Το παρακάτω κείμενο είναι γραμμένο από τον Αργεντίνο συγγραφέα Ερνάν Κασκιάρι που ζει στο Μπουένος Άιρες. Το πρωτότυπο είναι γραμμένο στα ισπανικά, εμείς το μεταφράσαμε από την αγγλική του κόπια. Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Γιάννη Τσαούση, ενός εκ των δυο συμπαραγωγών του ραδιοφωνικού Fight Club , ο οποίος μας ενημέρωσε για την ύπαρξη αυτού.
Ο Ερνάν Κασκιάρι τρέχει τον εκδοτικό οίκο Orsai, το ομώνυμο περιοδικό Orsai, και το παιδικό περιοδικό Bonsai. Ο Κασκιάρι ξεκίνησε να διακινεί την δουλειά αυτόνομα διαβάζοντας τα κείμενα του από ραδιοφώνου, όταν τον απέλυσαν από τις εφημερίδες που εργαζόταν. Η επιτυχία του τον έκανε δημοφιλή, ώσπου έφτασε να παρουσιάζει τις ιστορίες του και μέσω της τηλεόρασης, αλλά και ζωντανά στο θέατρο. Είναι συγγραφέας βιβλίων και θεατρικών έργων, ενώ αξίζει να αναφερθεί πως το Δεκέμβρη του 2015 ντρίπλαρε τον Χάρο με επιτυχία, αφού την γλίτωσε από ένα καρδιακό επεισόδιο στην Ουρουγουάη.
Το πιο διάσημο γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, 10.6 δευτερόλεπτα αθλητικής ιδιοφυΐας που ήταν για εκατομμύρια Αργεντινών.
του Ερνάν Κασκιάρι (26 Μαρτίου 2015)
Λιγότερο από 11 δευτερόλεπτα νωρίτερα, όταν ο παίκτης της Αργεντινής πήρε την πάσα από τον συμπαίκτη του, η ώρα στο Μεξικό έδειχνε δώδεκα λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα μετά τη μία το μεσημέρι. Στη μέση της σκηνής υπάρχουν επίσης δύο Βρετανοί και ένας ηλικιωμένος Τυνήσιος άντρας. Το σπορ που παίζουν, ποδόσφαιρο, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην Τυνησία. Για αυτό οι Αφρικανοί φαίνονται οι μόνοι που δεν βρίσκονται σε επίπεδο υψηλής αθλητικής εγρήγορσης.
Το όνομά του είναι Αλί Μπιν Νάσερ και, ενώ οι υπόλοιποι τρέχουν, αυτός περπατά αργά. Είναι σαράντα δύο χρονών και εξευτελισμένος: Ξέρει πως δεν θα του ξανά ζητηθεί να διευθύνει διεθνή αγώνα.
Γνωρίζει επίσης πως, δώδεκα χρόνια νωρίτερα, όταν τραυματίστηκε παίζοντας στη λίγκα της Τυνησίας, εάν του είχαν πει πως επρόκειτο να είναι στο Παγκόσμιο Κύπελλο, δεν θα το πίστευε. Ούτε θα το πίστευε αργότερα, το απόγευμα πως έγινε διαιτητής: στην Τυνησία, για να φτάσεις σε αυτή την θέση, το μόνο που είναι απαραίτητο είναι να διαθέτεις τον ίδιο αριθμό κάτω άκρων και πνευμόνων.
Όταν διηύθυνε τον πρώτο του αγώνα, συνειδητοποίησε πως πρόκειται να γινόταν ένας καλός διαιτητής. Ωστόσο, ήταν κάτι περισσότερο από αυτό: Έγινε ο πρώτος αξιωματούχος του ποδοσφαίρου που θα αναγνωρίζονταν στους δρόμους της μητρόπολης. Του τηλεφώνησαν για τους προκριματικούς της Αφρικής το 1984 και το έργο αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματικό που έναν χρόνο αργότερα, καλέστηκε για να διευθύνει και το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Στο Μεξικό, του ζήτησαν αυτόγραφο, πήρε φωτογραφίες μαζί του. Κοιμήθηκε στο ωραιότερο ξενοδοχείο. Είχε διευθύνει επιτυχώς το Πολωνία-Πορτογαλία, αγώνα του πρώτου γύρου, και είχε επιτηρήσει την αριστερή πλάγια γραμμή στον αγώνα Δανία-Ισπανία, κατά τον οποίο οι Δανοί ξαναέπαιξαν ολόκληρο το δεύτερο ημίχρονο, δεν έκανε ούτε ένα λάθος καθώς ανεβοκατέβαζε την σημαία του οφσάιντ.
Όταν οι διοργανωτές του είπαν πως θα διηύθυνε μια αναμέτρηση στα προημιτελικά ― κανείς Τυνήσιος διαιτητής δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο μακριά ―, ο Αλί κάλεσε στο πατρικό του από το ξενοδοχείο, συγκεντρώθηκε, για να το πει στον πατέρα του και στη συνέχεια και οι δύο τους έβαλαν τα κλάματα.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ανήσυχα και ονειρεύτηκε δύο φορές το παράλογο. Στο πρώτο όνειρο, γύρισε τον αστράγαλο του και ο τέταρτος διαιτητής έπρεπε να τον αντικαταστήσει. Στο όνειρο, ο τέταρτος διαιτητής ήταν η μητέρα του. Στο δεύτερο όνειρο, ένας εισβολέας μπήκε πηδώντας στο γήπεδο, του κατέβασε τα πανταλόνια και τον άφησε με τα γεννητικά του όργανα να ανεμίζουν στον αέρα σε παγκόσμια τηλεοπτική θέαση.
Από κάθε όνειρο ξυπνούσε με την καρδιά του να τρέμει. Αλλά ποτέ του δεν ονειρεύτηκε, εκείνο το βράδυ παραμονές του αγώνα πως θα σφύριζε έγκυρο ένα γκολ, το οποίο μπήκε με το χέρι. Αυτό δεν το είχε ονειρευτεί, στην τυνησιακή αργκό, το επίθετο του θα άλλαζε σε μια έκφραση περί τύφλωσης. Εκεί εξηγείται πως διευθύνει το δεύτερο μισό του αγώνα, ευχόμενος εν τω μεταξύ όλο αυτό να είχε λάβει τέλος.
Τώρα ο παίκτης της Αργεντινής ακουμπά την μπάλα με το αριστερό του πόδι και την κλωτσά μισό μέτρο μακριά από την σκιά. Η ζέστη ξεπερνά τους ογδόντα έξι βαθμούς και αυτό το κομμάτι της σκιάς, έχοντας το σχήμα αράχνης, είναι το μόνο του είδους του, που βρίσκεται κοντά στην μπάλα.
Γύρω από αυτό το γήπεδο, καυτοί, 115.000 θεατές ακολουθούν τις κινήσεις του παίκτη, μα μόνο δύο, οι δύο που βρίσκονται πιο κοντά στην σκηνή, θα μπορούσαν πιθανότατα να συλλάβουν την κίνηση του προς τα εμπρός. Ονομάζονται Πίτερ: Ο ένας Ριντ, και ο άλλος Μπίρντσλι, γεννήθηκαν στη βόρεια Αγγλία, ο ένας κατά μήκος της ροής και ο άλλος στην εκβολή του ποταμού Τάιν, και οι δυο τους είχαν, λίγα χρόνια πριν, γιούς που του έλεγαν Πίτερ, χώρισαν τις πρώτες γυναίκες τους πριν ταξιδέψουν για το Μεξικό, και οι δυο τους ήταν πεπεισμένοι, στην μία μετά μεσημβρίας, δώδεκα λεπτά και εικοσιένα δευτερόλεπτα, πως θα ήταν εύκολο να πάρουν την μπάλα από τον Αργεντίνο παίκτη, επειδή την είχε πάρει έχοντας πλάτη την εστία, και ήταν δύο: ένας εμπρός και ένας ξοπίσω.
Δεν γνώριζαν πως, μια δεκαετία από τώρα, ο Πίτερ Ριντ ο νεότερος και ο Πίτερ Μπίρντσλι ο νεότερος θα ήταν φίλοι, θα ήταν δεκαπέντε και δεκαέξι χρονών, και θα χόρευαν παρέα σε ένα ρέιβ πάρτι του Λονδίνου.
Ένα Σκώτο παιδί με επίθετο Ο’ Κόνορ ― ο οποίος αργότερα θα γίνονταν σεναριογράφος του κωμικού Σάσα Μπάρον Κοέν ― θα τους αναγνώριζε και, στη μέση του χορού, θα τους απέφευγε με μια προσποίηση και με ένα πλάγιο βήμα.
Θα το έκανε μία, δύο, τρεις φορές, μιμούμενος την χορογραφία που τώρα, δέκα χρόνια πριν, κάνει ο παίκτης της Αργεντινής στους πατεράδες τους.
Ο Ριντ ο νεότερος και ο Μπίρντσλι ο νεότερος δεν θα καταλάβουν το αστείο, και έτσι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες του ρέιβ πάρτι θα λάβουν μέρος στον χλευασμό του Ο’ Κόνορ και ένας δακτύλιος από χορευτές θα σχηματιστεί, ο οποίος έχοντας το σχήμα ανθρώπινου τραίνου, θα αποφύγει τα αγόρια με δύο χτύπους.
Ο Πίτερ Ριντ ο νεότερος θα είναι ο πρώτος που θα καταλάβει τον χλευασμό, και θα πει στον φίλο του: «Είναι εξαιτίας του βίντεο με τους πατεράδες μας, αυτό από το Μεξικό του ´86.»
Ο Πίτερ Μπίρντσλι ο νεότερος θα κάνει μια χειρονομία εξευτελισμού και οι δύο φίλοι θα διαφύγουν από το πάρτι, καταδιωκόμενοι από δεκάδες παιδιά να τους ουρλιάζουν, λέγοντας με μια φωνή, το επίθετο του παίκτη που, δέκα χρόνια πριν, ακριβώς τώρα, δραπετεύει από τους πατεράδες τους με ένα κούνημα των γοφών του.
Πολύ σύντομα, ο πατέρας Ριντ και ο πατέρας Μπίρντσλι θα σταματήσουν να καταδιώκουν τον παίκτη: Το να δοκιμάσουν να τον σταματήσουν θα είναι δουλεία των υπόλοιπων συναθλητών τους. Βρίσκονται τώρα παγωμένοι στη μέση του βίντεο που ο χρόνος αλλάζει, σε αργό ρυθμό από VHS στο YouTube.
Τώρα τα παιδιά τους είναι πέντε και έξι ετών και δεν θυμούνται να έχουν δει το πρώτο πλάγιο βήμα του παίκτη από κοντά, αλλά στην αρχή της εφηβείας τους θα το παρακολουθήσουν εκατοντάδες φορές στο βίντεο και θα πάψουν να τρέφουν σεβασμό προς τους πατεράδες τους.
Ο Πίτερ Ριντ και ο Πίτερ Μπίρντσλι, κείτονται ακίνητοι στη μέση του γηπέδου, χωρίς ακόμα να γνωρίζουν επακριβώς τι συνέβη στις ζωές τους που κάνει τα πάντα να καταρρέουν.
Με γρήγορα και σύντομα βήματα, ο Αργεντίνος παίκτης μεταφέρει την σκήνη στην περιοχή του αντιπάλου. Στη πλευρά του γηπέδου που βρίσκεται, έχει ακουμπήσει την μπάλα μόλις τρεις φορές: μία για να την δεχτεί και να δουλέψει τον πρώτο Πίτερ, την δεύτερη φορά για να σταματήσει την μπάλα απαλά και για να θέσει τον δεύτερο Πίτερ εκτός ισορροπίας, και μια Τρίτη φορά για να μεταφέρει την μπάλα πέρα από την γραμμή του κέντρου.
Όταν η μπάλα πέρασε την λευκή γραμμή, ο παίκτης είχε διασχίσει τα δέκα από τα πενήντα δύο μέτρα που θα διέσχιζε συνολικά, και είχε κάνει τα έντεκα από τα σαράντα τέσσερα βήματα που θα έπρεπε να κάνει.
Δώδεκα λεπτά και είκοσι τρία δευτερόλεπτα μετά τη μία, ένα σάστισμα έκπληξης παρασέρνει όλη την εξέδρα και στα ραδιοφωνικά θεωρεία οι εκφωνητές σηκώνουν τους κώλους τους από τις καρέκλες. Η τρύπα στην άμυνα κάτω από τη δεξιά πλευρά που ο παίκτης έχει μόλις βρεθεί, μετά το διπλό του πλάγιο βήμα και την μεγάλη δρασκελιά του: όλοι συνειδητοποιούν τον κίνδυνο.
Όλοι εκτός του Κέννυ Σάνσομ, ο οποίος εμφανίζεται πίσω από τους δύο Πίτερς και κυνηγάει τον παίκτη χωρίς να του καίγεται καρφί που μοιάζει να προέρχεται από κάποιο άλλο άθλημα. Ο Σάνσομ τρέχει δίπλα στον Αργεντίνο παίκτη ήρεμα, σαν να συνόδευε ένα παιδάκι στην πρώτη του ποδηλατάδα.
«Έμοιαζε σαν να ήμασταν σε προπόνηση, μαλακία…» ο Κόουτς Μπόμπι Ρόμπσον θα έλεγε δύο ώρες αργότερα, στα αποδυτήρια.
«Δεν ήσουν ο εαυτός σου,» θα του έλεγε ο ετεροθαλής αδερφός του ένα χρόνο αργότερα, καθώς θα ήταν και οι δύο σουρωμένοι σε μια παμπ στο Δουβλίνο.
Ο Κέννυ Σάνσομ θα γυρίσει την ταινία πίσω χιλιάδες φορές στο μέλλον. Θα δει το νωθρό βηματισμό του, πατώντας σχεδόν μόνο με το ένα πόδι στη γη, ενώ ο παίκτης του ξέφευγε.
Θα ξεκινήσει, το Νοέμβρη του ίδιου έτους, να έχει προβλήματα με το κουμάρι και το αλκοόλ. Στις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες, θα του κολλήσουν το παρατσούκλι ο «Λευκός» Σάνσομ για την συμπάθειά του προς το λευκό κρασί. Ο μοναδικός του φίλος από τα χρυσά χρόνια θα είναι ο Τέρι Μπούτσερ, ίσως επειδή και οι δύο μοιράζονται το κοινό έδαφος ενός ολόιδιου τραύματος.
Ο Μπούτσερ είναι ο ένας που τώρα, ενώ οι ραδιοφωνικοί σχολιαστές και οι θεατές στις κερκίδες είναι ακόμα όρθιοι, θα του δώσει μια αναποτελεσματική κλωτσιά καθώς ο παίκτης συνεχίζει την πορεία του παράλληλα προς την πλάγια γραμμή. Ο Μπούτσερ, τρελαμένος, θα επιδιώξει να ακολουθήσει τον παίκτη, ο οποίος δεν γνώριζε ότι, στη μητρική γλώσσα του αντιπάλου του, το επίθετο του σημαίνει χασάπης, και θα του δώσει και μία δεύτερη μη αποτελεσματική κλωτσιά, αυτή την φορά με δολοφονική πρόθεση, στην γωνία της μεγάλης περιοχής.
Ο Τέρι Μπούτσερ δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει το φάντασμα αυτών των δέκα δευτερολέπτων εκείνου του Μεξικάνικου μεσημεριού. «Όλους του υπόλοιπους παίκτες τους κέρδισε μια φορά, αλλά εμένα με κέρδισε δύο… ο μικρός μπάσταρδος,» θα πει στα Μέσα χρόνια αργότερα, με δάκρυα στα μάτια.
Ο Κέννυ Σάνσομ και ο Τέρι Μπούτσερ δεν θα ξαναπάνε ποτέ στο Μεξικό, ούτε καν στις παραλίες για τουρισμό που βρίσκονται μακριά από την Πόλη του Μεξικού. Στο μέλλον, χωρίς παιδιά και σταθερές σχέσεις, θα προτιμούν (όντας ο καθένας τους σχεδόν εξηντάρης) να βρίσκονται και να πίνουν ουίσκι τις Πέμπτες τα βράδια, και να σκαρφίζονται νέες ύβρεις για τον παίκτη της Αργεντινής, ο οποίος τώρα, χωρίς να έχει κανέναν να τον μαρκάρει, θα εισβάλλει στην αντίπαλη περιοχή με την μπάλα κολλημένη στα πόδια του.
Πριν ξεκινήσει η φάση, κάποιος έδωσε μια κακή πάσα. Αυτό το λάθος ξεκίνησε την ιστορία. Θα μπορούσε να την είχε στείλει προς τα πίσω ή να την είχε σπάσει στα δεξιά του, αλλά αποφάσισε να την γυρίσει στον πιο κλεισμένο παίκτη του γηπέδου.
Αυτός ο άνδρας λέγονταν Έκτορ Ενρίκε και παρέμενε ακίνητος μετά την πάσα, με τα χέρια στην μέση του. Μετά το παιχνίδι, δεν ξεκολλούσε από τον παίκτη, λες και το αόρατο νήμα από την κάθετη πάσα είχε μεταμορφωθεί, με την πάροδο του χρόνου, σε μαγνητικό πεδίο.
Ο Ενρίκε δεν το γνωρίζει ακόμη, μα θα συμμετάσχει σε άλλο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα στα εδάφη της Νότιας Αφρικής. Θα αποτελεί μέλος του προπονητικού του επιτελείου, χοντρότερος και πιο γερασμένος, θα έχει το ίδιο πρόσωπο όπως αυτό του νεαρού άνδρα που τώρα κινείται πέρα δώθε στο κάτω μέρος του γηπέδου. Και θα τελείωνε την καριέρα του στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ξανά το δεξί χέρι του παίκτη του οποίου, δευτερόλεπτα πριν, έχει πασάρει βάζοντας να κοιτά με πλάτη προς το τέρμα.
Για πολλά βράδια στο μέλλον, σε μια παράξενη χώρα, όπου οι γυναίκες πρέπει να κάθονται στα πίσω καθίσματα των αυτοκινήτων, ο Ενρίκε θα αναλογίζεται τι θα είχε συμβεί εάν, αντί να έκανε αυτή την κακή πάσα, είχε δώσει την μπάλα ψηλά στον Μπουρουσάγκα, την δεύτερή του επιλογή.
Ο Μπουρουσάγκα είναι αυτός που τώρα τρέχει παράλληλα, στο κέντρο του γηπέδου, προς τον παίκτη. Η ώρα είναι δώδεκα λεπτά και είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα μετά την μία: Είναι βέβαιος πως ο παίκτης θα του πασάρει την μπάλα πριν μπει στην μεγάλη περιοχή, πως το μόνο που έχει να κάνει είναι να ξεφορτωθεί τους αμυντικούς για να αφήσει τον Μπουρουσάγκα μόνο του μπροστά από το τέρμα.
Ο Μπουρουσάγκα τρέχει και κοιτά τον παίκτη, με την γλώσσα του σώματος του να λέει «Θα είμαι ελεύθερος πάνω από το κέντρο,» και ενώ περιμένει ανώφελα για την πάσα δεν γνωρίζει πως, χρόνια αργότερα, στη Γαλλική λίγκα θα λαδωθεί και θα τιμωρηθεί από τη Διεθνή Ομοσπονδία. Άλλη μια κακή πάσα. Αλλά αυτός, παγωμένος στο παρόν, τρέχει ακόμα και περιμένει για την πάσα που ποτέ δεν έρχεται.
Μέρες αργότερα, θα πετύχει το αποφασιστικό γκολ στον τελικό, αλλά ο κόσμος θα έχει ματιά και θύμησες μόνο για το άλλο γκολ. Χρονιά τη χρονιά, και ενώ ο ένας φόρος τιμής θα διαδέχεται τον άλλο, το δικό του γκολ δεν θα είναι αυτό που θα θαυμάζεται περισσότερο. Ένα βράδυ, ο Μπουρουσάγκα θα καλέσει στην Σαουδική Αραβία για να μιλήσει με τον φίλο του Έκτορ Ενρίκε και θα ζητήσει συγνώμη, μεταξύ σοβαρού και αστείου, για εκείνο το γκολ που μπήκε από τον άλλο παίκτη και που επισκίασε το καθοριστικό του γκολ στον τελικό. Τότε ο Ενρίκε θα κοιτάξει την αμμοθύελλα έξω από το παράθυρο και, χωρίς επιτήδευση, θα κάνει τον Μπουρουσάγκα να χαμογελάσει. «Εκείνο το γκολ δεν ήταν τόσο σπουδαίο,» θα πει. «Εγώ του έκανα την πάσα. Εάν δεν έβαζε το γκολ, θα με τιμωρούσαν για τη δολοφονία του.»
Στον αγωνιστικό χώρο, ο άνεμος φυσούσε με δώδεκα χιλιόμετρα την ώρα. Εάν φυσούσε με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, όπως συνέβαινε στην Πόλη του Μεξικού έξι μέρες αργότερα, ίσως το παιχνίδι να μην είχε τελειώσει καλά.
Η κίνησή του προς τα εμπρός μοιάζει γρήγορη εξαιτίας μιας ψευδαίσθησης, αλλά ο παίκτης ελέγχει τον ρυθμό του, επιβραδύνοντας και κάνοντας προσποιήσεις. Υπάρχει μια κρυφή γεωμετρία στην ακρίβεια του ζιγκ ζαγκ, μια ακρίβεια που θα έσπαζε από μια αλλαγή του ανέμου ή από την αντανάκλαση της κάσας του ρολογιού από τις κερκίδες.
Ο Τέρι Φένγουϊκ αναλογίζονταν τις τυχαίες μεταβλητές καθώς λούζονταν, με το κεφάλι του να κρέμεται μετά την ήττα. Περισσότερο από όλες μία, την λιγότερο γελοία.
Πριν από τον αγώνα, ο Φένγουϊκ είχε συμβουλέψει τον Κόουτς Μπόμπι Ρόμπσον πως το καλύτερο θα ήταν να μαρκάρουν τον αντίπαλο man to man. Ο Ρόμπσον απάντησε πως θα έπαιζαν ζώνη, όπως έκαναν και στους υπόλοιπους αγώνες.
«Τι θα συνέβαινε εάν ο Ρόμπσον είχε ακούσει την συμβουλή μου;», θα αναρωτηθεί ο Τέρι Φένγουϊκ, γυμνός εντός των αποδυτηρίων με το νερό να μαστιγώνει τους κροτάφους του.
Σε αυτό το σημείο, δώδεκα λεπτά και είκοσι έξι δευτερόλεπτα μετά τη μία το μεσημέρι, είναι αυτός που βλέπει τον παίκτη να καταφτάνει έχοντας υπό την κατοχή του την μπάλα, είναι αυτός που πιστεύει πως θα την πασάρει προς το κέντρο της περιοχής του πέναλτι. Ο Φένγουϊκ έχει την ίδια εντύπωση με τον Μπουρουσάγκα. Εναποθέτει όλο του το βάρος στο δεξί του πόδι για να κόψει την πάσα και αφήνει την αριστερή πλευρά ανοικτή. Ο παίκτης με ένα μικρό πήδο, εισέρχεται στον κενό χώρο, μπαίνει στην μεγάλη περιοχή και πετυχαίνει το γκολ.
«Μαλακία,» θα πει ο Τέρι Φένγουϊκ στους δημοσιογράφους το 1989, «Κατέστρεψε την καριέρα μου σε τέσσερα δευτερόλεπτα,» Δύο χρόνια μετά από αυτό το ξέσπασμα, το 1991, ο Φένγουϊκ θα περάσει τέσσερις μήνες στην φυλακή γιατί οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ. Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, θα πει, πως δεν θα έδινε το χέρι του στον Αργεντίνο παίκτη εάν τον ξανασυναντούσε.
Εκείνη την περίοδο περίπου, μια από τις κόρες του θα γίνει δεκαοχτώ χρονών. Κατά τη διάρκεια του πάρτι γενεθλίων της, ο Τέρι Φένγουϊκ θα την τσακώσει να φιλιέται με έναν Αργεντίνο σε μια παραλία του Τρινιντάντ. Θα αναγνωρίσει την εθνικότητα του αγοριού από το ουρανί και λευκό της φανέλας με τον αριθμό δέκα στην πλάτη. Ο Φένγουϊκ δεν το γνωρίζει ακόμα, αλλά σε μεγαλύτερη ηλικία θα προπονήσει μια άγνωστη ομάδα με το όνομα «Σαν Χουάν Γιάμπλοτεχ» στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, μια χώρα που δεν έχει αγωνιστεί ποτέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά έχει παραλίες.
Ο Φένγουϊκ θα μεθάει κάθε μέρα στην αμμουδιά εκείνων των παραλιών. Το απόγευμα εκείνου του συναπαντήματος μεταξύ της κόρης του και του Αργεντίνου, θα προσπαθήσει να πλησιάσει το παιδί για να του ρίξει μπουνιά. Ο Αργεντίνος θα τον αποφύγει με έναν ελιγμό προς τα αριστερά και στη συνέχεια θα διαφύγει προς τα δεξιά. Ο Φένγουϊκ θα ξεγελαστεί ξανά.
Ο παίκτης θα πάρει τα οχτώ από τα συνολικά σαράντα τέσσερα εντός της περιοχής του πέναλτι, θα είναι αρκετά για αυτόν, ώστε να καταλάβει πως το πανόραμα που έχει δεν είναι το καλύτερο δυνατό.
Υπάρχει ένας αντίπαλος, ο Τέρι Μπούτσερ, που ανάσαινε κάτω απ´ το λαιμό του στα δεξιά, άλλον ένα στα αριστερά, ο Γκλεν Χοντλ, θα τον εμπόδιζε να την σπάσει προς τον Μπουρουσάγκα, ο Φένγουϊκ είχε επανέλθει από την προσποίηση και τώρα του καλύπτει μια πιθανή πάσα προς τα πίσω και, εμπρός του, ο τερματοφύλακας Πίτερ Σίλτον του καλύπτει την κοντύτερη κατακόρυφη ευθεία βολής.
Η βόρεια, νότια και ανατολική πλευρά του γηπέδου είναι κλειστές για οποιαδήποτε κίνηση. Είναι δώδεκα λεπτά και είκοσι εφτά δευτερόλεπτα μετά τη μία. Τρεις ώρες πιο αργά στο Μπουένος Άιρες. Έξι ώρες πιο αργά στο Λονδίνο.
Σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του κόσμου, οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας, το να προσπαθείς να σουτάρεις για γκολ μες τη μέση αυτής της ζούγκλας από πόδια θα ήταν αδύνατο, και κάνεις δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από ότι ο Χόρχε Βαλντάνο, ο οποίος καταφτάνει μονάχος του, απόλυτα μόνος, στην πάνω αριστερή πλευρά του γηπέδου.
Κανείς δεν είχε πάρει είδηση την παρουσία του Βαλντάνο, ούτε τώρα στην μεγάλη περιοχή ούτε όταν πήγαινε δημοτικό στην κωμόπολη της Λας Παρέχας που βρίσκεται στην αργεντινή επαρχία της Σάντα Φε.
Ο Χόρχε Βαλντάνο κάθονταν και διάβαζε τα έργα του Εμίλιο Σαλγκάρι ενώ οι συμμαθητές του έπαιζαν ποδόσφαιρο στα διαλείμματα, στροβιλίζοντας γύρω από την μπάλα. Το ποδόσφαιρο φάνηκε να αποτελεί το βασικό παιχνίδι για αυτόν στα εννιά του έτη, μα όταν ήταν έντεκα κάτι του προέκυψε: Κατάλαβε τους κανόνες και παρατήρησε με έκπληξη πως τα υπόλοιπα παιδιά δεν έπαιζαν έξυπνα.
Άρχισε να παίζει μαζί τους και, ενώ οι υπόλοιποι έτρεχαν μετά την μπάλα χωρίς στρατηγική, αυτός κινούνταν κατά μήκος των πλάγιων γραμμών ερευνώντας τη γεωμετρία του αθλήματος.
Και ήταν καλός. Έπαιξε για τις δύο ομάδες της πόλης και σύντομα τον κάλεσαν από το Ροζάριο για να παίξει για την αναπτυξιακή ομάδα της Νιούελς. Δεκαοχτώ χρονών έκανε ντεμπούτο στην υψηλότερη κατηγορία. Στα είκοσι του, ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής νέων στην Τουλούζη. Στα είκοσι δύο του είχε ήδη παίξει για την εθνική ομάδα.
Αλλά σε αυτά τα χρόνια του ιλίγγου, πότε του δεν αγάπησε το ποδόσφαιρο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αν του δίνονταν η δυνατότητα να διαλέξει ανάμεσα σε ένα παιχνίδι μεταξύ φίλων ή ένα καλό βιβλίο, πάντα θα διάλεγε το βιβλίο.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, στα τριάντα του χρόνια, ο Βαλντάνο δεν ήταν βέβαιος ότι είχε επιλέξει την αληθινή του κλίση. Για αυτό τώρα, καθώς περιμένει την πάσα, νιώθει πως τελικά αυτό μπορεί να είναι το πεπρωμένο του, ότι ίσως ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να κλωτσήσει αυτή την μπάλα και να την χώσει εντός των δικτύων.
Ξέρει πως η μόνη επιλογή του παίκτη είναι να πασάρει την μπάλα στα αριστερά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος διαφυγής. Καθώς στέκονταν εντός της μεγάλης περιοχής, σκέφτονταν: «Εάν δεν την πασάρει σε εμένα, σταματώ τα πάντα και γίνομαι συγγραφέας.»
Ωστόσο ο παίκτης μπήκε στην μεγάλη περιοχή χωρίς να τον κοιτάξει. Ούτε ο Μπούτσερ, ούτε ο Φένγουϊκ, ούτε ο Χοντλ, ούτε ο Σίλτον παρατήρησαν την παρουσία του Βαλντάνο. Ούτε ακόμα και ο κάμεραμαν, ο οποίος ακολουθούσε την φάση από κοντά, τον παρατήρησε έγκαιρα.
Στο βίντεο, ο Βαλντάνο είναι ένα φάντασμα του οποίου ολόκληρο το σώμα εμφανίζεται μόλις η μπάλα βρίσκεται στην κορυφή της μεγάλης περιοχής. Ο Χόρχε Βαλντάνο ακόμα δεν το γνωρίζει, ωστόσο μετά από αυτό το τουρνουά θα ξεκινήσει να γράφει μικρές ιστορίες.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός για έναν επιθετικό από τον τερματοφύλακα. Οι υπόλοιποι αντίπαλοι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πόδια τους για να τους βάλουν τρικλοποδιά ή τα γόνατά τους για να τους ρίξουν γονατιές στους μηρούς των ποδιών τους. Μικρή σημασία έχει. Αποτελούν νόμιμα όπλα σε ένα παιχνίδι μεταξύ αντρών κι εξάλλου ο επιτιθέμενος μπορεί να ανταποδώσει την αγκωνιά στην επόμενη φάση του παιχνιδιού.
Αλλά ο τύπος που μαζεύει την μπάλα, ο οπισθοφύλακας, ο γκολκίπερ, ο τερματοφύλακας (όπως τα ονόματα του Εωσφόρου που είναι άπειρα) μπορεί να πιάσει τη μπάλα με τα χέρια του.
Ο τερματοφύλακας αποτελεί μια ανωμαλία, μια εξαίρεση, η οποία μπορεί να καταστρέψει με τα χέρια της, τις καλύτερες κινήσεις που κάνουν οι άνδρες με τα πόδια τους. Και μέχρι εκείνη την ημέρα, κανένας ποδοσφαιριστής αγωνιζόμενος σε Παγκόσμιο Κύπελλο, δεν μπόρεσε να ανταποδώσει σε τέτοια προσβολή.
Αυτό εξηγεί το γιατί, τώρα, που ο παίκτης μπαίνει στην μεγάλη περιοχή και κοιτά κατάματα τον τερματοφύλακα Πίτερ Σίλτον, (γκρι μπλουζάκι, λευκά γάντια), καταλαβαίνει το μίσος στα μάτια του Άγγλου.
Μισή ώρα πριν, ο Αργεντίνος είχε λάβει την εκδίκηση για λογαριασμό όλων των επιθετικών στην ιστορία του ποδοσφαίρου: Είχε πετύχει γκολ με το χέρι του. Η παλάμη του επιθετικού είχε φτάσει στην μπάλα πριν από αυτή του τερματοφύλακα. Στους κανόνες του ποδοσφαίρου, αυτό είναι μια αντικανονική ενέργεια, αλλά για τους κανονισμούς ενός άλλου παιχνιδιού, περισσότερο ανθρωπιστικού από αυτό του ποδοσφαίρου, η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί.
Για αυτό, σε τούτη την στιγμή της απόλυτης κορύφωσης της ιστορίας, στα δώδεκα λεπτά και είκοσι εννιά δευτερόλεπτα μετά την μία, ο Πίτερ Σίλτον μπορεί να πάρει το αίμα του αίμα του πίσω. Ξέρει πολύ καλά ότι είναι στο χέρι του να αποσοβήσει το καλύτερο γκολ στην ιστορία ρου ποδοσφαίρου. Πέραν τούτου, χρειάζεται να το κάνει για να επιστρέψει στην χώρα σαν ήρωας.
Ο Σίλτον ήταν γεννημένος στο Λέστερ, τριάντα έξι χρόνια πριν από εκείνο το Μεξικάνικο μεσημέρι. Ήταν ήδη ένας ζωντανός θρύλος. Δεν αποτελούσε αναγκαιότητα για αυτόν να κατακτήσει το πρώτο του και αργοπορημένο Παγκόσμιο Κύπελλο, ώστε να το επιδεικνύει.
Ακόμα δεν το γνωρίζει, αλλά θα παίζει ως επαγγελματίας μέχρι τα σαράντα οχτώ του χρόνια. Θα πραγματοποιήσει τόσες αξέχαστες επεμβάσεις στο μέλλουν που μαζί με αυτές που έχει πραγματοποιήσει στο παρελθόν, θα τον μετατρέψουν σε ένα από τους καλύτερους Άγγλους τερματοφύλακες.
Ωστόσο (επίσης και αυτό δεν το γνωρίζει) στο μέλλον θα υπάρξει μια εγκυκλοπαίδεια, πιο διάσημη από την Μπριτάνικα, που θα λέει το παρακάτω για αυτόν:
«Σίλτον, Πίτερ: Άγγλος τερματοφύλακας που δέχτηκε, την ίδια μέρα, τα τέρματα που είναι γνωστά ως το ”χέρι του Θεού” και το (γκολ) ”του αιώνα”.»
Αυτό θα είναι το κάρμα του και είναι καλύτερα που τώρα δεν έχει ιδέα περί τούτου, επειδή κοιτάζει ακόμα στα μάτια τον παίκτη της Αργεντινής που τον πλησιάζει, και καλύπτει την αριστερή πάνω πλευρά, όπως του έμαθαν οι προπονητές του να κάνει.
Πιστεύει πως ο Τέρι Μπούτσερ μπορεί να τον φτάσει εγκαίρως και να καταφέρει ένα διώξιμο της μπάλας με το πόδι. «Ίσως ένα κόρνερ» σκέφτεται. «Ίσως μπορώ να βγάλω τη μπάλα έξω με τις άκρες των δακτύλων μου.»
Δεν γνωρίζει επίσης πως δύο χρόνια αργότερα, στην Μεγάλη Βρετανία θα υπάρχει ένα video game που θα έχει το όνομά του, πιο συγκεκριμένα θα λέγεται ”Peter Shilton´s Handball,” ούτε (γνωρίζει) πως τα παιδιά του θα παίζουν με αυτό το παιχνίδι στα κρυφά στις διακοπές του 1992.
Είναι καλύτερα που δεν γνωρίζει τώρα τίποτα για το μέλλον, επειδή πρέπει να αποφασίσει, τώρα αμέσως, ποια θα είναι η επόμενη κίνηση του παίκτη. Και αποφασίζει: Ο Σίλτον πέφτει στην αριστερή του γωνία, υποθέτοντας πως θα δεχτεί το σουτ στα αριστερά του. Ο Αργεντίνος, ο οποίος γνωρίζει τα μελλούμενα, επιλέγει να συνεχίσει προς τα δεξιά.
Πριν αγγίξει την μπάλα για τελευταία φορά με το αριστερό του πόδι, στη μία μ.μ., δώδεκα λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα μετά το μεσημέρι στο Μεξικό, ο παίκτης της Αργεντινής παρατηρεί ότι άφησε τον Πίτερ Σίλτον πίσω του, βλέπει το Χόρχε Βαλντάνο να κουβαλάει μαζί του και την άμυνα του Τέρι Φένγουϊκ, βλέπει τον Πίτερ Ριντ, τον Πίτερ Μπίρντσλι και το Γκλεν Χοντλ να πέφτουν, βλέπει ότι ο Τέρι Μπούτσερ πέφτει στα πόδια του με τις τάπες των παπουτσιών του να προεξέχουν, βλέπει τον Χόρχε Μπουρουσάγκα να σταματά να τρέχει, να παραιτείται, βλέπει τον Έκτορ Ενρίκε, να στέκεται ακόμα στη μέση του γηπέδου, να σφίγγει το δεξί του χέρι σε μια γροθιά, βλέπει τον προπονητή να πηδά από τον πάγκο σαν αναβλύζων ύδωρ από πηγή και τον έτερο προπονητή, τον αντίπαλο προπονητή, να κοιτάζει προς τα κάτω για να μην δει με τα ίδια του τα μάτια αυτόν να κινείται προς τα εμπρός, βλέπει έναν άνδρα με κόκκινα μαλλιά και μια πίπα στην πρώτη σειρά της κερκίδας, βλέπει τη λευκή γραμμή της αντίπαλης εστίας και θυμάται το πρόσωπο του υπαλλήλου που στο ημίχρονο, πέρασε με το ρολό άλλο ένα χέρι κιμωλία την γραμμή του τέρματος, βλέπει καθαρά το πρόσωπο του αδελφού του, του Ελ Τούρκο, ο οποίος, σε ηλικία επτά ετών, τον κατσαδιάζει για ένα λάθος που έκανε στο Γουέμπλεϊ, σε μια παρόμοια φάση, βλέπει τα χείλη του αδελφού του, λερωμένα με καραμελωμένο γάλα να του λένε:
«Την επόμενη φορά μην τον περάσεις, μικρέ καριόλη. Είναι καλύτερα να του προσποιηθείς και να συνεχίσεις προς τα δεξιά.»
Βλέπει το πρόσωπο του αδελφού του στο φως της κουζίνας, όπου διαδραματίστηκε η σκηνή. Βλέπει την πονηριά στο πρόσωπό του, βλέπει πίσω από το τέρμα, μια ταμπέλα που γράφει Seiko με λευκά γράμματα σε κόκκινο φόντο, βλέπει τα νύχια της πρώτης του κοπέλας βαμμένα σε πράσινο χρώμα την ημέρα που τη συνάντησε και βλέπει το ίδιο κορίτσι, γυναίκα πλέον, να θηλάζει ένα κοριτσάκι, βλέπει μια επίπεδη μπάλα ποδοσφαίρου και βλέπει τον εαυτό του, σε ηλικία εννέα ετών, να προσπαθεί να την κοντρολάρει, βλέπει τη μητέρα και τον πατέρα του που σέρνουν, με κόπο, ένα τεράστιο κουτί από κηροζίνη κατά μήκος ενός χωματόδρομου, ο οποίος έχει βραχεί, βλέπει μια ταμπέλα ονομάτων στα αποδυτήρια του Λα Πατερνάλ, η οποία έχει το όνομα και το επώνυμό του γραμμένα με ολοκαίνουργια γράμματα, βλέπει με υπερηφάνεια έναν έφηβο να διαβάζει για πρώτη φορά το όνομα του στο καρτελάκι, βλέπει το γήπεδο, τις ξύλινες κερκίδες του, και επίσης βλέπει ότι μια μέρα ολόκληρο το γήπεδο, όχι μόνο μια καρτέλα, θα φέρει το όνομά του.
Ο παίκτης της Αργεντινής έχει κρατήσει τον αέρα μέσα στα πνευμόνια του για εννιά δευτερόλεπτα, και τώρα είναι έτοιμος να βγάλει όλο τον αέρα από μέσα σου με μια εκπνοή.
Σε αντίθεση με τους αντίπαλους παίκτες και τους συμπαίκτες που έχει αφήσει πολύ πίσω του, μπορεί να αναπνεύσει με το αριστερό του πόδι, και μπορεί επίσης να διαισθανθεί το μέλλον καθώς προχωρά με την μπάλα στα πόδια.
Βλέπει, πριν αρχίσει, ότι ο Σίλτον έχει πάει προς τα δεξιά, βλέπει τον Τέρι Μπούτσερ να θέλει να τον καθαρίσει ερχόμενος από πίσω του, βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό, πολλά χρόνια αργότερα, με ένα εγγόνι στην αγκαλιά, να επισκέπτεται στο Στάδιο Ατζέκα όπου αναγείρουν ένα χάλκινο ανώνυμο άγαλμα: απλά έναν νεαρό παίκτη με φουσκωμένο στήθος, μια μπάλα στα πόδια του, και μια ημερομηνία χαραγμένη στην βάση του: 22 Ιουνίου 1986, βλέπει ένα ρέιβ πάρτι στο Λονδίνο, όπου δεκαπεντάχρονα αγόρια ξεφεύγουν από το πλήθος που τους χλευάζει, βλέπει ένα σκοτεινό διαμέρισμα όπου υπάρχει μόνο ένα τραπέζι, δύο φιλαράκια και ένας καθρέφτης πάνω στο τραπέζι, βλέπει ένα κορίτσι σε μια τροπική παραλία που φιλιέται με ένα αγόρι που φορά την φανέλα της εθνικής Αργεντινής, βλέπει ένα τσούρμο δημοσιογράφων και φωτογράφων έξω από όλα τα αεροδρόμια, όλους τους τερματικούς σταθμούς, όλα τα στάδια, και όλα τα εμπορικά κέντρα, βλέπει το νεκρό κορμί ενός ηλικιωμένου άνδρα, ο οποίος πέθανε στην Γενεύη οχτώ μέρες πριν από εκείνο το μεσημέρι, ενός άνδρα που είχε επίσης δει τα πάντα στον κόσμο την ίδια στιγμή.
Βλέπει (τη φτωχογειτονιά στην οποία μεγάλωσε) στο Φιορίτο κατά την διάρκεια της μέρας, βλέπει τη Νάπολη το απόγευμα, βλέπει τη Μπαρτσελόνα το βράδυ.
Βλέπει το στάδιο της Μπόκα Τζούνιορς να εκρήγνυται από τα χειροκροτήματα και αυτός είναι στο κέντρο του γηπέδου, μα δεν κρατά την μπάλα στα πόδια του. Έχει ένα μικρόφωνο στα χέρια του, βλέπει έναν ηλικιωμένο άνδρα στο αεροδρόμιο της Καρχηδόνας (στην Τύνιδα) που περιμένει το γιο του να έρθει με την τελευταία πτήση από το Μεξικό για να τον αγκαλιάσει και να τον παρηγορήσει, βλέπει έναν πρησμένο αστράγαλο, βλέπει μια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού, τροφαντή και χαμογελαστή, βλέπει όλα τα γκολ που έχει πετύχει και που δεν θα πετύχει ποτέ, βλέπει όλα τα γκολ που έχει πανηγυρίσει και όλα τα γκολ που θα πανηγυρίσει στην υπόλοιπη ζωή του, βλέπει τον εαυτό του στα πενήντα τρία του χρόνια να βλέπει από την τηλεόραση τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Στάδιο Μαρακανά, βλέπει την ημέρα που θα δει την μάνα του για πρώτη φορά, βλέπει το βράδυ που θα δει τον πατέρα του για τελευταία φορά, βλέπει όλα τα παιδιά των παιδιών να μεγαλώνουν, βλέπει τους πόνους της γέννας μιας γυναίκας που πρόκειται να γεννήσει έναν αριστεροπόδαρο στο Ροζάριο, ένα χρόνο και δύο ημέρες μετά από αυτό το μεσημέρι στο Μεξικό, βλέπει έναν ελάχιστο χώρο, ανέφικτο, ανάμεσα στην πάνω δεξιά πλευρά και του παπουτσιού του Τέρι Μπούτσερ.
Κλείνει τα μάτια του. Αφήνει τον εαυτό του να πέσει εμπρός, το κορμί του γέρνει, και ολάκερος ο κόσμος σωπαίνει.
Ο παίκτης ξέρει πως έχει κάνει σαράντα τέσσερα βήματα και έχει κλωτσήσει την μπάλα δώδεκα φορές, όλες με το αριστερό του πόδι. Ξέρει πως η φάση θα διαρκέσει δέκα δευτερόλεπτα και έξι δέκατα. Επομένως σκέφτεται είναι η ώρα να εξηγήσει σε όλους ποιος είναι, ποιος ήταν, και ποιος πρόκειται να είναι μέχρι το τέλος του χρόνου.
Μετάφραση: Barefoot flag
πηγή: https://medium.com/@casciari/one-hundred-views-of-diego-maradona-bcab9fcf699