Εντάξει. Αν εξαιρέσουμε το αφιέρωμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του ’68 στο δεύτερο τεύχος, δεν έχουμε (ξανα)ασχοληθεί με τον λεγόμενο «κλασικό αθλητισμό». Και θα είμαστε ειλικρινείς. Δεν μας συγκινεί πολύ. Πάλι καλά που έχει και τα ομαδικά αθλήματα και έχουμε λόγο να ανοίξουμε την τηλεόραση. Όσο γρήγορα και να τρέχει ο Γιουσέιν Μπολτ, ανατροπές όπως αυτή της Ρωσίας επί της Βραζιλίας στον τελικό του βόλεϊ δεν τις συναντάς εύκολα.
Ίσως ούτε αυτή τη φορά να είχαμε ασχοληθεί με τον «κλασικό αθλητισμό», αν δεν είχε προκύψει η Βούλα Παπαχρήστου και όλη η παραφιλολογία που συνόδευσε το τιτίβισμα (sic όρος πλέον) της εν λόγω αθλήτριας. Τα γεγονότα είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ούτε χρειάζεται να αναπαραγάγουμε το βλακώδες και ρατσιστικό τιτίβισμα. Άλλωστε, αρκετά ασχολήθηκαν με αυτό τα Χρυσά Αυγά (με δηλώσεις στη Βουλή για «υπεράσπιση της Βούλας»), βουλευτές όλων των κομμάτων, ο τροβαδούρος των φεστιβάλ νεολαίας Διονύσης Τσακνής (της έστειλε δακρύβρεχτο γράμμα ότι πείστηκε από τη συγνώμη της και κατακεραύνωσε την εξουσία…), κάθε μεσημεριανό που σέβεται τον εαυτό του και τους τηλεθεατές του, κάθε εφημερίδα (πολιτική και αθλητική) και κάθε δημοσιογράφος (από αυτούς που έχουν άποψη για όλα).
Ήταν ρατσιστικό το σχόλιο της Βούλας;
Προφανώς. Δεν χωρά καμιά αμφιβολία. Όλοι το παραδέχτηκαν εξάλλου. Ακόμα και αυτοί που προσπάθησαν/έσπευσαν να το βαφτίσουν «ηλίθιο αστείο» μόνο και μόνο για να μετριάσουν τις εντάσεις.
Διαβάσαμε μάλιστα ότι όσοι ενοχλήθηκαν, κακώς έπραξαν, γιατί δεν έδειξαν την ίδια ευαισθησία με τη διαφήμιση του Πίου. Η λογική πάει περίπατο δηλαδή. Επειδή δεν έγινε «σάλος» με τον Πίου, δεν έπρεπε να γίνει και σε καμία παρόμοια περίπτωση. Συγκριτική ανάλυση επιπέδου νηπιαγωγείου. Το συγκεκριμένο επιχείρημα όμως παραβλέπει το εξής. Στη διαφήμιση του Πίου, ο μέσος (αν υπάρχει τέτοιος) ποδοσφαιράκιας είδε άκομψα εκλαϊκευμένα τον τρόπο που γίνονται οι μεταγραφές στην Ελλάδα. Για αυτό και η συγκεκριμένη διαφήμιση πέρασε στο απυρόβλητο. Το βασικό της στοιχείο δεν είναι ο Πίου που καθαρίζει φανάρια, αλλά το πώς τα ΜΜΕ (εφημερίδες, socialmedia, συνεντεύξεις τύπου) μεταχειρίζονται τη μεταγραφή. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει στην πραγματικότητα με κάθε μεταγραφή ελληνικού συλλόγου. Δηλαδή το περιβάλλον της διαφήμισης ξεπερνά τη μία στιγμή καφρίλας, την ενσωματώνει – χωρίς ωστόσο να υποστηρίζουμε ότι δεν είναι στερεοτυπικά ρατσιστικό το συγκεκριμένο σημείο.
Στην περίπτωση της Βούλας όμως το κεντρικό στοιχείο (το βλακώδες «αστείο») και το περιβάλλον (τα tweets, οι φίλοι κ.λπ.) ταυτίζονται απόλυτα. Όταν στέλνεις ευχές στον Κασιδιάρη, έχεις φωτογραφίες όπλων με αρχαιοελληνικά σύμβολα και έχεις φίλους τα Χρυσά Αυγά, κάτι τρέχει. Ό,τι και να γράψεις δεν γίνεται να θεωρηθεί απλά βλακώδες, δεν γίνεται να λες «δεν ήξερα», δεν γίνεται να λες «δεν το εννοούσα έτσι». Όταν μάλιστα ο κίτρινος τύπος (βλέπε το Πρώτο Θέμα του λιγδιάρη Θέμου) σε έχει παρουσιάσει να τρως με τον αδερφό του καταζητούμενου Κασιδιάρη και την ίδια στιγμή δημοσιεύει άρθρα για να εξηγήσει «γιατί χώρισε η Βούλα» από τον συνδεσμίτη φασίστα κικμπόξερ (μιλάει η πιάτσα…) και να παρουσιάσει το lovestory σου με το αρχιπαλλικάρι του φύρερ, ε, δεν γίνεται να είναι όλα σκευωρία εις βάρους σου.
Επίσης, σε μία χώρα που οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να αντιμετωπίσουν φαινόμενα ρατσιστικών συμπεριφορών (προερχόμενα από τα ΜΜΕ αλλά και από τους φιλάθλους) προς παίκτες, δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε διαφορετική αντιμετώπιση. Για αυτό κάποιοι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να υποτιμήσουν το γεγονός. Η πρόσφατη ιστορία του ελληνικού Τύπου το αποδεικνύει. Scriptamanent. Ο Γαβαθιώτης, δημοσιογράφος στο Φως των Σπορ, χαρακτήριζε «κουραδόχρωμο» τον Τζιμπούρ, όταν έπαιζε στην ΑΕΚ, και για τον Σισέ έγραφε «If you pay peanuts, you buy monkeys». Η εφημερίδα Πρωταθλητής είχε εξώφυλλο τον Νταμ Εντόι μετά τα δύο γκολ που σημείωσε εναντίον του ΠΑΟ στο Τσου Λου πριν δύο χρόνια με λεζάντα «ο σκύλος, ο μαύρος, ο αράπης, ο ταμ-ταμ-ταμ». Η εφημερίδα Πράσινη ονόμασε Ντάκολο των Ντάτολο που πήρε ο ΟΣΦΠ επειδή είχε κάνει φωτογράφηση σε γκέι περιοδικό. Τα συνθήματα πολλά και αυτά. Από το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» στον Σωτήρη Νίνη σε Καραϊσκάκη και Τούμπα μέχρι τα «ουγκ» στον Σισέ σε Βόλο και Ξάνθη και το «είναι χοντρός…» στον Σχορτσιανίτη στο ΟΑΚΑ. Όταν λοιπόν τα ΜΜΕ προάγουν την καφρίλα, μην περιμένουμε κάτι διαφορετικό από τον κόσμο. (Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε κοινωνιολογικά επί του θέματος.)
Έπρεπε να τιμωρηθεί η Βούλα;
Προφανώς. Δεν χωρά καμιά αμφιβολία. Το λένε ξεκάθαρα οι κανόνες. Το ζήτημα είναι πώς τους εφαρμόζεις. Ας πάρουμε τρία παραδείγματα. Πρώτο. Δύο μήνες πριν τη Βούλα, δύο αυστραλοί κολυμβητές που έκαναν προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στις ΗΠΑ ανέβασαν στα social media μια φωτογραφία που τους έδειχνε σε ένα κατάστημα όπλων αγκαλιά με κάτι γκάνια. Η Ομοσπονδία τους αποφάσισε και τους επέβαλε ως τιμωρία να μην ξαναχρησιμοποιήσουν social media μέχρι το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων και να επιστρέψουν αμέσως στην Αυστραλία μετά το τέλος των αθλημάτων τους. Δεύτερο. Ο Μισέλ Μοργκανέλα, ελβετός ποδοσφαιριστής, έξαλλος από τον τρόπο που τον αντιμετώπισαν οι Νοτιοκορεάτες αντίπαλοί του στο ματς της ομάδας του για την πρεμιέρα του ποδοσφαιρικού τουρνουά, τιτίβισε προσβλητικά εναντίον τους, αποκαλώντας τους «καθυστερημένους» και προσθέτοντας ένα ακραίο «να τους ρίξουν στη φωτιά». Αποβλήθηκε από την αποστολή. Τρίτο. Η Νάντια Ντριγκάλα, γερμανίδα αθλήτρια της κωπηλασίας, διατηρούσε σχέση με στέλεχος του νεοναζιστικού κόμματος της Γερμανίας, NPD. Ο σύντροφός της, Μίκαελ Φίσερ, ήταν μάλιστα υποψήφιος με το νεοναζιστικό κόμμα στις εκλογές για το τοπικό κοινοβούλιο του Μέκλενμπουργκ. Επίσης, συχνά γράφει στην ιστοσελίδα του NPD, εκφράζοντας ναζιστικές θέσεις. Η γερμανική ομοσπονδία κωπηλασίας (DRV) έλαβε γνώση λίγο μετά την έναρξη των Αγώνων για την προσωπική σχέση της αθλήτριας και μάλιστα από πηγή του περιβάλλοντός της. Ο επικεφαλής της DRV, Μάριο Βολντ, κάλεσε την αθλήτρια για εξηγήσεις και το αποτέλεσμα ήταν η Ντριγκάλα να εγκαταλείψει την αποστολή, για να μη δημιουργήσει πρόβλημα στους συναθλητές της. Η απόφασή της έγινε δεκτή από τη γερμανική ομοσπονδία.
Τα παραπάνω παραδείγματα δείχνουν ακριβώς την ορθότητα της απόφασης της τιμωρίας. Μπορεί η υπόθεση των Αυστραλών να είναι η πιο λάιτ, αλλά δείχνει τα άμεσα αντανακλαστικά της ομοσπονδίας για μια απλή φωτογραφία που δεν συνάδει όμως με το Ολυμπιακό Πνεύμα (Αθάνατο). Στις περιπτώσεις της Βούλας, του Μοργκανέλα και της Ντριγκάλα ο αποκλεισμός θα ήταν σίγουρος από τη ΔΟΕ, αν δεν είχαν αντιδράσει πρώτες οι εγχώριες ομοσπονδίες. Οι κανονισμοί είναι ξεκάθαροι παρότι κάποιοι (έλληνες δημοσιογράφοι και μπλόγκερ) τους θεωρούν ακραίους. Τι το ακραίο έχει δηλαδή ο αποκλεισμός των ρατσιστικών απόψεων και όσων τις αναπαράγουν; Απλώς τους έπιασε όλους ο πόνος για το μετάλλιο που ίσως να έφερνε η Βούλα. Μπρος στην εθνική επιτυχία, δεν πειράζει και λίγος ρατσισμός.
Η Βούλα μας πείραξε επειδή οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι άμεμπτοι;
Προφανώς και όχι. Κανείς δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, στον κλασικό αθλητισμό έχουμε βαρεθεί να διαβάζουμε για ντοπαρισμένα μετάλλια, ουσίες που (δεν) ανιχνεύονται, ουσίες που (δεν) έχουν απαγορευτεί, εξωπραγματικά ρεκόρ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες από το 1988 και δώθε είναι συνυφασμένοι με ακυρώσεις μεταλλίων και σκάνδαλα ντόπινγκ. Δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Ας μείνουμε στην Ελλάδα, τη γενέτειρα του Ολυμπισμού. Η Βούλα «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» Πατουλίδου από 15η το ’88 στη Σεούλ βγαίνει 1η το ’92 στη Βαρκελώνη και ύστερα το γυρνάει στο άλμα εις μήκος. Οι «εθνικές» (από βέρους Έλληνες όπως ο Δήμας, ο Καχιασβίλι, ο Κόκας κ.λπ.) επιτυχίες της άρσης βαρών βρέθηκαν ξαφνικά ντοπέ και το άθλημα με τα τόσα μετάλλια και τον προπονητή της σφαλιάρας βρέθηκε στον πάτο. Στον στίβο, το «ελληνικό DNA» δεν βοήθησε ούτε τη Χαλκιά (που από ρεπόρτερ του Μάκη πανηγύρισε χρυσό) ούτε τον Κεντέρη ούτε τη Θάνου (που για τον Τζέκο ακόμα λένε οι Ζαγοράκης και Λάκης, όταν τον έστειλαν στην ΑΕΚ) ούτε τη Δεβετζή ούτε τον Χονδροκούκη. Εκτός από την εθνική ντόπα χρειάστηκαν και λίγη από την κανονική για να τα καταφέρουν. Αμέτρητα τα παραδείγματα και παγκοσμίως για αθλητές που πιάνονται ντοπέ πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τις μεγάλες διοργανώσεις. Για να μη μιλήσουμε για τις απαγορεύσεις των χορηγών και τα τεράστια χρηματικά ποσά που διαχειρίζεται η ΔΟΕ και κάθε χώρα που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας το πρότζεκτ.
Σε αυτό ακριβώς το επιχείρημα συναντάμε όλη τη μικροαστική νεοελληνική σαπίλα που έχει εμποτίσει κάθε τομέα κοινωνικής δραστηριότητας σε αυτή τη χώρα. «Αφού όλοι ντοπάρονται, ας ντοπαριστώ και εγώ». «Αφού όλοι τα παίρνουν, ας τα πάρω και εγώ». «Αφού όλοι βολεύονται, μαλάκας είμαι εγώ να μην βολευτώ;». «Αφού δεν τιμωρήθηκε ο τάδε, γιατί να τιμωρηθώ εγώ;». Το γεγονός ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν έχουν κανένα Πνεύμα και είναι μια τεράστια μπίζνα το ξέρουμε εδώ και πολλά χρόνια. Όπως και το ότι για να επιβιώσεις στον κλασικό αθλητισμό πρέπει να ντοπαριστείς. Διαφορετικά δεν θα έχεις ποτέ πιθανότητα για κάτι καλό. Ο κλασικός αθλητισμός είναι ατομικός αθλητισμός. Δεν έχεις τη δυνατότητα να «παίξεις» άσχημα, αλλά να σε καλύψει η απόδοση του συμπαίχτη σου. Αν «παίξεις» άσχημα, θα είσαι τελευταίος. Και κανείς δεν γουστάρει να είναι τελευταίος. Τόσο απλά είναι τα πράγματα.
Οι αθλητές δεν πρέπει να έχουν άποψη δηλαδή;
Προφανώς. Απλώς, επειδή είναι αθλητές, δημόσια πρόσωπα δηλαδή, η άποψή τους «μετράει» ακόμα περισσότερο. Είμαστε οι πρώτοι και οι τελευταίοι που θα υπερασπιστούμε το δικαίωμα των αθλητών να εκφράζουν δημόσια την άποψή τους για κάθε θέμα. Για αυτό άλλωστε γουστάραμε που είδαμε τον Βίγια στο πλευρό των απεργών ανθρακωρύχων. Οι αθλητές δεν είναι ξεκομμένοι από την κοινωνία. Σίγουρα ο επαγγελματισμός, το lifestyle, τα φράγκα, το «να αρέσω σε όλους», οι στημένες συνεντεύξεις, έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας των σημερινών αθλητών. Ωστόσο, κάποιοι επιλέγουν να πράττουν και να μιλούν. Είτε τους λένε Ολεγκέρ είτε Ντι Κάνιο. Όταν είσαι δημόσιο πρόσωπο, πρέπει να αναλαμβάνεις την ευθύνη των δηλώσεών σου και να μην κρύβεσαι πίσω από δήθεν συγνώμες και αοριστολογίες του τύπου «εγώ είμαι απλά αθλήτρια και δεν ασχολούμαι με την πολιτική».
Μήπως θα πρέπει να απαγορευτούν και τα socialmedia;
Προφανώς και όχι. Η συγκεκριμένη μόδα έχει τα καλά και τα κακά της. Το καλό είναι ότι μπορείς να «μοιράζεις» τη γνώμη σου παντού. Το κακό είναι ότι η γνώμη σου δεν μπορεί να διαγραφεί πια. Το γράψαμε και παραπάνω. Scriptamanent. Χρειάζεται προσοχή και σύνεση. Τα socialmedia μας έδωσαν τη δυνατότητα να μαθαίνουμε το ποιόν του καθενός. Σε περιπτώσεις σαν της Βούλας δημιουργούνται και «σκάνδαλα».
Επίλογος
Τα πράγματα είναι απλά. Οι πρώτοι και οι τελευταίοι που πρέπει να αντιδρούν σε τέτοιου είδους καταστάσεις θα πρέπει να είναι οι ίδιοι οι σύλλογοι και οι φίλαθλοί τους. Όσο απαράδεκτο είναι το γεγονός ότι η Ερασιτεχνική ΑΕΚ δεν καταδίκασε το γεγονός, άλλο τόσο απαράδεκτο είναι που δεν ακούστηκε κιχ από τους οργανωμένους της ομάδας αλλά και από τους αντίστοιχους του ΟΣΦΠ για τις περιπτώσεις των ντοπέ Κεντέρη, Θάνου, Δεβετζή, Χαλκιά και Χονδροκούκη. Στην Ελλάδα βέβαια ο στίβος δεν θεωρείται άθλημα που δοξάζει τον σύλλογο. Όταν όμως αναδύονται τέτοια γεγονότα, οφείλουμε ως φίλαθλοι, ως οπαδοί, να προστατεύουμε τον σύλλογο μας και να παίρνουμε θέση υπέρ της αξιοπρέπειας. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.