Με αυτό το κείμενο ξεκινάμε μια μικρή σειρά παρουσίασης αθλητών μαχητικών σπορ που έζησαν και αγωνίστηκαν στην χρονική περίοδο του μεσοπολέμου (με αποκλίσεις κάποιων ετών). Κάνοντας μια μικρή αποδελτίωση σε εφημερίδες της εποχής παρατηρήσαμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που κατείχε κυρίως το άθλημα της πυγμαχίας αλλά και τα υπόλοιπα μαχητικά αθλήματα όπως η πάλη. Πρωτοσέλιδα αθλητικών εφημερίδων φιλοξενούν σχεδόν σε καθημερινή βάση ανταποκρίσεις από πυγμαχικούς αγώνες ανά τον κόσμο. Μάλιστα παρατηρείται μια λαϊκή συμπάθεια στο πρόσωπο των αθλητών που προέρχεται από τη σύνδεση του αθλήματος με παλαιότερες μορφές πάλης. Η ταύτιση βιοπαλαιστών της εποχής με τη μαχητική εκδοχή των αθλητών εξηγεί σε μεγάλο ποσοστό την απήχηση τέτοιων αθλημάτων σε μια ταραγμένη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά εποχή.
Πριν μιλήσουμε για τον Τζιμ Λόντο κρίνουμε απαραίτητη μια μικρή εισαγωγή στο πώς αντιμετώπιζε η ελλαδική κοινωνία το άθλημα της πάλης. Στα τέλη του 19ου αιώνα το άθλημα της πάλης συγκαταλέγονταν σε εκείνα τα παιχνίδια τα οποία εντάσσονταν σε έναν γενικόλογο όρο που αποτυπώνονταν με την φράση «Πλανόδιος Αθλητισμός». Ο Παναγής Κουταλιανός, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ο νέος Ηρακλής, πριν μεταναστεύσει στην Αμερική και γίνει παλαιστής ασκούνταν στις «επιδείξεις σωματικής ρώμης». Οι συγγραφείς της εποχής παρουσίαζαν έναν άνθρωπο με υπερφυσικές και μυθικές δυνάμεις, ο Φώτης Κόντογλου μάλιστα στη στήλη του στα Κυριακάτικα Θέματα έγραφε: «είχε μεγάλη σημασία, για μια φυλή ρημαγμένη, φτωχιά, σκόρπια σε κάθε μέρος του κόσμου, βασανισμένη και πολλές φορές στερημένη και πεινασμένη να βγάλει τον πιο χειροδύναμο άνθρωπο της οικουμένης, που έβαζε κάτω όλους τους παλληκαράδες που βγήκανε από έθνη πλούσια, δυνατά και καλοπερασμένα». Στις επιδείξεις του φορούσε πάντοτε το δέρμα μιας τίγρης που ο θρύλος έλεγε πως είχε σκοτώσει ο ίδιος, μετακινούσε τεράστιους βράχους ενώ πάλευε με άγρια ζώα. Όλες αυτές όμως οι παραστάσεις αποτελούσαν λαϊκό θέαμα και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσαν κάποιο σπορ. Η μεταπήδηση του Κουταλιανού στο άθλημα της πάλης αργότερα στην Αμερική ήταν ένας παράγοντας που το άθλημα παρέμεινε τόσο σημαντικό για την κοινωνία της εποχής στην Ελλάδα.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1897 στο Κουτσοπόδι Άργους η οικογένεια Θεοφίλου αποκτά το 13ο παιδί της. Το όνομα αυτού Χρήστος. Οι οικονομικές δυσκολίες καθώς και η ευμεγέθης οικογένεια αναγκάζουν τους γονείς του νεαρού να τον στείλουν από μικρό για δουλειά. Η μητέρα του ονειρευόταν το παιδί της να γίνει ιερέας ενώ ο πατέρας του τον ήθελε στρατιωτικό. Ο ίδιος προτίμησε να μεταναστεύσει στην νεαρή ηλικία των δεκατριών ετών. Για να φτάσουμε όμως στο σημείο της φυγής θα πρέπει να αναφέρουμε μια μικρή ιστορία. Ένα απόγευμα καθώς η μητέρα του εισέρχεται στο σπίτι βρίσκει τον νεαρό κρεμασμένο από ένα σκοινί. Σοκαρισμένη πιστεύει πως το παιδί της απαγχονίστηκε, ο πιτσιρικάς τότε κατεβαίνει έχοντας πρώτα λύσει το σκοινί χαμογελαστός και λέει στη μητέρα του πως αυτή ήταν μια άσκηση ώστε να δυναμώσουν οι μυς του λαιμού του.
Σε ηλικία δεκατριών ετών, όντας μετανάστης, βρέθηκε να δουλεύει σε ένα εστιατόριο της Νέας Υόρκης ως λαντζέρης. Καθώς τριγυρνούσε στους δρόμους του Μανχάταν βρέθηκε τυχαία σε έναν αγώνα πάλης. Εκεί γεννήθηκε η πρώτη σπίθα. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε από την δουλειά γράφτηκε σε ένα γυμναστήριο και ξεκίνησε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος. Αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Τζιμ Λόντος, προσωνύμιο που απέκτησε από τον αθλητικογράφο Ρόσκο Φόρεστ. Η σωματική του δύναμη σε συνδυασμό με το χαμηλό κέντρο βάρους του αποτελούσαν μοναδικά συστατικά που του έδιναν πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους του.
Οι ιστορίες της εποχής αναφέρουν πως ο δρόμος για την αναγνώριση και την κορυφή δεν ήταν ιδιαίτερα στρωμένος για τον Τζιμ Λόντο. Ο πρώτος αγώνας που έδωσε ήταν στο Μεξικό, ενημερώθηκε από κάποια εφημερίδα της εποχής ότι αναζητούσαν αθλητές στην περιοχή της Σάντα Κρουζ. Mετά τον αγώνα μάλιστα θρυλείται πως οι διοργανωτές αρνήθηκαν να τον πληρώσουν. Αυτό είχε ως συνέπεια για τρεις ημέρες να τριγυρνά νηστικός και ταλαιπωρημένος. Αυτή η δυσάρεστη εμπειρία ατσάλωσε την επιθυμία του να πετύχει. Επέστρεψε στην Νέα Υόρκη με την βοήθεια ενός φιλικού του προσώπου που συνάντησε τυχαίο στο Μεξικό και ρίχτηκε με πάθος στους αγώνες. Ήταν μια εποχή που οι αθλητές δεν είχαν κατοχυρωμένα δικαιώματα. Η πρώτη σοβαρή πρόταση έρχεται το 1916. Αντίπαλος του ο Μπέρσον στο Πόρτλαντ. Η εύκολη νίκη του του αποφέρει 500 δολάρια καθώς και πλήθος προτάσεων για επόμενους αγώνες. Στα χρόνια που ακολουθούν δίνει περισσοτέρους από 2500 αγώνες έχοντας λιγότερες από δέκα ήττες. Μια από αυτές έρχεται από τον Λιούις τον Στραγγαλιστή.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν συχνά ανταποκρίσεις για τα κατορθώματα του:
«Ο Τζιμ Λόντος ενίκησε τον Ιρλανδό Μακ Κοϋ»
Αθλητικά Χρονικά
Παρασκευή 9 Μαρτίου 1934
«Τα αφιχθέντα χθες ελληνικά φύλλα της Νέας Υόρκης γράφουν τα εξής: Αγγέλεται εκ της πολιτείας Σπρέγκφιλδ της Μασσαχουσέτης ότι εις την αυτόθι αρένα ο παγκόσμιος έλλην άσσος Τζίμ Λόντος κατήγαγε περήφανον θρίαμβον κατά του αναγνωρισμένου ως πρωταθλητή της πολιτεία Ιρλανδού Μάκ – Κοϋ».
Ενώ σε ένα δεύτερο πρωτοσέλιδο διαβάζουμε: «Ο Τζίμ Λόντος θα απελαθή εξ’ Αμερικής;»
Σε αυτή την σειρά κειμένων τα οποία βασίζονται σε αποδελτιώσεις της εποχής θα δείτε αρκετά συχνά να επιχειρείται μια διασύνδεση των επιτυχιών των αθλητών βασιζόμενη κατά τον τύπο της εποχής στην «εθνική ταυτότητα». Αυτές οι αναγκαστικές διασυνδέσεις που επιχειρεί ο ημερήσιος αθλητικός τύπος της περιόδου αποτελούν έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα που προσπάθησε να δημιουργήσει το φασιστικό καθεστώς Μεταξά με τον αθλητισμό μέσω της λογοκρισίας που είχε επιβάλει. Η βασική στρατηγική της 4ης Αυγούστου ήταν η σύνδεση του αθλητισμού με το μιλιταρισμό και την αρχαιολατρία. Mετά την «εθνική διάψευση» ο αθλητισμός λειτουργούσε ως ένας μηχανισμός εσωτερικής σταθερότητας ο οποίος εξήρε το πρότυπο του πολίτη-στρατιώτη. Έτσι ο αθλητισμός γενικότερα και τα μαχητικά αθλήματα ειδικότερα παρουσίαζαν την ετοιμότητα καθώς και τη σωματική δύναμη που έπρεπε να έχουν οι νέοι στη χώρα. Οι εφημερίδες της εποχής, οι οποίες βρίσκονταν φυσικά υπό καθεστώς λογοκρισίας, ενθάρρυναν τη μεταστροφή της νεολαίας προς τον αθλητισμό, ενώ η ευγενής άμιλλα αξιολογήθηκε ως «μια χρήσιμη διά το μέλλον της πατρίδος εθνική αποστολή»[1]. Εκείνο βέβαια που αποκρύπτει η κυρίαρχη αφήγηση είναι πως τόσο ο Τζιμ Λόντος όσο και άλλοι αθλητές που θα δούμε σε επόμενα κείμενα έδιναν μέρος των χρημάτων που τους απέφεραν οι αγώνες ώστε να στηρίξουν οικογένειες προσφύγων που έφευγαν από την Ελλάδα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Ένα ακόμη στοιχείο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μυθολογικά και δραματουργικά στοιχεία που συνοδεύουν τα άρθρα των μαχητικών αθλημάτων της εποχής. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια οι αθλητές καλούνται να υπερνικήσουν αντιπάλους που μοιάζουν αήττητοι ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση της πυγμαχίας με την αστυνομική λογοτεχνία της εποχής όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο…
Andy Capp
Υπό τους ήχους του The Boys Are Back, Dropkick Murphys.
[1]. [1] Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα – Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις, Εκδόσεις Θεμέλιο.