Στις Μυθολογίες ο Ρολάν Μπαρτ προσεγγίζει τον μύθο ως μετα-γλώσσα, θέτοντας ένα, φαινομενικά «κυκλικό», αλλά θεμελιώδες, αυτοαναφορικό ερώτημα: «Υπάρχει μία μυθολογία του μυθολογούντος;», γνωρίζοντας εξ αρχής, ότι «όλα μπορούν να γίνουν μύθος», με την έννοια, ότι όλα ή σχεδόν όλα μπορούν να μετασχηματιστούν σε μυθική αφήγηση: ο χολλυγουντιανός Σπάρτακος, ο Γύρος της Γαλλίας, η «θεά Σιτροέν», οι διαφημίσεις κτλ., αρκεί να εντοπιστούν τα εγγενή σημειολογικά τους συστατικά. Όμως, μέχρι να διαβάσουμε το «Γουέμπλεϋ ως εποποιΐα», όπως έκανε ο Μπαρτ για την Tour de France, ας (προσπαθήσουμε να) συνθέσουμε μια ιδιότυπη 11άδα σημειώσεων και διερωτήσεων πάνω σ’ ένα ανεπανάληπτο ποδοσφαιρικό (και όχι μόνο) φαινόμενο που υπερβαίνει τα στενά οπαδικά πλαίσια, σχολιάζοντας αυτόν τον «μύθο».
Νο 1 (Οικονομόπουλος)
Το Γουέμπλεϋ συνέβη επί χούντας και ήταν «δημιούργημά» της. Εδώ, εμφιλοχωρεί μια μηχανιστική αριστερόστροφη αντίληψη: οι δικτατορίες όχι μόνο βολεύονται με το ποδόσφαιρο, που συμβάλλει στη λαϊκή εκτόνωση, αλλά και το «καθοδηγούν». Η Ιστορία το έχει «αποδείξει»: στα προπολεμικά Παγκόσμια Κύπελλα, αλλά και μεταπολεμικά, στα αλήστου μνήμης πρωταθλήματα της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας (DDR). Κάθε δικτατορία έχει εντός των συνόρων τις ποδοσφαιρικές προτιμήσεις της, όμως καμία δεν μπορεί να «μανιπουλάρει» διεθνείς διοργανώσεις. Ισχύει όμως η ρήση του Σέζαρ Λουίς Μενόττι (el flaco) «Νικήσαμε τον τρόμο του συστήματος».
No 2 (Τομαράς)
Ο κόσμος πανηγύριζε, τα νησιά, ως τόποι εξορίας, και οι φυλακές στέναζαν. Το 1971 δεν είναι ούτε 1967 (Απρίλιος) ούτε 1973 (Νοέμβριος). Η Ελλάδα έχει μπει σε μία περίοδο ελεγχόμενης «ομαλοποίησης», το καθεστώς «νοιώθει» άτρωτο, ήδη έχει καταργηθεί η προληπτική λογοκρισία, έχουν μεσολαβήσει αρκετές αμνηστίες, στα βιβλιοπωλεία βρίσκει κανείς Μπρεχτ, τις εκδόσεις «Νέοι Στόχοι» (με το βιβλιοπωλείο τους στη Μαυρομιχάλη) και βέβαια τα εμβληματικά Δεκαοκτώ κείμενα, τα θέατρα ανεβάζουν ξανά ξένο, προοδευτικό ρεπερτόριο, τα τραγούδια είναι πάλι ελεύθερα, και οι POLL (means love) κατακτούν το νεανικό κοινό πίσω από έναν τίτλο που ουσιαστικά (συνειδητά ή ασύνειδα) σημαίνει «κάλπη».
Επί πλέον, την ημερομηνία αυτή, δραπετεύει με μυθιστορηματικό τρόπο από τις φυλακές Αιγίνης ο Νίκος Ζαμπέλης, συγγενής και συνεργάτης του Αλέκου Παναγούλη στην απόπειρα τυραννοκτονίας κατά του Παπαδόπουλου, διαλέγοντας ακριβώς την ίδια ώρα που οι συγκρατούμενοί του καθηλώνονται μπροστά στον τηλεοπτικό δέκτη για να δουν τον τελικό στο Γουέμπλεϋ.
Νο 3 (Βλάχος)
Η χούντα έχει ήδη «αποβλακώσει» τον κόσμο με το «χαζοκούτι» και τον Άγνωστο πόλεμο. Η ανάπτυξη της τηλεόρασης, ως μαζικού μέσου ενημέρωσης (φυσικά, ελεγχόμενης από τους στρατιωτικούς, όπως την παρωδούσε εξαιρετικά ο Νίκος Περάκης, με προσωπική εμπειρία στρατιωτικής θητείας στην ΥΕΝΕΔ εκείνα τα χρόνια, στο Λούφα και παραλλαγή), αλλά και ψυχαγωγίας, πράγματι ξεκίνησε «επί χούντας». Αυτή η συγκυρία όμως, δεν αρκεί για να μιλάμε, απλουστευτικά και ισοπεδωτικά, για «χουντική τηλεόραση», τουλάχιστον με όρους θεωρητικούς και με εμφανείς ιδεολογικές αγκυλώσεις. Εκκρεμεί μία ψύχραιμη και κριτική αποτίμηση της εξελικτικής ιστορίας του Μέσου κατά τη διάρκεια της «εφταετίας» για να κατανοήσουμε τις αντιφάσεις του, σε μια χώρα που ήδη έχει μπει στη φάση μιας ιδιότυπης, ελληνικής κοπής, καταναλωτικής κοινωνίας.
Νο 4 (Ελευθεράκης)
Ο Παναθηναϊκός είναι η «ομάδα της χούντας». Ο αφορισμός αποσιωπά το πραγματικό γεγονός, ότι με την επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος καθαιρούνται οι εκλεγμένες διοικήσεις όλων των ομάδων και, επί πλέον, «φυτεύεται» και ένας στρατιωτικός επίτροπος στους συλλόγους, καθώς την «εποπτεία» του αθλητισμού έχει επίσης ένας στρατιωτικός, ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Μια απλή ανάγνωση των πρωταθλημάτων της περιόδου 1967-1974 αρκεί για να δούμε την «πίτα» μοιρασμένη στο ΠΟΚ: 2 πρωταθλήματα η ΑΕΚ, από 3 Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός. Σε αντίθεση με την αλήστου μνήμης BFC Dynamo, του Βερολίνου, την οποία ο Έριχ Μήλκε (υπουργός κρατικής ασφάλειας και προϊστάμενος της Stasi) έβλεπε σαν το «ιδιωτικό του κλαμπ», που «κατάπινε» τα πρωταθλήματα σαν χαπάκια (μάς θυμίζει κάτι στα καθ’ ημάς;).
Νο 5 (Καμάρας)
Ο Διακογιάννης «εξυπηρέτησε» ουσιαστικά το καθεστώς, σχολιάζοντας αρνητικά «αντιχουντικά συνθήματα» (πανό) στο Γουέμπλεϋ. Ουδέν ψευδέστερον! Στο Γουέμπλεϋ, δεν (πρέπει να) υπήρχε ψήγμα «αντιχουντικής εκδήλωσης». Ο ίδιος, σε μία συνέντευξή του δηλώνει: «Στον τελικό δεν έγινε τίποτα. Στο Γουέμπλεϋ οι περισσότεροι Έλληνες ήταν από την πλευρά μας, από τη μεριά που ήταν οι κάμερες κι απέναντι ήταν οι Ολλανδοί. Εγώ πάντως δεν είδα κανένα πανό, αλλά πάντως δεν μπορώ να το αποκλείσω. Σ’ έναν αγώνα της ΑΕΚ, στο Μιλάνο, στο Σαν Σίρο (Σεπτέμβριος 1971 –ΚΚ), ήταν ένα πανό στο κόρνερ, που έγραφε ‘‘Να φύγει η στρατιωτική χούντα στην Ελλάδα’’ και κάτι άλλα συνθήματα. Δέκα λεπτά πριν αρχίσει ο αγώνας, εγώ ήμουνα στο στούντιο του ΟΤΕ, στην 3ης Σεπτεμβρίου, ο Ιταλός κάμεραμαν έκανε διάφορα ζουμ και έδειξε αυτό το πλάνο. Από την Αθήνα, μόλις το είδανε, είπανε να διακόψουμε τη μετάδοση. Ο αγώνας τελικά άρχισε με ένα τέταρτο καθυστέρηση, λόγω των διαβουλεύσεων και των επαφών με τους Ιταλούς. Αλλά το πλάνο με το πανό, είτε γιατί η εντολή που δόθηκε από την Αθήνα στη RAI είτε γιατί ο Ιταλός κάμεραμαν παρέβη τις οδηγίες, προβλήθηκε κατά τη μετάδοση και κόπηκε αμέσως η εικόνα και, όταν επανήλθε, είπα ότι η πολιτική δεν έχει καμιά θέση στον αθλητισμό, πράγμα που το πίστευα και το πιστεύω» (Εποχή, 25. 4. 1999).
Νο 6 (Σούρπης)
Ένα αναπάντητο ερώτημα, με βάση και μία εύστοχη παρατήρηση του Αλέξανδρου Κιτροέφ, στο Αφιέρωμα της ΕΡΤ3 για το Γουέμπλεϋ: Γιατί τόσο μένος κατά του «Παναθηναϊκού του Γουέμπλεϋ», όταν στα μεγάλα αθλητικά επιτεύγματα την περίοδο της χούντας συγκαταλέγονται η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων ομάδων από την ΑΕΚ, το 1968, στο κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο, που αποτελεί και την πρώτη ελληνική επιτυχία σε συλλογικό επίπεδο σε ευρωπαϊκή διοργάνωση, και η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ στο άλμα επί κοντώ, από τον επικοντιστή του Παναθηναϊκού Χρήστο Παπανικολάου, το 1970, στο «Καραϊσκάκη»;
Νο 7 (Γραμμός)
Ο Παναθηναϊκός του Πούσκας έφτασε στην κορυφή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα, το μοναδικό επίτευγμα συμμετοχής ελληνικής ομάδας σε ευρωπαϊκό τελικό οφειλόταν πρωτίστως στον «καλπάζοντα συνταγματάρχη», της Εθνικής Ουγγαρίας και της Ρεάλ! Ο «Πάντσο» πράγματι έδωσε ευρωπαϊκή στόφα και αγωνιστική αυτοπεποίθηση στην ομάδα με τα Ελληνόπουλα, ήδη με το πρώτο φιλικό που έκλεισε ως προπονητής με την παλιά του ομάδα, κι επιβεβαίωσε το «ειδικό βάρος» που είχε στην ευρωπαϊκή ομοσπονδία (UEFA) «ρυθμίζοντας» προς όφελος του Παναθηναϊκού το ζήτημα της τιμωρίας του Κώστα Ελευθεράκη και του Μίμη Δομάζου, στον πρώτο ημιτελικό με τον Ερυθρό Αστέρα, καταφέρνοντας να απαλλάξει τουλάχιστον τον «Στρατηγό» (και έχει ενδιαφέρον το παρασκήνιο, όπως παρουσιάστηκε σε ένα σχετικό Αφιέρωμα). Όμως, όπως και οι ίδιοι παίκτες ομολογούν, αυτός ο Παναθηναϊκός ήταν (και) του Λάκη Πετρόπουλου, του πρώτου προπονητή που θα «βάλει» στην προπόνηση το χρονόμετρο και τα βάρη, όπως δήλωσαν τα «παιδιά του Πάντσο». Ας πούμε, κάτι σαν το «δίδυμο Κόβατς-Μίχελς» στον Άγιαξ εκείνης της εποχής.
Νο 8 (Φυλακούρης)
Το Γουέμπλεϋ είναι απλώς μία ποδοσφαιρική επιτυχία μιας ομάδας. Το Γουέμπλεϋ είναι κάτι πολύ παραπάνω από το ποδοσφαιρικό επίτευγμα του Παναθηναϊκού, που το έχτιζε αγώνα τον αγώνα. Είναι η αφορμή να εκτονωθεί ένας ολόκληρος λαός, πρωτίστως στην Αθήνα, αποβάλλοντας τα καθημερινά βάρη και τον φόβο μπροστά στις μαζικές συγκεντρώσεις, που το στρατιωτικό καθεστώς ήθελε αυτονόητα να ελέγχει (βλ. εκδηλώσεις Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων στο Παναθηναϊκό Στάδιο, Ολυμπιάδα Τραγουδιού) προς ίδιον όφελος και «δια παν ενδεχόμενον». Η «λαοθάλασσα» που θα κατακλύσει την Αθήνα στις 28 Απριλίου 1971, μετά το θριαμβευτικό 3-0, είχε ήδη ξεκινήσει με τα «ποτάμια πλήθους», στην επιστροφή της ομάδας από το Λίβερπουλ, μετά το αναπάντεχο 1-1 με την Έβερτον, όταν 300.000 Αθηναίοι (σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Τύπου της εποχής) ξεχύνονται στους δρόμους, από το Ελληνικό και τη Λεωφόρο Συγγρού μέχρι την Πανεπιστημίου και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, για να πανηγυρίσουν, παραδόξως πώς, ένα ιστορικό αποτέλεσμα με αβέβαιη, εκείνη τη στιγμή, έκβαση. Να το πούμε κάπως αφοριστικά: με τον Παναθηναϊκό, μετά την κηδεία Παπανδρέου και πριν εκείνης του Σεφέρη, αλλά ήδη στον γάμο του Μίμη Δομάζου με τη Βίκυ Μοσχολιού, ο ελληνικός (αθηναϊκός) λαός ξεχύνεται ξανά στους δρόμους, σε ένα «πρωτόγονο» και αυθόρμητο reclaim the streets, που θα κορυφωθεί με τους έξαλλους πανηγυρισμούς στην Ομόνοια, έναν μήνα μετά, καταργώντας στην πράξη τους περιορισμούς περί συναθροίσεων.
Νο 9 (Αντωνιάδης)
Πενήντα χρόνια μετά, τι ακριβώς «γιορτάζουμε»; Το «Γουέμπλεϋ», γεγονός είναι πως, μετά το 8-2 του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό, στη σύγκρουση των δύο πόλεων, είναι το 2ο παιγνίδι που αλλάζει την Ιστορία –του Συλλόγου, αλλά στο προκείμενο και του Ελληνικού ποδοσφαίρου, σε διασυλλογικό επίπεδο. Πέρα από τους οπαδικούς πανηγυρισμούς (που ηχούν πάντως παράταιρα, σε εποχή που ο Σύλλογος έχει απαξιωθεί ποδοσφαιρικά, μην το ξεχνάμε!) και τη σκηνοθετημένη από τα ΜΜΕ «νοσταλγία», γεγονός είναι ότι το επίτευγμα της «ομάδας του Πούσκας» αποτελεί, τρόπον τινά, εκτός από εμβληματικό κεφάλαιο στην ιστορία του Συλλόγου, και τον «ιδρυτικό μύθο» του μέχρι τότε ανυπόληπτου στον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό χάρτη ελληνικού ποδοσφαίρου. Αυτός ο «ηράκλειος άθλος» θα δώσει στη συνέχεια πνοή και δύναμη και στις άλλες ελληνικές ομάδες, ώστε να «κοιτάξουν κατάματα» τις αντίπαλες ευρωπαϊκές ομάδες και να σμικρύνουν την απόσταση, και φυσικά θα αποτελέσουν «μαγιά» για την επιτυχημένη ευρωπαϊκή πορεία του Συλλόγου τα επόμενα χρόνια. Όμως, η απορία των παικτών εκείνης της ομάδας του Άγιαξ «Εμείς πανηγυρίζουμε για την κατάκτηση ενός ευρωπαϊκού τίτλου, εσείς γιατί ακριβώς πανηγυρίζετε;» είναι δικαιολογημένη.
Νο 10 (Δομάζος)
Ελλάς-Ευρώπη-Παναθηναϊκός! Αυτό το «ευρωπαϊκό DNA» της ομάδας, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Αλέξανδρος Κιτροέφ, στο βιβλίο του, αλλά και σε σχετικές δηλώσεις στο Αφιέρωμα της ΕΡΤ3, ενυπάρχει στον Σύλλογο ήδη από το ιδρυτικό όραμα του Καλαφάτη, να «στήσει» ένα αθλητικό κλαμπ στα πρότυπα των αγγλικών ομάδων και των αρετών τους: fair play, ανταγωνισμός και όχι αντιπαλότητα, καλλιέργεια των σπορ, πρωταθλητισμός, άμιλλα. Ο Παναθηναϊκός του Καλαφάτη, ακολουθώντας παράλληλα και την παράδοση των συλλόγων που προέρχονται από τη Σμύρνη (Πανιώνιος, Απόλλων), θα αποτελέσει το πρώτο αθλητικό κλαμπ που θα αναπτύξει αξίες και δραστηριότητες συγγενείς με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην «πορεία προς το Γουέμπλεϋ» θα κορυφωθούν αυτές οι ιδιότητες και θα υλοποιηθεί στη συνέχεια αυτή η ευρωπαϊκή ταυτότητα του Συλλόγου, με σημαντικές επιτυχίες, στο ποδόσφαιρο και, ακόμα περισσότερο, στο μπάσκετ.
Νο 11 (Καψής)
Και ο Άγιαξ; Για το ελληνικό ποδόσφαιρο, που (παρ)ακολουθεί μια κοινωνία με «όψεις υπανάπτυξης», ο τελικός του Γουέμπλεϋ αποτελεί όχι απλώς πρωτόγνωρη εμπειρία, αλλά τομή: για πρώτη φορά, έστω και σε ποδοσφαιρικά πλαίσια, μία χώρα της ευρωπαϊκής περιφέρειας εσωστρεφής, με το «πνεύμα του Αλέξη Ζορμπά» (Κωνσταντίνος Καμάρας, ΕΡΤ3) επικυρίαρχο, μεταξύ τολμηρότητας, τυχοδιωκτισμού και αυτοκαταστροφικής διάθεσης, θα συναντηθεί με μια άλλη, εξ ίσου μικρή χώρα, αλλά σαφώς σε ισχυρότερη θέση στη σύγχρονη Ευρώπη, που θα ξεκινήσει από τον αγώνα αυτό την επανάσταση στο ποδόσφαιρο. Στον «ναό του ποδοσφαίρου», το ελληνικό ερασιτεχνικό, ουσιαστικά προνεωτερικό ποδόσφαιρο θα «συγκρουστεί» με τον επαγγελματισμό μιας ανερχόμενης ποδοσφαιρικής δύναμης, με παίκτες που θα μπορούσαν να ήταν και μέλη ροκ μπάντας, καθώς θα κυριαρχήσουν τα επόμενα χρόνια, επιβάλλοντας ήδη στο Γουέμπλεϋ το totaal voetbal των Κόβατς-Μίχελς-Κρόυφ. Για όσους είχαμε την τύχη να ζήσουμε σ’ εκείνη τη «μεθυσμένη πολιτεία», από την Αθήνα μέχρι το Λονδίνο, οι εικόνες είναι ανεξίτηλες και τα συναισθήματα, αν και αντιφατικά, παραμένουν μέχρι σήμερα έντονα.
Προπονητής: Φέρεντς Πούσκας
Πενήντα χρόνια μετά, μπορούμε πιο ψύχραιμα και με κριτικό πνεύμα να προσεγγίσουμε το «Έπος του Γουέμπλεϋ», με καλύτερα και πιο αποτελεσματικά ερμηνευτικά εργαλεία στη διάθεσή μας, από την απλή εξιστόρηση των γεγονότων και τις όποιες, έστω δικαιολογημένες υπερβολές. Το «Γουέμπλεϋ» είναι vintage, είναι pop, είναι «μύθος», συνάμα ένα σύνθετο ποδοσφαιρικό και πολιτισμικό φαινόμενο για μια χώρα, που, έστω σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας, εκδηλώνει για πρώτη φορά την εξωστρέφειά της, τη «δίψα» της να συναντήσει ξανά την Ευρώπη, από την οποία, «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως», θα αποκοπεί εκείνα τα χρόνια από τον ευρωπαϊκό κορμό. Αυτό που οι ιστορικοί αδυνατούν να κατανοήσουν είναι ότι, με το πραξικόπημα το εποικοδόμημα ήταν εκείνο που πλήγηκε περισσότερο από τη βάση, ειδικά σε μια περίοδο, όπου τα ελληνικά swinging sixties, παράλληλα με τον τουρισμό, έχουν ενισχύσει σημαντικά την πολιτισμική συνάντηση με την Ευρώπη. Στο Λονδίνο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, «ο Ζαμπέτας συναντά τους Beatles», με άλλα λόγια ο (ελληνικός) λαϊκός πολιτισμός συναντά την (λονδρέζικη) pop culture στην καρδιά του Ηνωμένου Βασιλείου, με χαρακτηριστικό δείγμα γραφής, την ελληνική διασκευή του Obladi Oblada.
Σε μια κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της περιόδου 1967-1974 η ξέφρενη πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϋ σίγουρα θα αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο.
Κώστας Θ. Καλφόπουλος