Στις 5 Ιανουαρίου πέθανε σε ηλικία 71 χρονών ο γεννημένος στη Μοζαμβίκη, μεγάλος ποδοσφαιριστής και άνθρωπος Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα. Για πολλούς θεωρείται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της Πορτογαλίας και μέσα στους καλύτερους στον κόσμο. Στο βιβλίο “Το ποδόσφαιρο στην Αφρική” που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Απρόβλεπτες, που αγαπάμε και (υπο)στηρίζουμε περιέχεται ένα κεφάλαιο για την ιστορία και την προσωπικότητα του Εουσέμπιο ή αλλιώς “μαύρου πάνθηρα”. Ο Γκάρυ Αρμστρογκ που έχει επιμεληθεί συνολικά το βιβλίο γράφει για τον Πορτογάλο και του παίρνει μια συνέντευξη μέρος της οποίας αναδημοσιεύουμε παρακάτω.
Γ.Α.: Στους δημοσιογραφικούς κύκλος αναφέρεστε ακόμα ως το «μαύρο μαργαριτάρι» ή ο «μαύρος πάνθηρας». Σας αρέσει αυτό;
Ε: Ο αγγλικός τύπος μου πρωτοέδωσε το παρατσούκλι «ΜαύροςςΠάνθηρας». Εκείνη την εποχή, διατηρούσα τις επιφυλάξεις μου επειδή στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε μία οργάνωση με το όνομα «Μαύροι Πάνθηρες» (με σύμβολό την κόμπρα), οι οποίοι είχαν απαγάγει την Πατρίσια Χιρστ[1]. Ανησύχα για τον πιθανό συσχετισμό. Όμως μετά σκέφτηκα: αυτοί είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγώ ζω στην Ευρώπη, δεν έχω καμία σχέση με την πολιτική, είμαι στο χώρο του ποδοσφαίρου. Άρχισε να μου αρέσει που με αποκαλούσαν έτσι. Ακόμα και σήμερα, μπορεί να περπατάω σε ένα δρόμο και να δω παιδιά να τραβάνε τη φούστα της μητέρας τους η το παντελόνι του πατέρα τους και να λένε: «Κοίτα, ο Μαύρος Πάνθηρας». Είναι ωραίο, δεν είναι; Το «Μαύρο Μαργαριτάρι» βγήκε από το «Μαργαριτάρι της Μοζαμβίκης», χαρακτηρισμό που μου απέδιδαν οι Γάλλοι. Προσωπικά όμως, προτιμώ το «Μαύρος Πάνθηρας».
Γ.Α.: Πώς απέκτησες το παιδικό ψευδώνυμο «Νενέ» (μωρό);
Ε: «Νενέ» είναι το ψευδώνυμο που είχε δοθεί σε ένα βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή. Το 1957, έπαιζα σε μια ομάδα παιδιών, ο πρόεδρος της οποίας ζήτησε από τον καθένα μας να διαλέξει για ψευδώνυμο το όνομα ενός βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή –ο ξάδερφός μου ήταν ο «Πελέ» και εγώ ο «Νενέ». Το πραγματικό μου όνομα είναι Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα.
Γ.Α.: Είχες κάποιο ποδοσφαιρικό ήρωα;
Ε: Το είδωλό μου ήταν ο Αλφρέντο ντι Στέφανο. Όταν ήμουν 10, 11 και 12 χρονών, διάβαζα στις εφημερίδες ότι η Ρεάλ Μαδρίτης ήταν μία από τις μεγαλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, αν όχι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο μεγάλος αδερφός μου, ο Ζάιμε, μιλούσε συνέχεια για αυτόν τον μεγάλο ποδοσφαιριστή.
Γ.Α.: Πώς επηρέασαν εσένα και τις φιλοδοξίες σου να γίνεις ποδοσφαιριστής οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις των πορτογαλικών αγώνων ;
Ε: Καθώς δεν είχαμε τηλεόραση, μπορούσαμε να ακούμε τους αγώνες της Μπενφίκα στο ραδιόφωνο, όπως οι οπαδοί των άλλων ομάδων άκουγαν αντίστοιχα τις δικές τους ομάδες. Οι γονείς μας κάθονταν γύρω από το ραδιόφωνο και εμείς τους ρωτούσαμε το σκορ. Εκείνο τον καιρό βέβαια, δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ ότι μια μέρα θα έπαιζα σ’ αυτή την ομάδα. Αργότερα, όταν έγινα δεκαεφτά, οι εφημερίδες άρχισαν να γράφουν για μένα, ο κόσμος μιλούσε για μένα και άρχισα να πιστεύω στο όνειρο ότι μια μέρα θα γινόμουν επαγγελματίας και θα πήγαινα στην Πορτογαλία. Αλλά όταν ήμουν παιδί, η ιδέα ποτέ δε μου είχε περάσει από το μυαλό. Μόνο όταν έγινα 17, άρχισα να σκέφτομαι και να πιστεύω στο όνειρό μου, και τελικά, τα πράγματα ήρθαν έτσι και υπέγραψα συμβόλαιο με την ομάδα που υποστήριζε η οικογένεια μου, την Μπενφίκα.
Γ.Α.: Αν δε σε είχε κερδίσει ο χώρος του ποδοσφαίρου, ποιες ήταν οι διαθέσιμες επιλογές στον επαγγελματικό τομέα για ένα αγόρι της ηλικίας σου;
Ε: Ο μακαρίτης πατέρας μου ήταν μηχανικός στους σιδηροδρόμους. Στην οικογένειά μου, μελετούσαμε σκληρά –η μητέρα μας μάς έβαζε να διαβάζουμε συνέχεια– αλλιώς δεν θα καταφέρναμε να κάνουμε τίποτα! Ήμουν το μόνο παιδί στην οικογένεια, που δεν τέλειωσε το σχολείο. Γεννήθηκα για το ποδόσφαιρο. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου φωνάζει επειδή, γυρνώντας απ’ το σχολείο, σταμάταγα για να παίξω ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Αλλά υπήρχαν και ευκαιρίες για δουλειές σε γραφεία· δακτυλογράφοι κλπ. Τα αδέρφια μου βρήκαν όλα καλές δουλειές –ο ένας έγινε μηχανικός. Στην οικογένεια μου, ήμασταν έξι αγόρια και δύο κορίτσια. Τρία από τα αδέρφια μου έχουν πεθάνει. Ο ένας έπαθε καρδιακή προσβολή, ένας σκοτώθηκε σε ατύχημα και μία από τις αδερφές μου πέθανε στη γέννα –το μωρό σώθηκε, αλλά στη Μοζαμβίκη εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε ιατρική περίθαλψη και η αδερφή μου πέθανε.
Γ.Α.: Αν υπήρχε μισθός για να ζήσεις στη Μοζαμβίκη σαν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, θα είχες παραμείνει εκεί;
Ε: Δεν υπήρχαν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές στη Μοζαμβίκη –μόνο ερασιτέχνες. Για να γίνουμε επαγγελματίες, έπρεπε να πάμε στην Πορτογαλία. Οι μικρές ομάδες από κάθε περιοχή, πήγαιναν να «ψαρέψουν» παίκτες στην δική τους περιοχή. Ήταν ερασιτέχνες, έτσι δεν ήταν υποχρεωμένοι να παίξουν αν δεν ήθελαν. Κ εγώ ο ίδιος μερικές φορές δεν έπαιζα γιατί είχα διάβασμα. Μία μέρα, η ομάδα μου είχε αγώνα, αλλά η μητέρα μου είπε ότι είχα να πάω σε μια γιορτή! Οι μεγάλες επίσημες ομάδες (επίσης ερασιτεχνικές) έστελναν ανιχνευτές να παρακολουθούν τα παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο στις αλάνες. Αυτοί οι ανιχνευτές σταμάταγαν το αμάξι τους, παρακολουθούσαν τον αγώνα, έβλεπαν αν υπήρχαν κάποιοι καλοί παίκτες, τους φώναζαν να μάθουν τα ονόματά τους, το μέρος που έμεναν και μετά πήγαιναν μαζί τους στο σπίτι για να μιλήσουν στους γονείς τους. Στα μικρά χωριά, υπήρχε πάντα κάποιος οπαδός, π.χ., της Μπενφίκα ή της Σπόρτιγκ [Μοζαμβίκης], που θα εντόπιζε το εγχώριο ταλέντο και θα του έλεγε: «Είσαι καλός παίκτης, γιατί δεν πας στον Λουρένζο Μάρκες να δοκιμαστείς απ’ την Μπενφίκα ή τη Σπόρτιγκ; Αυτές οι ομάδες, η Μπενφίκα, η Σπόρτιγκ, η Ντεπορτίβο είχαν την έδρα τους στο Λουρένζο Μάρκες. Όλες οι ομάδες ανήκαν σε μια ομοσπονδία και κάθε μεγάλη πόλη είχε τη δική της ποδοσφαιρική ένωση. Οι άνθρωποι που έλεγχαν την ομοσπονδία ψηφίζονταν για συγκεκριμένες χρονικές περιόδους από τους συλλόγους.
Γ.Α.:Έπαιξαν κάποιο ρόλο στην ανάπτυξη του μοζαμβικανού ποδοσφαίρου οι καθολικοί ιεραπόστολοι και η Καθολική Εκκλησία έπαιξαν κάποιο ρόλο;
Ε: Δεν παρατήρησα ποτέ, είναι η αλήθεια. Παίζαμε ποδόσφαιρο στο σχολείο και στους ολλανδούς ιερείς άρεσε το ποδόσφαιρο αλλά δεν με επηρέασαν ποτέ ιδιαίτερα. Όποτε έπαιζα ποδόσφαιρο, πάντα έκανα το σταυρό μου και έλεγα μια προσευχή πριν μπω στον αγωνιστικό χώρο, επειδή είμαι αφοσιωμένος καθολικός.
Γ.Α.: Οι πορτογαλικές ομάδες επισκέπτονταν τη Μοζαμβίκη και την Άγκολα για να παίξουν φιλικά παιχνίδια. Πόσο σημαντικό ήταν για την υπερηφάνεια των Μοζαμβικιανών όταν οι ομάδες τους έπαιζαν με την Μπενφίκα ή τη Σπόρτιγκ;
Ε: Επρόκειτο για παιχνίδια επαγγελματιών εναντίον ερασιτεχνών, έτσι αν κερδίζαμε ήταν υπερβολικά ικανοποιητικό. Μια φορά έπαιξα με την εθνική ομάδα της Μοζαμβίκης όταν ήρθε να παίξει η Μπελενένσες (που είχε πρόσφατα κατακτήσει το Κύπελλο Πορτογαλίας νικώντας, στον τελικό, την Μπενφίκα). Ήμουν 17 χρονών τότε και σκόραρα δύο γκολ- παρόλο που ήμουν πραγματικά παιδί –και όλοι ήμασταν ερασιτέχνες. Ένιωσα πάρα πολύ περήφανος και το κοινό που μας παρακολουθούσε είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ήταν ένα εκπληκτικό συναίσθημα να βάζεις δύο γκολ εναντίον ομάδας επαγγελματιών ποδοσφαιριστών. Η μόνη αμοιβή που λάβαμε για αυτό ήταν μία κόκα κόλα ή μία πορτοκαλάδα και ένα σάντουιτς στο τέλος του αγώνα.
Γ.Α.: Είχες επηρεαστεί από τους αφρικανούς ποδοσφαιριστές που είχαν ταξιδέψει στην Πορτογαλία, πριν από σένα, αναζητώντας τη δόξα του ποδοσφαίρου, όπως, π.χ., ο Μιγκέλ Αρκάνχο, ο Λούκα Φιγκουιρέδο, ο Μάριο Εστέβες Κολούνια, ο Ροζάριο ντα Κονσεϊσάο (Ιλάριο);
Ε: Όχι, όχι ιδιαίτερα. Ανήκα σε μία ποδοσφαιρική οικογένεια. Τόσο ο πατέρας μου, όσο και ο μεγαλύτερος αδερφός μου έπαιζαν ποδόσφαιρο, αλλά όχι επαγγελματικά. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πως μία μέρα θα υπέγραφα συμβόλαιο με μία πορτογαλική ομάδα –απλά συνέβη, αλλά δεν επηρεάστηκα από τους παίκτες που είχαν πάει στην Πορτογαλία πριν από μένα.
Γ.Α.:Υπήρχε κάποιος λόγος που οι άνθρωποι στη Μοζαμβίκη επέλεγαν να υποστηρίξουν τη Σπόρτιγκ ή να παίξουν για αυτή, αντί για την Μπενφίκα ή άλλες ομάδες;
Ε: Η αλήθεια είναι πως όχι. Πιστεύω ότι εξαρτιόταν απλώς από τους οπαδούς και από το πού βρισκόταν το γήπεδο της ομάδας –οι άνθρωποι υποστήριζαν την ομάδα που είχε την έδρα της πιο κοντά στο σπίτι τους. Θα υποστηρίζαμε ή θα παίζαμε με όποιον εμείς θέλαμε. Οι ομάδες δημιουργήθηκαν από τις ομάδες στην Πορτογαλία –για παράδειγμα, η ερασιτεχνική Σπόρτιγκ του Λουρένζο Μάρκες (θυγατρική) δημιουργήθηκε από την επαγγελματική Σπόρτιγκ της Πορτογαλίας (μητρική). Τα ίδια ισχύουν και για την Μπενφίκα. Οι ομάδες στην Πορτογαλία έστελναν όλο τον εξοπλισμό (στολές κλπ.) που χρησιμοποιούσαν οι μοζαμβικιανές ομάδες αλλά με διαφορετική γραμματοσειρά στο σήμα, παρόλο που τα χρώματα της ομάδας ήταν ακριβώς τα ίδια. Επίσημα, έπαιζα για τη Σπόρτιγκ και έπαιζα κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί. Μετά, γύρναγα σπίτι για μεσημεριανό και ανεπίσημα πήγαινα και έπαιζα ξυπόλυτος για την τοπική μου ομάδα.
Γ.Α.: Ποιος ήλεγχε τις μοζαμβικιανές εκδοχές των ομάδων της Μπενφίκα, της Πόρτο και της Σπόρτιγκ;
Ε: Υπήρχαν αντιπρόσωποι της Μπενφίκα, της Σπόρτιγκ, της Πόρτο και της Μπελενένσες, που εκπροσωπούσαν τις αντίστοιχες επαγγελματικές ομάδες της Πορτογαλίας. Ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με τον έλεγχο των ομάδων μας στη Μοζαμβίκη. Για παράδειγμα, ο αντιπρόσωπος της Μπενφίκα ζούσε και δούλευε εκεί, παρακολουθούσε την ομάδα και έψαχνε ταλαντούχους παίκτες προκειμένου να τους στείλει στην Πορτογαλία και να πάρει την προμήθειά του από την Μπενφίκα. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήλεγχε την ομάδα και ίσχυε το ίδιο και για τις άλλες θυγατρικές ομάδες, που είχαν ενταχθεί στις πορτογαλικές αντίστοιχές τους.
Γ.Α.: Πώς ήταν οι συνθήκες για αυτούς που ήθελαν να παίξουν ποδόσφαιρο;
Ε: Είναι φυσιολογικό στην Αφρική, ακόμα και σήμερα, τα παιδιά να παίζουν ξυπόλυτα στις ομάδες της γειτονιάς τους. Όταν παίζαμε για την τοπική μας ομάδα, ποτέ δεν είχαμε μποτάκια ή παπούτσια. Σήμερα, κάποιες γειτονιές διαθέτουν έναν ειδικό χώρο για ποδόσφαιρο, αλλά τα παιδιά εξακολουθούν να παίζουν ξυπόλυτα και χωρίς καν κανονικές μπάλες. Γεμίζουν τις κάλτσες των γυναικών με κουρέλια για να φτιάξουν μπάλες.
Γ.Α.: Οι προπονητές ήταν ντόπιοι ή Πορτογάλοι;
Ε: Όταν παίζαμε στις γειτονιές, ήμασταν όλοι προπονητές! Αυτοί που προπονούσαν τις ομάδες ήταν όλοι ντόπιοι και ένα μίγμα λευκών και μαύρων. Ωστόσο, κάποιοι έρχονταν από την Πορτογαλία, όταν υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία και, αν τύχαινε να ήταν ποδοσφαιριστές έμεναν και έπαιζαν ή προπονούσαν τις επίσημες ομάδες.
Γ.Α.:Τι ρόλο έπαιξε η ομάδα Φεροβιάριο στο εγχώριο ποδόσφαιρο, εφόσον ήταν η ομάδα με τους περισσότερους οπαδούς αλλά και η μόνη μεγάλη ομάδα που δεν συνδεόταν με μία αντίστοιχη πορτογαλική;
Ε: Η Φεροβιάριο ήταν η ομάδα των σιδηροδρόμων και δεν συνδεόταν με ομάδες στην Πορτογαλία, παρόλο που οι Πορτογάλοι ανιχνευτές ταλέντων παρακολουθούσαν την πορεία της. Η ομάδα υπόγραφε συμβόλαια με παίκτες –όπως ο μακαρίτης πατέρας μου– και στη συνέχεια τους έβρισκε δουλειά στους σιδηροδρόμους και τους πλήρωνε για την εργασία τους όσο έπαιζαν (ενώ οι υπόλοιπες ομάδες ήταν ερασιτεχνικές και οι παίκτες δεν πληρώνονταν), ώστε να μπορούν να έχουν καλύτερο επίπεδο ζωής.
Γ.Α.: Έσπασες κάποια παράδοση όταν, ενώ έπαιζες στη Σπόρτιγκ της Μοζαμβίκης, μεταγράφηκες στην Μπενφίκα Λισσαβόνας;
Ε: Ένας παίκτης θα πάει στην ομάδα που τον πληρώνει περισσότερο και του προσφέρει καλύτερο συμβόλαιο· αυτό δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση. Για παράδειγμα, ο «Ματατέου» (Σεμπαστιάο Λούκας ντα Φονσέκα) ήρθε στην Πορτογαλία για να παίξει στην Μπελενένσες, ο Κολούνια έπαιζε στην Ντεπορτίβο της Μοζαμβίκης, αλλά μεταγράφηκε στην Μπενφίκα. Ο Ιλάριο, απ’ την άλλη, έπαιζε στη Σπόρτιγκ Μοζαμβίκης και πήγε στη Σπόρτιγκ Λισσαβόνας. Όλα εξαρτιόνταν από τους όρους και τις συνθήκες που προσέφεραν οι ομάδες στην Πορτογαλία. Hοικογένειά μου, ο δικηγόρος μου και εγώ ο ίδιος ήμασταν αυτοί που αποφασίσαμε ότι θα έρθω στην Μπενφίκα.
Γ.Α.:Σε ποιον ανήκουν τα εύσημα για την ανακάλυψη του Εουσέμπιο;
Ε: Ο Μπέλα Γκούτμαν ήταν ο προπονητής, η Μπενφίκα η ομάδα. Η Μπενφίκα, όπως και οι άλλες ομάδες, είχε τεχνικούς διευθυντές και μάνατζερ στο Λουρένζο Μάρκες, οι οποίοι έγραφαν στις ομάδες τους στην Πορτογαλία και έδιναν αναφορά για την αξία κάθε παίκτη.
Γ.Α.: Τον Νοέμβριο του 1960, από αγοράκι σε μια μεγάλη οικογένεια της Μοζαμβίκης, έγινες ξαφνικά ο 18χρονος που έπαιζε για την παγκόσμιας φήμης ομάδα της Μπενφίκα της Πορτογαλίας. Ποιες ήταν οι προσδοκίες σου και ποιοι οι φόβοι σου;
Ε: Ήμασταν μία πάρα πολύ δεμένη οικογένεια –πάντα μαζί, πάντα μαζευόμασταν όλοι στο σπίτι της μητέρας μου. Ακόμα και τα αδέρφια μου που είχαν φύγει από το σπίτι, έρχονταν να περάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα, τα γενέθλια κλπ. Έτσι ήταν τα πράγματα για 18 χρόνια, μετά έφυγα για την Πορτογαλία. Ήταν υπερβολικά δύσκολο για μένα, αλλά το συμβόλαιο με την Μπενφίκα μου προσέφερε χρήματα, τα οποία μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να βελτιώσω τη ζωή της οικογένειας μου. Μπορούσα να αγοράσω γη και σπίτια για να τους προσφέρω έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Δεν ήταν θυσία για μένα: θα έκανα αυτό που απολάμβανα περισσότερο –θα έπαιζα ποδόσφαιρο και την ίδια στιγμή θα βοηθούσα την οικογένειά μου. Δεν φοβόμουν καθόλου. Το πρόβλημα ήταν η οικογένειά μου –ήμασταν πολύ δεμένοι. Ήμουν 18 χρονών, μέχρι τότε είχα ζήσει όλη μου τη ζωή με την οικογένειά μου να με περιβάλλει. Και οι αποστάσεις ήταν μακρινές εκείνο τον καιρό. Δεν υπήρχαν ιδιωτικά αεροπλάνα– και για να φτάσεις στη Λισσαβόνα έκανες πάνω από 30 ώρες. Ο μόνος μου φόβος, όταν έφτασα στην Πορτογαλία, ήταν ότι δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος του ανταγωνισμού μεταξύ Μπενφίκα και Σπόρτιγκ –στη Μοζαμβίκη υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων, αλλά εδώ η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη και άρχισα να ανησυχώ. Την κατάσταση επιβάρυνε το γεγονός ότι και η Σπόρτιγκ ήθελε να με αποκτήσει.
Γ.Α.: Λογικά θα σε έχουν ρωτήσει χιλιάδες φορές για τις συνθήκες της μεταγραφής σου στην Μπενφίκα. Τι ακριβώς έγινε;
Ε: Ακόμα και σήμερα, στα 60 μου, η Σπόρτιγκ εξακολουθεί να λέει ότι «με απήγαγαν» –ψέματα πέρα για πέρα [επαναλαμβάνει «ψέματα», «ψέματα»]. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω: πώς θα μπορούσα να συμπαθήσω μία ομάδα που με απήγαγε όπως αγαπώ την Μπενφίκα; Κάτι άλλο: το συμβόλαιο με την Μπενφίκα το υπέγραψε η μητέρα μου (ήμουν ανήλικος). Έχω μία φωτοτυπία αυτού του συμβολαίου, η Μπενφίκα έχει μία φωτοτυπία αυτού του συμβολαίου, η πτήση για την Πορτογαλία πληρώθηκε από την Μπενφίκα. Ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου υπογράψαμε ποτέ κανένα έγγραφο της Σπόρτιγκ –ποτέ! Πιστεύω ότι εκείνη που ήθελε να με απαγάγει ήταν Σπόρτιγκ! Για να απομακρυνθώ από όλη αυτό το μπέρδεμα και τις αντιπαραθέσεις, η Μπενφίκα με έστειλε σε ένα σπίτι στο Αλγκάρβε. Επειδή έπαιζε στη Σπόρτιγκ Μοζαμβίκης, μητρική Σπόρτιγκ της Λισσαβόνας ήθελε να με φέρει στην Πορτογαλία για να με δοκιμάσει. Αλλά γιατί να πήγαινα να κάνω δοκιμές για τη Σπόρτιγκ, όταν την ίδια στιγμή η Μπενφίκα ήταν έτοιμη να μου δώσει και συμβόλαιο και χρήματα;
Γ.Α.: Πώς ένα νεαρό αγόρι από την Αφρική βρήκε την αυτοπεποίθηση και το κουράγιο να διαπραγματευτεί την αμοιβή του και να γίνει ο αρχηγός μίας διάσημης ευρωπαϊκής ομάδας;
Ε: Το πρώτο συμβόλαιο υπογράφηκε στην Αφρική από την μητέρα μου και ήταν τριετές. Μέχρι τις επόμενες διαπραγματεύσεις , ήμουν μεγαλύτερος και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Γνώριζα πλέον άτομα που μπορούσα να εμπιστευτώ και είχα και έναν δικηγόρο που με βοηθούσε.
Γ.Α.: Ο μισθός σου ήταν ο ίδιος με το μισθό των παικτών, που είχαν γεννηθεί στην Πορτογαλία;
Ε: Το ποσό της μεταγραφής μου ήταν το υψηλότερο που είχε μέχρι τότε δοθεί σε αφρικανό ποδοσφαιριστή… [άλλοι παίκτες όπως ο Ιλάριο, ο Ματατέου και ο Κολούνια, είχαν κοστίσει το ένα πέμπτο, το πολύ τα δύο πέμπτα, του ποσού που δαπανήθηκε για την μεταγραφή του Εουσέμπιο]. Το συμβόλαιό μου ανέγραφε την αμοιβή μου, δεν με ένοιαζε τι κέρδιζαν οι άλλοι. Ξέρω όμως ότι κέρδιζα περισσότερα από αυτούς…[τα διπλάσια]. Όταν έληξε το πρώτο συμβόλαιο, υπέγραψα ένα καινούριο για περισσότερα χρήματα, αλλά αυτό δεν είχε καμία σχέση με τον μισθό των υπόλοιπων παικτών.
Γ.Α.: Είχες μια διαμάχη με την Μπενφίκα για το νέο σου συμβόλαιο που διήρκεσε δύο εβδομάδες…
Ε: Ήταν το τελευταίο μου συμβόλαιο, όταν προσελήφθη προπονητής ο Τζίμι Χάγκαν. Μέχρι τότε, είχα κατορθώσει τα πάντα: πρώτος σκόρερ στον κόσμο, καλύτερος ποδοσφαιριστής στην Ευρώπη, πέντε φορές πρώτος σκόρερ στην Πορτογαλία –είχα καταφέρει τα πάντα! Ήμουν έτοιμος να υπογράψω το τελευταίο, κατά πάσα πιθανότητα, τριετές συμβόλαιο της ποδοσφαιρικής μου καριέρας και έπρεπε να το κάνω σωστά. Είχα φέρει την Μπενφίκα στο προσκήνιο, ωστόσο εκείνοι δεν συμφωνούσαν με τους όρους μου. Έτσι έβαλα την οικογένειά μου σε ένα αεροπλάνο για Μοζαμβίκη και εξουσιοδότησα τον δικηγόρο μου να ενεργεί εκ μέρους μου. Η ομάδα της Μπενφίκα επισκέφτηκε την Αφρική και όταν πήραν την πτήση της επιστροφής για την Πορτογαλία, εγώ πήρα μία πτήση για Μοζαμβίκη προκειμένου να δω την οικογένειά μου. Η διοίκηση της Μπενφίκα σκέφτηκαν ότι θα ήμουν εκεί όταν επέστρεφαν, ανακάλυψαν όμως ότι είχα φύγει. Άρχισε η προετοιμασία για τη νέα σεζόν, αλλά εγώ προπονούμουν στη Μοζαμβίκη. Τότε, μου τηλεφώνησαν από την Μπενφίκα. Το σήκωσα και τους είπα ότι να μη μιλάνε με μένα αλλά μόνο με τον δικηγόρο μου. Τελικά, η Μπενφίκα αναγκάστηκε να αποδεχθεί τους όρους μου· ο δικηγόρος μου μού τηλεφώνησε και επέστρεψα.
Γ.Α.: Ήρθες ποτέ αντιμέτωπος με τον φυλετικό ρατσισμό κατά την ποδοσφαιρική σου καριέρα στην Πορτογαλία;
Ε: Όχι. Δεν αντιμετώπισα ποτέ κάτι τέτοιο –και παρόλα αυτά, τώρα, τον 21ο αιώναμ δεν είναι δυνατόν να πας σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα και να μην ακούσεις τους αποκαλούμενους χούλιγκαν να χλευάζουν με ρατσιστικά συνθήματα τους μαύρους ποδοσφαιριστές– όταν έπαιζα για την Μπενφίκα, σχεδόν όλες οι ομάδες είχαν μαύρους παίκτες και δεν υπήρχε ποτέ κανένα πρόβλημα. Μπορούσα να βγω έξω, να πάω σινεμά και κανείς δεν έλεγε τίποτα κακό· ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι ήμουν διαφορετικός. Η παράδοση της Μπενφίκα ήταν να έχει πάντα μόνο πορτογάλους ή πορτογαλόφωνους ποδοσφαιριστές, όχι «ξένους». Παρόλα αυτά, οι προπονητές επιτρεπόταν να είναι «ξένοι»! Η Μπενφίκα σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες με πορτογαλόφωνους ποδοσφαιριστές από την Αγκόλα και τη Μοζαμβίκη.
[1]Η οργάνωση «Μαύροι Πάνθηρες», βέβαια, καμία σχέση δεν έχει ούτε με την κόμπρα ούτε και με την απαγωγή της Patricia Hearst. Υπεύθυνη για την απαγωγή ήταν η οργάνωση SLA (Symbionese Liberation Army –Συμβιωτικός Απελευθερωτικός Στρατός), η οποία είχε όντως σύμβολο μια επτακέφαλη κόμπρα.