας είναι ότι αυτοί αποφάσισαν να την αφορίσουν και να αποδώσουν στα ναρκωτικά την επιτυχία και την δόξα που κατέκτησε. Έτσι τούς βόλευε για να κρύψουν την ζήλια τους ή την απογοήτευσή τους για τα όνειρα που δεν εκπλήρωσαν ή που ούτε καν κυνήγησαν. Μπορεί από την άλλη και να τους κακοφαινόταν που ο ατίθασος βραχύσωμος αρτίστας της μπάλας δεν έμενε στην χλιδή που του παρείχε απλόχερα η ναπολιτάνικη μαφία, αλλά προτιμούσε να εκφέρει πολιτικό λόγο αντιδρώντας στην άλλη μαφία, εκείνη των χαρτογιακάδων της ΟΥΕΦΑ και της ΦΙΦΑ. Δεν «κοίταζε την δουλίτσα του» ρε παιδί μου, αλλά ήθελε τατουάζ με τον Τσε και πάρε δώσε με «παλιοκομμουνιστές» σαν τον Φιδέλ. Τι κακό παράδειγμα, πράγματι! Αμ το άλλο: γέμισε αυτοπεποίθηση τον φτωχό και μονίμως ριγμένο ιταλικό νότο, αρπάζοντας τα ηνία από τα χέρια του πλούσιου κι υπερόπτη βορρά· σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι, ένα πράμα…
Εν πάση περιπτώσει, θα το ξαναπώ: τα παιδιά είναι πολύ πιο έξυπνα απ’ όσο πιστεύουν τα συντηρητικά μυαλά τους και στον Ντιέγο βλέπουν έναν άνθρωπο που ξεκίνησε από το τίποτα, από την παραγκούπολη της Βίγια Φιορίτο, και κατάφερε να εκπληρώσει τα όνειρα του κατακτώντας παράλληλα και τον κόσμο. Δεν το έκανε η κοκαΐνη αυτό, ο ίδιος ο Πίμπε ντ’ όρο είχε πει σε συνέντευξη του ότι τα ναρκωτικά τον κατέστρεψαν, ότι χωρίς αυτά θα είχε φτάσει ακόμα ψηλότερα. Πόσο αλήθεια να ήταν το ψηλότερα δεν ξέρω. Ίσως ένα δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο με την Αλμπισελέστε ‒ αν και μάλλον για τρίτο θα έπρεπε να μιλάμε, μετρώντας ως δεύτερο αυτό που της έκλεψε η ΦΙΦΑ μ’ εκείνο το πέναλτι που μόνο ο διαιτητής Εντγάρδο Μέντες είδε στο 85΄ του τελικού με την Δ. Γερμανία, στο Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990.
Αφήνοντας τώρα στην άκρη τα πράγματα που λίγο πολύ όλοι σκεφτήκαμε για τον Ντιέγο, ας περάσουμε σ’ αυτό που ένιωσαν οι άντρες κι οι γυναίκες στην Αργεντινή, εκεί που ο Ντιέγο είναι θρησκεία, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού από το 1998 έχει ιδρυθεί στο Ροσάριο η Ιγλέσια Μαραδονιάνα [Iglesia Maradoniana]. Επειδή ειλικρινά δεν ξέρω πώς να το περιγράψω με λόγια, θα δανειστώ τα λόγια του φίλου μου του Μπρούνο από το Μπουένος Άιρες. Καταρχάς να πούμε ότι ο Μπρούνο είναι ιστορικός, συγγραφέας, ερευνητής κι έχει γράψει βιβλία για τα οικονομικά εγκλήματα των δικτατοριών στην Αργεντινή. Δεν προέρχεται, δηλαδή, από τα κατώτερα στρώματα, ενώ είναι μορφωμένος και πολύ ενεργός πολιτικά. Όταν λοιπόν επικοινώνησα μαζί του, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Μαραδόνα, για να τον ρωτήσω τι γίνεται στο Μπουένος Άιρες και πώς νιώθει κι ο ίδιος, τον άκουσα πολύ βαρύ και μου εξομολογήθηκε ότι όταν έμαθε την «θλιβερότατη είδηση» ξέσπασε σε κλάματα, έκλαιγε σαν παιδί (ένας άνθρωπος 47 χρονών), απαρηγόρητος. Έκλαψε και τις επόμενες δυο μέρες. Μου είπε ότι ο θάνατος αυτός σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής αθωότητας· ότι ο Ντιέγο ήταν ένα πλάσμα που τους είχε δώσει τόσες χαρές και θα εξακολουθεί να τους τις δίνει μέσα από τα βίντεο των γκολ του· ότι κάθε φορά που βλέπει το γκολ ‒του αιώνα‒ κατά της Αγγλίας, φοβάται ότι η μπάλα δεν θα μπει στα δίχτυα, κι όταν τελικά μπαίνει, μέσα σ’ αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα που διαρκεί η κούρσα έχει νιώσει όλα τα συναισθήματα κι έτσι ξεσπάει πανηγυρίζοντάς το σαν την πρώτη φορά· ότι πάρα πολλές φορές τα βράδια πριν κοιμηθεί έβλεπε βιντεάκια με γκολ και φάσεις του Ντιέγο, όμως τώρα δεν μπορεί, γιατί βουρκώνει. Την τελευταία φορά μάλιστα δεν βούρκωσε μόνος, αλλά μαζί με τον Χουάνκα, έναν φίλο μουσικό από την Παταγονία, ο οποίος την ημέρα που πέθανε ο Μαραδόνα είπε τα εξής: «Έφυγε ο άνθρωπος που μας αγάπησε (τους Αργεντίνους) περισσότερο απ’ όλους. Δεν έχει υπάρξει κανείς στην Αργεντινή που να μας έχει αγαπήσει περισσότερο απ’ αυτόν. Έκανε τα πάντα για την φανέλα (της Εθνικής), μας αγαπούσε και μας έκανε δώρο καλλιτεχνήματα· ούτε πολιτικός ούτε μουσικός ούτε κανείς άλλος δεν μας αγάπησε έτσι». Αυτή η σχεδόν ψυχαναλυτική προσέγγιση της αμφίδρομης λατρείας αργεντίνικου λαού και Ντιέγο εξηγεί τον τεράστιο αντίκτυπο που είχε ο θάνατος του στην Αργεντινή, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, νομίζω.
Ο Μπρούνο κι ο Χουάνκα ξέρουν ότι είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσουν αυτή την απώλεια, αλλά θα πρέπει ‒ εξάλλου, ο δικός τους Ντιεγίτο θα είναι πάντα εκεί να τους προσέχει από τον ουρανό.
Μιχάλης Τσούτσιας