Περί του καλύτερου (;) παιχνιδιού του αιώνα, μέρος δεύτερο λοιπόν. Ευχαριστούμε πολύ όσους και όσες ασχολήθηκαν και έκαναν τον κόπο να συνεισφέρουν με τη γνώμη τους στην προσπάθεια των συντακτών του περιοδικού να δώσουν ένα χαρακτηρισμό για το ματς της Barca με την Παρί. Παρακάτω φιλοξενούμε τις γνώμες του Δημήτρη Βούρη, Ανδρέα Κίκηρα και της Λένας Δελβερούδη.
Σκόρπιες σκέψεις για το BFC-PSG
Γράφει ο Δημήτρης Βουρής
Στην αρχή δεν έδωσα σημασία στο γεγονός ότι οι δύο ομάδες συνδέονται με το Κατάρ. Σκέφτηκα πως για τους Παριζιάνους ήρθε η ώρα να αποδείξουν αν όντως έχουν κάνει το μεγάλο βήμα μπροστά και για τους Καταλανούς ότι παραμένουν στα κορυφαία κλαμπ. Η δεύτερη σκέψη είχε να κάνει με τους Καταριανούς και την συγκυρία να κληρωθούν αντιμέτωπες οι δυο ομάδες που στηρίζουν – καλή ή κακή, μόνο αυτοί το γνωρίζουν. Δεν υποστηρίζω καμία από τις δύο, άρα οι σκέψεις σταμάτησαν εκεί…
Αν με κάλυψαν τα παιχνίδια; Ναι και Όχι. Η θετική απάντηση αφορά το θέαμα και η αρνητική τις τακτικές.
Ναι, γιατί ήταν δύο παιχνίδια με συνολικά 11 γκολ και αν εξαιρέσουμε τα δύο πέναλτι, όλα ήταν «γκολάρες», είτε σε επίπεδο εκτέλεσης, είτε σε επίπεδο έμπνευσης και συνεργασίας. Δεν θυμάμαι άλλο ζευγάρι αγώνων που να έχει τόσα πολλά όμορφα γκολ.
Ναι, γιατί στο πρώτο παιχνίδι είδαμε το φόβητρο Barcelona να διασύρεται και στο δεύτερο να επανέρχεται από την Κόλαση και στο τέλος να τη γλιτώνει. Ιστορίες για τα εγγόνια.
Όχι, γιατί αυτό που είδαμε δεν είναι το ποδόσφαιρο που περιμένω στη φάση των ’16. Και στα δυο, «έλειπαν» οι φιλοξενούμενοι, επομένως, σε επίπεδο τακτικής, δεν μπορεί να γίνει σοβαρή κουβέντα. Στο πρώτο ματς, «ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες» και η PSG πέτυχε μια νίκη που κανείς δεν περίμενε (και μάλιστα με μόλις 43% κατοχή, αλλά με πολύ ουσιαστική παρουσία στο γήπεδο), ενώ στο δεύτερο ματς καμία ομάδα δεν είχε σχέδιο να παίξει ποδόσφαιρο: η μεν Barcelona μπήκε με το γκάζι στο τέρμα και όπου βγάλει, για τη δε PSG ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι τρικυμία είχαν όλοι στο μυαλό τους. Τι να συζητήσεις άλλωστε για ένα παιχνίδι, που ο τερματοφύλακας της PSG είχε την περισσότερη κατοχή μπάλας από κάθε άλλο συμπαίκτη του (!), ο οργανωτής Verrati είχε λιγότερες ακριβείς πάσες από τον αντίπαλο keeper (Ter Stegen) (!!) και στο τελευταίο δεκάλεπτο οι Γάλλοι άλλαξαν 3 πάσες (!!!).
Για το after match «show»; Τρία σχόλια.
Πρώτον, δε μου αρέσουν οι συνομωσίες και έτσι δε θεωρώ ότι ήταν στημένο. Αν υπάρχουν βάσιμες υποψίες στησίματος, θα το ελέγξουν οι αρμόδιοι. Αλλά, τα πέναλτι, συγγνώμη δεν είναι καν ένδειξη. Ο διαιτητής ήταν κακός, κατώτερος της περίστασης, αλλά δε θεωρώ ότι ήταν «στημένος». Διαβάζω κι ακούω για τα πέναλτι, αλλά ο κάθε διαιτητής θα τα έδινε. Και στα δύο, ο διαιτητής βλέπει παίχτες να πέφτουν και την μπάλα να μην αλλάζει πορεία, επομένως «αντιλαμβάνεται» επαφή και εκτροπή πορείας του επιτιθέμενου, χωρίς ο αμυντικός να βρίσκει την μπάλα – και σφυρίζει πέναλτι. Αν είχε λάθος θέση και κατάληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ας τον κρίνουν οι ανώτεροί του.
Ας το δούμε και λίγο διαφορετικά… (ανοίγει παρένθεση)…
Η Barcelona συνεχίζει με επιτυχία αυτό που ξεκίνησε στα early 90s η Manchester United, και συνέχισε επίσης με επιτυχία η Real Madrid περίπου μια δεκαετία αργότερα. Όλες τους μετέφεραν το ποδόσφαιρο σε άλλο «γήπεδο» (η καθεμία βασισμένη στις δικές της αρχές και άξιες) και αυτό ήταν το γήπεδο των (παγκόσμιων) αγορών. Η Man.Utd πρόλαβε όχι ένα, άλλα δύο τρένα: της νεοσύστατης Premier League και του επίσης νεοσύστατου Champions League και σε συνδυασμό με τη φουρνιά παιχτών εκείνης τη περιόδου κατάφερε να κυριαρχήσει στη πρώτη και να κατακτήσει το δεύτερο κάποια χρόνια αργότερα. Κυρίως όμως κατάφερε να πάει σε όλο τον κόσμο. Η Real Madrid με την προμετωπίδα των Galacticos και η Barcelona με αυτή της Masia απλά συνεχίζουν αυτή την προσέγγιση. Η τελευταία μάλιστα έχει πλέον γραφεία σε Νέα Υόρκη και Hong Kong, ενώ θα ανοίξει και στο Sao Paolo – ξεκάθαρη ένδειξη ότι πάει να «πιάσει» όλες της Ηπείρους, είτε με σχολεία-φυτώρια, είτε με εμπορικές συμφωνίες είτε, είτε, είτε… Το concept είναι ένα: η βιωσιμότητα του brand δεν μπορεί να εξαρτάται από το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Με άλλα λόγια, το brand θα συνεχίσει να μεγαλώνει, είτε χάσουμε είτε κερδίσουμε (κλείνει η παρένθεση…)
Δεύτερο, το να στήσει μια ομάδα παιχνίδι σε αυτό το επίπεδο είναι αστείο, δεδομένου ότι έχει πολλά περισσότερα να χάσει, παρά να κερδίσει. Τα παραδείγματα της Juventus και της Marseille δείχνουν πόσο κοντά στην καταστροφή μπορεί να φτάσει ένας σύλλογος σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Τρίτο, σχετικά με την κόντρα που ξέσπασε μετά το ματς σε fora και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Να πω ότι εδώ στην Ιρλανδία δεν ασχολήθηκε κανείς με διαιτησία (είχαμε και rugby την Παρασκευή), ενώ στη Βρετανία τα σχόλια ήταν χλιαρά (ίσως ήταν περισσότερα αν στη θέση της PSG υπήρχε αγγλική ομάδα). Ωστόσο, ούτε οι ίδιοι οι Γάλλοι έμειναν στις διαιτητικές αποφάσεις. Από αυτά που διάβαζα, μου δόθηκε η εντύπωση ότι στην Ελλάδα βρήκαμε θέμα να ασχολούμαστε και δίναμε και προεκτάσεις περί στημένου διαιτητή και σχέσεων UEFA-Barcelona… Και γιατί να μην είναι στημένοι οι παίχτες της PSG, έτσι όπως έπαιξαν; Και με το ίδιο (ηλίθιο) σκεπτικό, γιατί να μην είναι στημένοι οι παίχτες της Barcelona ο πρώτο ματς; Ή μήπως εκεί βόλευε ότι θύμα ήτα το «θηρίο», και έβγαιναν και «ωραία» – χυδαία λογοπαίγνια με το «4» και τον άγιο που γιόρταζε εκείνη τη μέρα; Το αστείο είναι ότι δεν είδα φίλους της PSG να τσακώνονται με αυτούς της Barcelona, αλλά… όλους με όλους! Απίστευτο, όμως κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει, πιστεύω…
Ποιο Τσ. Λ.; Μόνο Γιουρόπα…
Γράφει ο Ανδρέας Κίκηρας
Να πω τη μαύρη αλήθεια… τη μεγάλη ανατροπή δεν την είδα λάιβ γιατί μετά το 3-1 του Καβάνι… με πήρε ο ύπνος. Δεν έχω και το παραμικρό δέσιμο με καμία από τις δύο ομάδες. Εννοείται ότι όταν ξύπνησα κι άκουσα τι έγινε έψαξα γρήγορα να το δω. Και νομίζω ότι με αυτόν τον “γορίλα” που δόθηκε για πέναλτι, στο χρονικό σημείο που δόθηκε (ξέχνα όλα τ’ άλλα), μιλάμε μόνο για τη μεγαλύτερη αβαβά/σπρωξιματική ανατροπή του αιώνα. Γιατί είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς το σφύριγμα δεν θα συνέβαινε. Και οι παριζιάνοι θα το γλεντούσαν, και θα ‘ταν οι ψυχάρες που άντεξαν, ακόμα και με το 5-1. Τώρα γιατί τους έκραξαν οι δικοί τους, νομίζω ότι στις ομάδες αυτού του στιλ τα ματς έχουν γίνει πια σαν τα πάρτι των ζαπλουσιόπαιδων – όλοι τους υποδύονται ότι περνούν τέλεια, κι αν κάτι στραβώσει αρχίζουν τις υστερίες. Οκ, είναι μπανάλ να ξεψειρίζεις κάθε σφύριγμα του κόρακα, αλλά όταν αυτός φτάνει σε επίπεδα Καλόπουλου (ή Ζλατάνου για να μη φανώ κακεντρεχής), απλά δεν αξίζει να ασχολείσαι και πας παρακάτω. Δεν είμαι σίγουρος ότι στα εξωτερικά προσπερνούν έτσι εύκολα τα διαιτητικά, νομίζω ότι πάνω-κάτω τα σχολιάζουν όπως κι εδώ, απλά υπάρχει και εκεί εδραιωμένη σαν άποψη το «μην ασχολείστε, χαρείτε το θέαμα» -μέχρι να θιχτούν τα δικά μας συμφέροντα. Πάνω σε αυτό νομίζω ότι τύποι π.χ. σαν τον Αλσατό κάτι παραπάνω ξέρουν: «η ανατροπή της Μπαρτσελόνα έδειξε τη σημασία δύο βασικών παραγόντων σε τέτοιου είδους ματς, του διαιτητή και των πολύ μεγάλων παιχτών»(μια μέρα μετά το δικό του παραλήρημα ενάντια στον Σιδηρό).
Γενικά νομίζω, όπως αρκετοί ακόμα, ότι το Τσ. Λ. όσο κι αν φαίνεται να γιγαντώνεται, στην ουσία αφορά όλο και λιγότερο κόσμο. Σαν υπόδειγμα της οικονομίας του άπληστου κεφαλαίου, η αστεράτη διοργάνωση σκάβει η ίδια τον λάκκο της, έχοντας επηρεάσει δραματικά το ξεχείλωμα των διαφορών στις περισσότερες ευρωπαϊκές λίγκες. Ακόμα χειρότερα, λειτουργεί όλο και πιο ψυχαναγκαστικά, επιβάλλοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την παρουσία συγκεκριμένων ομάδων, τόσο στα αρχικά, αλλά πολύ περισσότερο στα προχωρημένα της στάδια. Μπάγερν, Ρεάλ, Μπαρτσελόνα, με ολίγη Παρί, Γιουβέντους, Ατλέτικο και Ντόρτμουντ, και τους Άγγλους παράμερα αφού όπως παντού έτσι κι εδώ έχουν τη δικιά τους λογική, κερδίζοντας πολλαπλάσια πουλώντας την Πρέμιερσιπ, άρα δεν το πολυέχουν ανάγκη. Δείτε και πόσο παράταιρη φάνηκε φέτος η παρουσία της Λέστερ εκεί. Κι αν βρεθεί κάνας Άραβας, Κινέζος, Ρώσος κ.λπ. μεγιστάνας, να φυτέψει ένα κλαμπ ανάμεσα στα άλλα, τότε κάπου μπορεί να υπάρξει μια ανακατανομή –σε βάρος του σχετικά πιο αδύναμου προφανώς. Το πιο ενοχλητικό μέσα σε όλα αυτά είναι όταν οι πιο αδηφάγοι κολοσσοί προσπαθούν να πουλήσουν και ιδεολογία –βλέπε προφανώς την Μπάρτσα.
Με αυτή την έννοια προτιμώ σίγουρα το Γιουρόπα –σαφώς πιο ανοιχτό και πολυσυλλεκτικό, κι ας το έπαιρνε η ίδια ομάδα 3 χρόνια τώρα, αρκεί κανείς να δει από πόσες χώρες είναι οι σύλλογοι που έχουν φτάσει μέχρι τους 8 την τελευταία δεκαετία. Και μόνο ότι δίνει δικαίωμα συμμετοχής στον κυπελλούχο –άρα και δυνητικά σε μια ερασιτεχνική ομάδα- το κάνει πιο αυθεντικά ποδοσφαιρικό. Στην Ουέφα θα ανατρίχιαζαν στην προοπτική να συμπεριλάβουν έναν φίτσο στο Τσ. Λ. που θα τύχαινε να πάρει την κούπα στο εγχώριό του κύπελλο, κι ας είναι πολύ πιο «Τσάμπιον» μια ομάδα που έχει όντως σηκώσει τρόπαιο σε σύγκριση με τον 3ο ή τον 4ο μιας μεγάλης λίγκας. Μια και το φερε η κουβέντα στο Γιουρόπα, ακόμα και το να βλέπεις γήπεδα γεμάτα λακκούβες σαν αυτό της Ροστόφ την περασμένη Πέμπτη, έμοιαζε σχεδόν ανακουφιστικό.
Αλλά μια και τό φερε η κουβέντα και στο κύπελλο, στην παραδοσιακά πιο δημοκρατική νοκ-άουτ διοργάνωση, κάπου φαίνεται σιγά-σιγά να καθιερώνεται η λογική που εκπορεύεται από το Τσ. Λ., να σπρωχτούν τα πράγματα, πώς να μείνουν οι ισχυροί μέσα για να δούμε τις μεγάλες κόντρες –τα πιο εμπορικά δηλαδή ματς- στο τέλος. Κι έτσι το συνδέω με τα καθημάς, το φάιναλ-φορ που προέκυψε φέτος στο εγχώριο κύπελλο, όπως πήγε να γίνει και πέρσι σπάζοντας στο τσακ, κάπου (μου) φάνηκε να υπάρχει μια πρεμούρα γι’ αυτό.
Και το θέμα είναι ότι ένα σημαντικό κομμάτι του κοινού –και κυρίως μέσα από το μεγαλύτερο μέρος του, τους τηλεθεατές- μοιάζει να συναινεί σε αυτό, με κάποιον τρόπο να παραγγέλνει δηλαδή τις λεγόμενες ματσάρες, για να τις συνοδέψει με ουισκάρες και στοιχήματα μέχρι αράουτ. Με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει για την αξιοπιστία του «προϊόντος». Προς το παρόν η τάση αυτή φαίνεται να επιβάλλει τη θέλησή της. Μην ξεχνάμε πάντως ότι αυτό το «στοχευόμενο κοινό» εύκολα μπορεί να γράψει στα παπάρια του το ποδοσφαιρικό υπερθέαμα, αν τύχει παραδίπλα και παίζει κάνα Σαρβάιβορ (βλέπε και σχετικές τηλεθεάσεις).
Μπαρτσελόνα-Παρί Σεν Ζερμέν: από τη μεριά του χαμένου
Γράφει η Λένα Δελβερούδη
Στις 3 Οκτωβρίου 1984 η FC Metz βρίσκεται στη Βαρκελώνη για τη ρεβάνς του πρώτου γύρου του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Το πρώτο ματς στη Γαλλία είχε λήξει 2-4 υπέρ των Καταλανών. Η ρεβάνς μοιάζει να έχει διαδικαστικό χαρακτήρα, το Καμπ Νου είναι μισοάδειο, ο Μπερντ Σούστερ δηλώνει προκλητικά ότι θα προσφέρει δώρο στους Γάλλους από ένα ζαμπόν για να μη φύγουν με άδεια χέρια από την Καταλονία. Την παραμονή το βράδυ, οι παίκτες της Μες κάνουν κανονικά τη βόλτα τους στις Ράμπλας, και την άλλη μέρα, ήδη στο 33΄, χάνουν με 1-0.
Το ματς θα μπει στη μυθολογία της remontada. Η ταπεινή Μες θα κερδίσει μέσα στο Καμπ Νου 1-4 και θα προκριθεί. Το μουστάκι του Σλοβένου (τότε Γιουγκοσλάβου) Τόνι Κούρμπος, ο οποίος έβαλε τρία γκολ και προκάλεσε ένα αστείο αυτογκόλ, θα εισέλθει στον χώρο του μύθου. Και τίποτε δεν θα τον διώξει από κει, ούτε το ματς που παρακολουθήσαμε την προηγούμενη Τετάρτη, το 6-1 της Μπαρτσελόνα επί της Παρί Σεν Ζερμέν.
Η ανατροπή του 1984 ήταν η νίκη του ρομαντικού ποδοσφαίρου, μια ομάδα άγνωστων επαρχιωτών απέκλεισε μια από τις μεγαλύτερες ομάδας του πλανήτη –η οποία δεν βρισκόταν, βέβαια, στα καλύτερά της–, χωρίς τη βοήθεια της διαιτησίας, χωρίς βουτιές στη μικρή περιοχή, χωρίς τις γνωστές υποψίες για εύνοια στην πιο εμπορική ομάδα, ίσα ίσα. Όπως είπε ένας παίκτης της Μες, όταν το βράδυ μετά τη νίκη, είδε τους Καταλανούς να ξεπαρκάρουν τα πανάκριβα αυτοκίνητά τους και τα συνέκρινε με το δικό του, μια Σιτροέν: ήταν η νίκη του Ντεσεβό επί της Φεράρι. Υπήρχε μια ιστορία όπου νικάει ο ταπεινός, μπορούσαμε να ταυτιστούμε.
Όταν η κλήρωση του Τσάμπιονς Λιγκ έφερε αντιμέτωπες την Μπαρτσελόνα και την Παρί Σεν Ζερμέν για τρίτη φορά σε πέντε χρόνια, κι όχι στα προημιτελικά αυτή τη φορά, αλλά σε πιο πρόωρο στάδιο του τουρνουά, οι φίλοι της παρισινής ομάδας ένιωσαν την καρδιά τους να σφίγγεται. Ειδικά φέτος, που από την αρχή της χρονιάς, η ΠΣΖ έμοιαζε να ψάχνει τον βηματισμό της. Νέος προπονητής, ο Ουνάι Έμερι, μεταγραφές φιλόδοξες αλλά με κανέναν τρόπο τόσο εντυπωσιακές όσο υπήρξαν πριν μερικά χρόνια αυτές του φευγάτου πια Ιμπραΐμοβιτς, του Τιάγο Σίλβα, του Καβάνι και του Ντι Μαρία, προβλήματα τραυματισμών των δυο πιο ταλαντούχων παικτών της, των δυο εραστών της μπάλας, της ντρίπλας και του τούνελ Μάρκο Βεράτι και Χαβιέρ Παστόρε, πολλά στραβοπατήματα στο πρωτάθλημα, όπου η ομάδα ψαχνόταν κάπου ανάμεσα στην δεύτερη και τρίτη θέση. Χωρίς αμφιβολία, οι φιλοδοξίες για πρόκριση υπήρξαν περιορισμένες αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Όπως έμαθαν με τον χειρότερο τρόπο οι Παριζιάνοι, δεν υπάρχει σκληρότερο πράγμα από την ελπίδα. Το πρώτο, υποδειγματικό ματς, το ονειρεμένο 4-0 στο Παρκ ντε Πρενς με τα άγνωστα πιτσιρίκια των ακαδημιών να σβήνουν τον Μέσι και τον Νεϊμάρ, το ματς που έμοιαζε να εγκαινιάζει, επιτέλους, μια νέα εποχή στο πρότζεκτ του Κατάρ για την Παρί, θα μείνει για πάντα στη συλλογική μνήμη ως η πρώτη πράξη ενός εφιάλτη –τι άδικο!
Για τους φίλους της μπάλας, γενικότερα, τα κακά νέα είναι άλλα. Η καριέρα του Έμερι στην Παρί έχει σοβαρές πιθανότητες να βρίσκεται κοντά στο τέλος της. Οι κριτικές στο πρόσωπό του είχαν αρχίσει από την πρώτη στιγμή που ήρθε, ίσως και νωρίτερα. Για όσους αγνοούν την πραγματικότητα του γαλλικού ποδοσφαιρικού μικρόκοσμου: στη Γαλλία κυκλοφορεί μια και μοναδική αθλητική εφημερίδα, η Εκίπ, υπάρχουν όμως αρκετοί τηλεσχολιαστές, δημοσιογράφοι, άνεργοι προπονητές ή παλιές δόξες της μπάλας –οι δύο τελευταίες ιδιότητες συχνά συνυπάρχουν– οι οποίοι σπανίως συζητούν για τη διαιτησία, κι όταν το κάνουν είναι ακροθιγώς, ακόμη κι όταν υπάρχει σοβαρός λόγος, καληώρα προχτές, αλλά έχουν δημιουργήσει ένα κατεστημένο, ιδιαίτερα συντηρητικό απέναντι στους ξένους προπονητές που «έρχονται και παίρνουν τις δουλειές μας». Έτσι, σφοδρές κριτικές του τύπου «απατεώνας» συνόδεψαν στοργικά προπονητές όπως ο Μαρσέλο Μπιέλσα ή ο Κάρλο Αντσελότι, οι οποίοι έφυγαν σχεδόν ως αποτυχημένοι – ο Μπιέλσα ετοιμάζεται να ξαναγυρίσει, είναι γνωστός ξεροκέφαλος. Σιγά μη γλίτωνε ο Έμερι. Όχι ότι οι επιλογές του υπήρξαν αλάνθαστες. Η επιμονή του, για παράδειγμα, στον Λούκας Μόρα, ο οποίος συχνά δίνει την εντύπωση ότι τρέχει άσκοπα στο γήπεδο σαν αποκεφαλισμένο κοτόπουλο, ή η ατυχής αλλαγή του ευφυούς επιθετικού Ντράξλερ με τον ελαφρόμυαλο αμυντικό Οριέ που έτυχε να είναι αυτός που άφησε αμαρκάριστο τον Σέρζι Ρομπέρτο στο 95΄.
Τα τρία από τα έξι γκολ, όμως, μπήκαν από ατομικά λάθη και ο Ντι Μαρία που μπήκε αλλαγή του Λούκας υπήρξε μοιραίος καθώς έχασε ευκαιρία να κάνει το 3-2, επιλέγοντας να μη δώσει στον Καβάνι –ενδεχομένως για να μη χάσει την ευκαιρία να κάνει τον γνωστό πανηγυρισμό-καρδούλα.
Κυρίως, η θλίψη, η ντροπή, αυτό που η Εκίπ ονόμασε «αχαρακτήριστο», inqualifiable –που σημαίνει και «αδύνατον να προκριθεί» και που είχε χρησιμοποιηθεί ξανά σε μια παρόμοια εθνική τραγωδία το 1994– είναι η εικόνα μιας ομάδας, παικτών εκατομμυρίων, που, αν εξαιρέσει κανείς τον Καβάνι, έμοιαζαν λαγοί τυφλωμένοι από τα φώτα, μουδιασμένοι, ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να περιμένουν το σφύριγμα της λήξης, σαν υπάλληλοι σε βάρδια. Ο αποκλεισμός φάνταζε τόσο απίθανος που κανείς δεν κατέβηκε με σκοπό να τον αποφύγει. Η ρεβάνς ήταν διαδικαστική, σχεδόν όπως 33 χρόνια πριν, στο Μπερναμπέου πάλι, όταν ο Σούστερ έταζε ζαμπόν στους άσημους συναδέλφους του από το Μες. Μόνο που αυτή τη φορά, κανείς δεν οδηγούσε Ντεσεβό.
[…] See more at: http://www.humbazine.gr/index.php/blog/barca-vs-paris-part-2/#sthash.IjK2Pf1m.dpuf […]