Η γέννηση των σύγχρονων σπορ ως ιστορική και κοινωνική διαδικασία
Τα σύγχρονα σπορ, σύμφωνα με τη θεωρία του σχηματισμού[1], προήλθαν από μια εξελικτική διαδικασία που μετασχημάτισε τα ψυχαγωγικά παιχνίδια σε αθλήματα. Η εξέλιξη αυτή είχε να κάνει με τις ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές που συντελούνταν στη κοινωνία.
H εξελικτική αυτή διαδικασία ακολούθησε κοινωνικά σχήματα ελέγχου της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων. Η αλλαγή αποτυπώθηκε με τον όρο «civility» (ευγένεια τρόπων), που εισήγαγε ο Έρασμος του Ρότερνταμ, όρος που χρησιμοποιήθηκε σε πολλές χώρες ως εκλέπτυνση των τρόπων. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε και τον αθλητισμό. Αν συγκρίνουμε τα λαϊκά παιχνίδια με μπάλα του ύστερου μεσαίωνα ή ακόμη και των νεότερων χρόνων με το ποδόσφαιρο ή το ράγκμπι, τα δυο είδη δηλαδή αγγλικού ποδοσφαίρου που εμφανίζονται τον 19ο αιώνα, διαπιστώνουμε μια αυξανόμενη ευαισθησία στο θέμα της βίας.
Το (αγγλικό) ράγκμπι αποτελεί μια περίπτωση αθλήματος που οι εξελικτικές διαδικασίες ώθησαν στη «γέννησή» του. Το ράγκμπι αποτελεί μετεξέλιξη της μορφής ποδοσφαίρου που παιζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα στο φημισμένο ιδιωτικό σχολείο (public school) που υπάρχει ακόμη και σήμερα στην ομώνυμη πόλη της Αγγλίας. Το ράγκμπι αποτελεί ένα ιδιαίτερα σκληρό και βίαιο άθλημα. Το σχολείο του Ράγκμπι, όπως και άλλα φημισμένα σχολεία της ίδιας κατηγορίας (π.χ. Ίτον, Γουΐντσεστερ) είχε τους δικούς του ιδιαίτερους κανόνες που δεν ήταν γραπτοί, αλλά είχαν καθιερωθεί στην πράξη από τους μαθητές. Ιδιαιτερότητα του ποδοσφαίρου του Ράγκμπι ήταν ότι ο παίκτης μπορούσε να πιάσει την μπάλα με τα χέρια και να τρέξει, κρατώντας την, προς το αντίπαλο τέρμα.
Το ράγκμπι έφερε έντονα στοιχεία μιμητικής βίας. Η βία δηλαδή που ήταν διαρκώς παρούσα στην κοινωνία της Αγγλίας με τις διαμάχες μεταξύ Γουίγκς και Τόρις[2] τώρα μεταφέρεται θεσμοθετημένη από κανόνες εντός των τεσσάρων αγωνιστικών γραμμών, όπως ακριβώς και η διαμάχη για την ανάληψη της εξουσίας από τις αντιμαχόμενες κοινωνικές ομάδες μεταφέρεται με στοιχεία πολιτικής αντιπαλότητας εντός του νεογέννητου αγγλικού κοινοβουλίου.[3] Οι αντιμαχόμενες λοιπόν κοινωνικές ομάδες αφήνουν κατά μέρος τη σωματική βία και εξασκούνται στη ρητορική και στην προσπάθεια να πείσουν τους ψηφοφόρους ώστε να εξασφαλίσουν την παραμονή ή την ανάληψη της εξουσίας. Η ευχαρίστηση και ο συμβολισμός[4] που προέρχονταν από την εκτόνωση και την ελεγχόμενη άσκηση βίας μέσα από το ράγκμπι ταυτίζεται με την ελεγχόμενη έκφραση αντιπαλότητας που συνέβαινε πια στο αγγλικό κοινοβούλιο. Οι αντιπαλότητες μέσα στη κοινωνία βρίσκουν ένα νέο πεδίο έκφρασης το οποίο δεν επιτρέπει την ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη για τη ζωή βία, αλλά τη μετασχηματίζει σε συμβολικές μορφές (π.χ. πολιτική διαπάλη, λεκτική αντιπαράθεση) όπως ακριβώς συμβαίνει και στον αθλητισμό.
Οι διαφοροποιήσεις που τελούνται στο άθλημα του ράγκμπι δεν αφήνουν φυσικά και το ποδόσφαιρο αναλλοίωτο. Το «Τhe English Game» παρουσιάζει, έστω και συνοπτικά καθώς πρόκειται για μια μίνι σειρά τις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται στο μετέπειτα λαοφιλές άθλημα. Το FA Cup αποτέλεσε την πρώτη διασυλλογική διοργάνωση, με αφετηρία έναρξης το 1871. Η σειρά πραγματεύεται την προσπάθειας μιας επαρχιακής ομάδας με περιορισμένες μεν οικονομικές δυνατότητες, η οποία ωστόσο φέρνει με μεταγραφή από τη Σκωτία δυο επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο παίζονταν ακόμη ερασιτεχνικά. Πίσω όμως από αυτή την προσπάθεια υπάρχει ένας διπλός στόχος. Αφενός να τονωθεί το φρόνημα και η πίστη των φτωχών στρωμάτων που ζουν κι εργάζονται στην επαρχία και αφετέρου ο έλεγχος του «νεογέννητου» τότε αθλήματος μέσω της ομοσπονδίας να περάσει στα χέρια των πολλών.
Η σειρά εξιστορεί επίσης τη ζωή δυο ποδοσφαιριστών, του Arthur Kinnaird ενός γόνου αριστοκρατικής οικογένειας που ήταν και πολυνίκης του FA Cup. Ο Arthur έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο ενώ ήταν στο σχολείο «Cheam» και ήταν αρχηγός της σχολικής ομάδας το 1859 σε ηλικία 12 ετών. Συνέχισε να παίζει ποδόσφαιρο στο κολέγιο «Eton», κερδίζοντας το House Cup το 1861. Ως παίκτης, ο Kinnaird είχε ένα αξιοσημείωτο ρεκόρ στο Κύπελλο FA. Έπαιξε σε εννέα τελικούς του θεσμού από τους οποίους κέρδισε του πέντε. Και του Fergus “Fergie” Suter , που ήταν γιος ενός βιομηχανικού εργάτη και ποδοσφαιριστή που θα γίνει μαζί με τον Jimmy Love οι δυο πρώτοι αμοιβόμενοι ποδοσφαιριστές στην Αγγλία. Ο Suter «εγκαταλείπει» την Γλασκώβη για να παίξει για την Darwen και την Blackburn Rovers.
Η σειρά λοιπόν μέσα στα έξι καλογυρισμένα επεισόδια της, προσπαθεί χωρίς να κουράζει, εξιστορεί αυτό που ο Bourdieu όρισε ως «habitus». Mια θεωρία που οι έννοιες της διάκρισης του πεδίου της έξης και της ψυχαγωγίας στον αθλητισμό, εντάσσουν οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και σωματικούς παράγοντες. Ο Bourdieu υιοθετώντας τις απόψεις του Elias περί διαδικασίας εκπολιτισμού, υποστηρίζει ότι η «κανονικοποίηση» των παιχνιδιών κυρίως του ποδοσφαίρου και της πυγμαχίας, συνδέεται με κοινωνικές πρακτικές κυριαρχίας ώστε να υπάρξει ένα διευθετημένο ρυθμιστικό πλαίσιο σύγκρουσης.
Andy Capp
Υπό τους ήχους: Τhe Pogues – Dirty Old Town
[1]. Dunning E., Elias N., Sport et civilisation: La violence maîtrisée.
[2] Νόρμπερτ Ελίας και Έρικ Ντάνινγκ, Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, μτφρ. Σ. Χειρδάρη, Γ. Κακαρούκα. Δρομέας, Αθήνα, 1998.
[3]Στο ίδιο.
[4]Ν. Ελίας και Ε. Ντάνινγκ, Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος, σ. 46.