2019, οχτώ χρόνια δηλαδή από την έναρξη λειτουργίας αυτού του περιοδικού και καλούμαστε πάλι να μιλήσουμε για αυτά που εμείς θεωρούμε αυτονόητα, αλλά τελικά δεν είναι. Η αφορμή είναι η αθλητική επιτυχία του «εθνικού τενίστα» Στέφανου Τσιτσιπά και η σύνδεση από μέρους του, αλλά και μιας μερίδας όψιμων υποστηρικτών του αθλήματος του τένις, με αρχαιοελληνικά πολεμοχαρή τσιτάτα.
Η χρονική συγκυρία της σύνδεσης των λεγομένων του Τσιτσιπά με το «εθνικό» ζήτημα της ονομασίας της γείτονος χώρας ανέδειξε τον τρόπο που προσεγγίζουν οι εθνικοφασίστες τον αθλητισμό. Έναν λόγο που ζέχνει δυσωδία και αίμα. Να ανοίξουμε εδώ μια μικρή παρένθεση και να θυμίσουμε τα βίαια επεισόδια στην πλατεία Ομονοίας μετά την ήττα της εθνικής Ελλάδος από την αντίστοιχη της Αλβανίας, όταν συγκρούστηκαν εθνικιστές των δυο χωρών με αφορμή τον αγώνα. Είναι μάλιστα εκείνη η εποχή που ο Παναγιώταρος ομολογεί ανοιχτά την σχέση της Χρυσής Αυγής με τη Γαλάζια Στρατιά. Εκτός όμως από τις συγκρούσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (σε μικρότερο βαθμό), στη Ζάκυνθο τελείται μια δολοφονία. Ο Παναγιώτης Κλάδης επιτίθεται εναντίον παρέας Αλβανών που πανηγυρίζει τη νίκης της ομάδας τους με μαχαίρι. Σε ελάχιστα λεπτά, ο Γκράμος Παλούσι κείτεται στην άσφαλτο νεκρός. Κι αν τότε το ποδόσφαιρο ως ένα λαοπρόβλητο άθλημα επέτρεψε στα εθνικιστικά πάθη και δηλητήρια να διαχυθούν στο δημόσιο λόγο και χώρο τώρα, τώρα είναι η σειρά ενός πιο ιντελεκτουέλ αθλήματος να σηκώσει στους ώμους του την «εθνική υπερηφάνεια».
Μετά την νίκη πρόκριση του στον τρίτο γύρο του Αυστραλιανού Όπεν, ο Στέφανος Τσιτσιπάς είχε παραθέσει αυτούσιο έναν στίχο από την Ιλιάδα του Ομήρου: «Είς οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης». Ήταν οι μέρες εκείνες που διάφοροι φασίστες, λαϊκιστές, ψεκασμένοι πατριώτες προσπαθούσαν να στήσουν φασιστικές φιέστες-διαμαρτυρίες για την ονοματολογία της Μακεδονίας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τσιτσιπάς στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter χρησιμοποιούσε αρχαιοελληνικά ρητά. Το είχε κάνει πολλάκις και στο παρελθόν. Ήταν όμως η στιγμή που επιχειρήθηκε τόσο πολύ μια νίκη σε ένα άθλημα όπως το τένις (αλήθεια πόσο σταθερό κοινό έχει το συγκεκριμένο άθλημα στην Ελλάδα;) και μια σύνδεση της ανωτερότητας της χώρας που παλεύει και κερδίζει κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, ξέρετε εκείνο το γραφικό ρητό «Οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες και οι ήρωες σαν Έλληνες». Ήρθε λοιπόν η στιγμή που το έθνος έπρεπε πάλι να κάνει προβολή την μαχητικότητας του στον αθλητισμό και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο που στο συλλογικό φαντασιακό υπήρξε η απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων. Τι κι αν ο Τεό Λοράντος, σε ένα άθλημα στο οποίο παραδοσιακά η Ελλάδα έχει εξαιρετική παρουσία, είχε αποκαλέσει μπούρδες τα περί «ελληνικής ψυχής», ο Τσιτσιπάς έδωσε μια χαρά στο λαβωμένο από τον εξωτερικό εχθρό έθνος.
Είναι ο Στέφανος Τσιτσιπάς φασίστας; Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο ούτε φυσικά και το αντίθετο. Όταν γύρω από το όνομα σου συσπειρώνεται ένα κοινό το οποίο παρουσιάζει τέτοια ομοιογενή χαρακτηριστικά, οφείλεις να κρατήσεις τις αποστάσεις σου, αλλιώς, όταν ο βόθρος ανοίγει, δεν δικαιούσαι να ενοχλήσε με τις οσμές. Ο Τσιτσιπάς άλλωστε προτίμησε πρόσφατα να μετοικήσει στο Μονακό, αποδεικνύοντας πως καλά τα μεγάλα λόγια για τις πατρίδες, αλλά τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από το χρήμα. Λίγο καιρό αργότερα, σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα του πρώτου θ(αί)ματος αυτοχαρακτηρίστηκε ως «στρατιώτης». Δεν είναι η πρώτη φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις στον αθλητισμό. Πριν λίγα χρόνια, ο Κατίδης είχε σηκώσει το χεράκι του, σε παιχνίδια της Εθνικής έχουμε δει εμετικά πανό να αναρτώνται για τη σφαγή στη Σεμπρένιτσα και τον Μαύρο Ήλιο των ναζί σε πρόσφατο αγώνα στο Ο.Α.Κ.Α. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν παρατηρούμε την (αποτυχημένη σε μεγάλο βαθμό) προσπάθεια των νεοναζί να διεισδύσουν στον αθλητισμό όπως σε άλλες χώρες των Βαλκανίων.
Εδώ να κάνουμε μια μικρή υπενθύμιση στους όψιμους υποστηρικτές του τένις και των πατριωτικών ιδεοληψιών. Στο όχι και τόσο μακρινό 2004, τότε δηλαδή που η χώρα ζούσε στην απολιτίκ μαστούρα της ψευτοχλιδής και προσπαθούσε να νιώσει υπερήφανη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των αθλητικών γεγονότων η κρατική τηλεόραση ανέγραφε ως «Μακεδονία» την γείτονα χώρα. Τότε όμως τίποτα δεν πείραζε. Γιατί; Γιατί υπήρχαν χρήματα. Γιατί οι μετανάστες ήταν εργάτες και τους χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι μικροαστοί και το κεφάλαιο για να τα κονομήσουν και για να προβληθούν. Γιατί ο ελληνικός αθλητισμός θριάμβευε, άρα γινόταν η τονωτική ένεση στο έθνος.
Εμείς λοιπόν ως περιοδικό – και ύστερα από την διαδικτυακή «επίθεση» που δεχτήκαμε από μερικά φασιστοτρόλ για μια ανάρτηση μας που σχολίαζε τα γραφόμενα του «εθνικού τενίστα» – θα θέλαμε να κάνουμε σαφή κάποια δεδομένα. Υποστηρίζουμε και γουστάρουμε αυτούς που έχουν πάθος με τις ομάδες τους σε μόνιμη και διαρκή βάση, αυτούς που προσπαθούν να μείνουν ρομαντικοί οπαδοί στον καιρό του απορυθμισμένου καπιταλισμού που μολύνει κάθε μέρα και πιο πολύ τα σωματεία, είμαστε και γράφουμε για αυτούς που προσπαθούν να λύσουν εκείνο το δύσκολο σταυρόλεξο που λέγεται «αντιφασίστες οπαδοί». Αυτούς δηλαδή που βιώνουν τις αντιφάσεις τους και προσπαθούν να βρίσκουν λύσεις για το πως η υποστήριξη σε ένα σωματείο δεν θα αντιβαίνει στις αρχές που έχουν θεσμίσει ως προσωπικότητες. Αντίθετα, δεν γουστάρουμε τους κομήτες που υποστηρίζουν περιστασιακά μια εθνική ομάδα για να μιλήσουν για το μεγαλείο του έθνους, που συνδέουν τον αθλητισμό με μιλιταριστικά χαρακτηριστικά. Για την ακρίβεια μας προκαλεί αηδία η εργαλειακή στράτευση του αθλητισμού σε καιρούς με οξυμένα κοινωνικά συμβαίνοντα προς όφελος εθνικολαϊκιστικών ιδεών.
Δεν κρατάμε ίσες αποστάσεις λοιπόν. Εσύ που κρατάς αυτή τη στιγμή το τεύχος στα χέρια σου να ξέρεις πως δεν στηρίζουμε καμία μορφή ιεραρχίας, ρατσισμού, σεξισμού στις κερκίδες, στα γήπεδα. Ακόμη και όταν η πραγματικότητα μας ξεπερνά, στεκόμασταν, στεκόμαστε και θα στεκόμαστε- με τις μικρές και μεγάλες μας δυνάμεις – απέναντι σε όλα αυτά. Στηρίζουμε την ελευθερία που αποπνέει ο αθλητισμός, την αλληλεγγύη που βγάζει, την κριτική σκέψη που αναπτύσσεται σε συνθήκες κοινωνικού πανικού. Αν δεν συμφωνείς, τότε μάλλον κρατάς λάθος περιοδικό στα χέρια σου και δεν έχουμε τίποτα κοινό να μοιραστούμε.