Ο Τζεζουάλντο Μπουφαλίνο, ιταλός συγγραφέας του 20ού αιώνα, έλεγε ότι όποιος πάει στο γήπεδο για να κοιτάει τους οπαδούς, θα πρέπει να θεωρείται ένας κοινωνιολόγος. Μια από τις θεωρίες της κοινωνιολογίας του οπαδισμού επιβεβαιώνει αυτή την ιδέα: ανέκαθεν υπήρχε μια στενή σχέση ανάμεσα σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο και την κοινωνία που πηγαίνει σε αυτό. Αντικατοπτρίζονται ο ένας στον άλλον. Και το να μιλήσει κανείς για τη Νάπολη [η πόλη, σ.τ.μ.] και τη Νάπολι [η ποδοσφαιρική ομάδα, σ.τ.μ.] είναι ίσως η καλύτερη μεταφορά για να μιλήσει για τον Μαραντόνα. Όπως και ο Μαραντόνα γίνεται το μέσο για να κατανοήσουμε πολλές διφορούμενες όψεις της πόλης που βρίσκεται στους πρόποδες του Βεζούβιου και για τους κατοίκους της.
Κανείς μπορεί να μην πιστεύει όλα τα κλισέ για τον ρομαντικό έρωτα, εκείνον για τον οποίο μιλάνε μυριάδες βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες. Κανείς μπορεί να μην πιστεύει στο πεπρωμένο, αλλά η σχέση που συνέδεσε τον Μαραντόνα με τη Νάπολη είναι ό,τι κοντινότερο μπορεί να υπάρξει στον παθιασμένο έρωτα αυτού του είδους.
Μετά από ένα μακροχρόνιο φλερτ στην ποδοσφαιρική αγορά, το κεραυνοβόλημα ήρθε στις 5 Ιουλίου του 1984. Όταν ο Ντιέγκο ανέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι της καταπακτής του σταδίου «Σαν Πάολο», το στάδιο που τώρα φέρει το όνομά του, τον κτύπησε στο πρόσωπο το έντονο καλοκαιρινό φως και όλη η άμεση, παράφρονα και τεράστια αγάπη των κατοίκων της Νάπολης, οι οποίοι συνέρρευσαν μαζικά στο γήπεδο για την παρουσίασή του. Σε μια περίοδο που συχνά οι θεατές ξεπερνούσαν κατά πολύ την κανονική χωρητικότητα των γηπέδων, χωρίς κανείς να μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα, οι υπολογισμοί κυμαίνονται από το μετριοπαθή και αληθοφανή αριθμό των 60.000 θεατών μέχρι τους τουλάχιστον 80.000.
Για να καταλάβει κανείς το ιστορικό πλαίσιο, μιλάμε για μια εποχή που, συνηθισμένοι από τη μακρά περίοδο της οικονομικής άνθισης και, πιθανά, για να γλύψουν τις πληγές των «χρόνων του μολυβιού», οι Ιταλοί συνέχιζαν να συντηρούν έναν τρόπο ζωής που πλέον δεν συμβάδιζε με την οικονομική ανάπτυξη που πλέον γνώριζε μια επιβράδυνση. Οι δαπάνες και ο δανεισμός εκείνης της περιόδου θα οδηγούσαν, τις επόμενες δεκαετίες, την Ιταλία στο χείλος της κρίσης και το ποδόσφαιρο στη χρεοκοπία. Όπως συνέβη σε πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της Νάπολι, οι οποίες αναγκάστηκαν να ξαναρχίσουν από τις μικρές κατηγορίες αφού χρεοκόπησαν. Εκείνη την εποχή, όμως, όλοι ζούσαν μέρα με τη μέρα με μια δόση μοιρολατρίας, χωρίς να σκέφτονται το μέλλον. Το ίδιο συνέβαινε και στον κόσμο του ποδοσφαίρου, το οποίο, μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλου του 1982 από την Ιταλία, ανυψώθηκε σε μαζικό προϊόν και οι παρουσίες στις ποδοσφαιρικές συναντήσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα: οι συνολικοί θεατές των αγώνων της Serie A [Α΄ Εθνική, σ.τ.μ.] αυξήθηκαν σταδιακά από 6,6 εκατομμύρια το 1980 σε 9 εκατομμύρια τη σεζόν 1988-89 (και σχεδόν τα 10 εκατομμύρια μερικές χρονιές αργότερα).
Περισσότερες νίκες σε διεθνές επίπεδο, περισσότεροι θεατές, περισσότερα χρήματα, περισσότερα φαραωνικά συμβόλαια τροφοδοτούσαν το ένα το άλλο σε μια διαρκή οικονομική γιγάντωση που έμοιαζε δίχως τέλος και η οποία προσέλκυσε τους καλύτερους ποδοσφαιριστές απ’ όλον τον κόσμο. Η περίπτωση του Μαραντόνα, ωστόσο, ήταν μια από τις πιο συνταρακτικές, ένας συνδυασμός ευτυχών συμπτώσεων που οδήγησε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών να φορέσει τη φανέλα μιας ομάδας που βρισκόταν στις παρυφές της ποδοσφαιρικής αυτοκρατορίας. Μια ομάδα που δεν είχε κερδίσει τίποτα, επειδή, πάντα στη λογική του καθρέπτη, εκπροσωπούσε μια πόλη της καθυστερημένης και φτωχής Νότιας Ιταλίας που απείχε πολύ από τον εκβιομηχανισμένο Βορρά. Μια πόλη που με τεράστια δυσκολία προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της μετά τον σεισμό του 1980, ο οποίος παραλίγο να την καταστρέψει ολοκληρωτικά.
Ο Ντιέγκο, μετά την εμπειρία της Μπαρτσελόνα, η οποία, ίσως περισσότερο από την προσωπική παρά την αθλητική σκοπιά, δεν υπήρξε ιδιαίτερα ευτυχής, είχε απαραιτήτως ανάγκη να ξανακτίσει την καριέρα του, βγαίνοντας από την τροχιά του Νούνεζ, ο πρόεδρος-συλλέκτης ποδοσφαιρικών αστέρων της Μπαρτσελόνα, με τον οποίο οι σχέσεις του ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Εντωμεταξύ, σε αυτόν τον πόλεμο θέσεων με την ομάδα, ο Αργεντίνος σούπερσταρ είχε αποκτήσει τη φήμη ενός προβληματικού ποδοσφαιριστή: ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους για την απόκτησή του συγκαταλεγόταν και η Γιουβέντους, η οποία, όμως, είχε ακόμα στο δυναμικό της τον Πλατινί τον οποίο μπορούσε ακόμα να εμπιστεύεται με σταθερότητα. Έτσι, έχοντας βρεθεί σε ένα παράξενο σταυροδρόμι της μοίρας, ο δρόμος του Μαραντόνα διασταυρώθηκε με εκείνη της ομάδας της Νάπολι. Και εάν για τον πρόεδρο της ομάδας Φερλαΐνο αποτέλεσε μια πρόκληση να ποντάρει σε έναν ποδοσφαιριστή που μόλις είχε αναρρώσει από έναν σοβαρό τραυματισμό και ο οποίος είχε προκαλέσει σάλο με διάφορες προσωπικές του περιπέτειες, ο ίδιος ο Μαραντόνα τα έπαιζε όλα κορώνα-γράμματα.
Ο πρώτος αντίκτυπος της μεταγραφής στην Ιταλία δεν ήταν τόσο μεγάλος: πέρα από την σίγουρα σημαντική τεχνική συνεισφορά του «δεκαριού», έπρεπε να δημιουργηθεί η νοοτροπία του νικητή σε μια ομάδα που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε καλλιεργήσει φιλοδοξίες και, στο πεδίο της ψυχολογίας, υπέφερε από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στις ιστορικές μεγάλες ομάδες του Βορρά. Το ίδιο σύμπλεγμα που μπορούσε να καταγραφεί σε ορισμένες συμπεριφορές των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι θρηνούσαν για ένα παρελθόν που, υπαρκτό ή μυθικό, δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Και σίγουρα θα ήταν πιο παραγωγικό να γυρίσουν σελίδα και να συγκεντρώσουν όλο το θάρρος τους για να επιχειρήσουν να αλλάξουν ένα μέλλον που έμοιαζε ήδη προδιαγεγραμμένο.
Μετά την κατάκτηση μιας θέσης στη μέση της βαθμολογίας, μακριά από τις προνομιούχες θέσεις που οδηγούσαν στα ευρωπαϊκά κύπελλα, στο τέλος της πρώτης σεζόν, η Νάπολι έδειξε πράγματι τα δόντια της. Με κάποιες ποιοτικές μεταγραφές και με τη συνήθη αποφασιστική συνεισφορά του Μαραντόνα, η Νάπολι κατέκτησε την τρίτη θέση και την πρόκριση στο Κύπελλο Uefa. Η νοοτροπία και η τεχνική ολόκληρης της ομάδας που καθοδηγούσε ο προπονητής Οτάβιο Μπιάνκι, άρχισε να αλλάζει και η Ναπόλι πλέον απειλούσε τις άλλες μεγάλες ομάδες του Καμπιονάτο. Αυτό ήταν το πρελούδιο της χρονιάς του θριάμβου. Της χρονιάς στην οποία ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έφτασε γνωρίζοντας ότι ήταν πράγματι ο καλύτερος, έχοντας σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο στον ουρανό της Πόλης του Μεξικού. Δεν διέφερε σε τίποτα ο επίλογος ενός πρωταθλήματος, στη διάρκεια του οποίου τόσο η Ίντερ όσο και η Γιουβέντους δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν τον ρυθμό της Νάπολι, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία της στέφθηκε πρωταθλήτρια Ιταλίας. Ένας θρίαμβος στον οποίο μια εβδομάδα αργότερα προστέθηκε και εκείνος του Κυπέλλου Ιταλίας: ένα νταμπλ που μέχρι τότε είχαν πετύχει μόνο η Γιουβέντους και η Μεγάλη Τορίνο που ύστερα βρήκε τραγικό τέλος στο αεροπορικό δυστύχημα της Σουπέργκα. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν και άλλες επιτυχίες: το Κύπελλο Uefa τη σεζόν 1988-89, το δεύτερο πρωτάθλημα τη χρονιά 1989-90, το ιταλικό Σούπερκαπ του 1990. Επιτυχίες που αποτελούσαν επιπλέον αποδείξεις του ποδοσφαιρικού μεγαλείου του Μαραντόνα, της ικανότητάς του να πάρει από το χέρι μια, μέχρι τότε μέτρια, ομάδα και να την καταστήσει νικήτρια, τόσο στην Ιταλία όσο και έξω από αυτήν.
Τα γεγονότα, όμως, δεν μπορούν ποτέ να ξεπεράσουν την ένταση της έκπληξης, της αποκάλυψης ότι είσαι ο απόλυτος νικητής. Με όποιον κι αν μιλήσεις στη Νάπολη θα μιλήσει (στη ναπολιτάνικη διάλεκτο) για «“O” Scudetto», « “ Το” Πρωτάθλημα », σαν να είχαν κατακτήσει μόνο ένα. Εκείνη τη στιγμή ανακάλυψαν το αίσθημα της παντοδυναμίας, του αήττητου. Το ποδόσφαιρο έγινε το μέσο χάρη στο οποίο οι κάτοικοι της πόλης (και με αυτούς, ως έναν βαθμό, οι κάτοικοι ολόκληρου του Νότου) μπόρεσαν να πάρουν τη «ρεβάνς» και να ταπεινώσουν, έστω και μεταφορικά, τον Βορρά, στον οποίο βρίσκονταν υποταγμένοι. Εκείνον τον Βορρά στον οποίον ήταν αναγκασμένοι να μεταναστεύουν σε αναζήτηση εργασίας, υποκύπτοντας στον εκβιασμό και αποδεχόμενοι κατώτερους μισθούς και χειρότερες συνθήκες διαβίωσης από εκείνες των αυτόχθονων. Εκείνον τον Βορρά στον οποίο, την Κυριακή, μπορούσαν να ανταποδώσουν τα ίσα και να πάρουν την εκδίκησή τους στο τερέν για τον υφέρποντα ρατσισμό που, όπως όλοι όσοι κατάγονταν από τον Νότο έπρεπε να υπομείνουν στη διάρκεια της υπόλοιπης εβδομάδας. Στα εργοστάσια, στους δρόμους, τα σπίτια: «Δε νοικιάζουμε σε νότιους», ήταν κάτι που έβλεπες πολύ συχνά στα ενοικιαστήρια εκείνη την εποχή στις πόλεις του Βορρά. Στο συλλογικό φαντασιακό, ο άνθρωπος που κατέστησε εφικτή αυτήν τη ρεβάνς, που πραγματοποίησε τα όνειρα εκατομμύριων ανθρώπων ήταν εκείνος, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.
Η Νάπολη είναι ακόμα μια πόλη που σε κάθε της εκδήλωση εκφράζεται υπερβολικά, ικανή να βυθιστεί στην πιο μαύρη κατάθλιψη και να σαπίζει παθητικά στον λασπώδη βούρκο των ηττών της, αλλά και να επιδείξει εκδηλώσεις χαράς και μεγάλης ανθρώπινης ζωτικότητας στις καλύτερες στιγμές της. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ολόκληρη η πόλη ντύθηκε στα γαλάζια [το χρώμα της Νάπολι, σ.τ.μ.]: σημαίες, πανό, μουράλες, ακόμα και αυτοκίνητα που άλλαξαν χρώμα για την περίσταση. Μια ατελείωτη έκσταση που κράτησε μέρες. Έχει μείνει στα χρονικά το σύνθημα που γράφτηκε έξω από το κοιμητήριο της πόλης: «Δεν ξέρετε τι χάσατε…», ένας τρόπος, στο όρια ανάμεσα στην ιεροσυλία και την «πλάκα», για να γίνουν συμμέτοχοι των πανηγυρισμών ακόμα και πεθαμένοι.
Σε ένα μέρος που όσο κανένα άλλο στην Ιταλία διατηρεί ακόμα μια αίσθηση του μαγικού, το ιερό και το βέβηλο απέκτησαν υλική διάσταση σε ορισμένα αναθηματικά εκκλησάκια που τοποθετήθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης. Μικρές κόγχες στο εσωτερικό των σπιτιών που, σύμφωνα με την καθολική παράδοση, συνήθως ήταν αφιερωμένες στους άγιους-προστάτες, αλλά οι οποίες, μπροστά σε ένα θαύμα τόσο μεγάλων διαστάσεων, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν για να αφήσουν τη θέση τους στην εικόνα του «D10s» [«Θεός», σ.τ.μ.]. Αλλά και στα μαγειρεία, στα μπαρ και τα καταστήματα του κέντρου και των ιστορικών συνοικιών της πόλης σταδιακά διαμορφωνόταν μια ανοιχτή λειψανοθήκη που κανείς μπορεί να θαυμάσει ακόμα και σήμερα. Μια λειψανοθήκη στην οποία φυλάσσονταν φωτογραφίες, φανέλες, αυτόγραφα, τούφες από μαλλιά ή οποιοδήποτε άλλο ενθύμιο από τον μεγάλο σταρ της Νάπολι μπορεί να βάλει κανείς με το νου το, το οποίο διατηρούταν σαν να ήταν ένα ιερό κειμήλιο, ικανό να μεταδώσει δύναμη ή να προστατέψει από τις δυνάμεις του Κακού, σύμφωνα με λαϊκές πεποιθήσεις διαποτισμένες από αφέλεια αλλά και από αγάπη και αναγνώριση. Η αγάπη προς τον Μαραντόνα δεν εξαντλούταν στις έμμεσες εκδηλώσεις, γι’ αυτό και τα χρόνια αμέσως μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, στο ληξιαρχείο της Νάπολης δηλώθηκε ένα μεγάλος αριθμός παιδιών στα οποία έδιναν το όνομα Ντιέγκο ή Ντιέγκο Αρμάντο. Υπήρξε μάλιστα και κάποιος κύριος ονόματι Αντόνιο Μολίκα που έδωσε στον γιο του το όνομα Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα Μολίκα, αδιαφορώντας για τη μοίρα στην οποία είχε καταδικάσει τον γιο του: στη κοινότοπη ερώτηση «Πώς σε λένε;», πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν την απάντηση «Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα»; Προφανώς, η τάση αυτή σύντομα ξεπέρασε τα όρια της πόλης και του νομού και έφτασε σε όποια γωνιά της γης υπήρχε μια ισχυρή παρουσία ναπολιτάνων. Ίσως οι πιο προσεκτικοί φίλοι του ποδοσφαίρου να θυμούνται τον Κοντέντο, πρώην αριστερό μπακ της Μπάγιερν Μονάχου και Γερμανός δεύτερης γενιάς, που το όνομά του είναι Ντιέγκο Αρμάντο.
Εάν στο μυαλό των ναπολιτάνων η κατάκτηση ενός πρωταθλήματος μπορεί να επισκιάσει όλα τα υπόλοιπα, κατά τον ίδιο τρόπο η αρχική εικόνα του Ντιέγκο αποκρύπτει τις χειρότερες πλευρές του, όλες τις καταχρήσεις του, όλα τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, τα προσωπικά προβλήματά του ή τα προβλήματα του με τη δικαιοσύνη. Σήμερα, ο αθλητικός τύπος της Ιταλίας έχει μεταβληθεί σε σκουπίδι και δεν διαφέρει σε τίποτα από τις χειρότερες σκανδαλοθηρικές φυλλάδες, αλλά πριν από τον ερχομό του Μαραντόνα στη Νάπολη, οι αθλητικές εφημερίδες ασχολούνταν ελάχιστα ή και καθόλου με την ιδιωτική ζωή των ποδοσφαιριστών. Όλα άλλαξαν με τον Αργεντίνο, και ακόμα περισσότερο με τη διόγκωση του μύθου του: πολύ σύντομα άρχισαν να γράφουν για τα νυχτερινά κατορθώματά του, για την παρουσία του στις γιορτές ανθρώπων του υποκόσμου, για τις εξωσυζυγικές σχέσεις τους μέχρι τη γέννηση ενός νόθου γιου ή τις υποψίες για τη χρήση κοκαΐνης που από φήμη έγινε βεβαιότητα και επέφερε τον αποκλεισμό που οδήγησε στο τέλος της ιστορίας αγάπης του με τη Νάπολη. Και οποίος είχε ως αποτέλεσμα και το τέλος της καριέρας του, παρά τις προσπάθειες για έναν νέο ξεκίνημα, πρώτα στη Σεβίλλη και μετά στην Αργεντινή.
Κι όμως, στη Νάπολη κανείς δεν τον έψεξε για όλα αυτά, οι ναπολιτάνοι πάντοτε τον υπερασπίστηκαν και τον αγάπησαν σαν να ήταν παιδί τους, κι ας ήταν το πιο προβληματικό μέλος της οικογένειας. Στον Ντιέγκο που δεν θέλησε να αναγνωρίσει το γιο του που γεννήθηκε εκτός γάμου, όλοι αντιπαραβάλλουν τον Ντιέγκο που, κόντρα στην άποψη του προέδρου, πλήρωσε από την τσέπη του τα ασφάλιστρα για να αγωνιστεί σε ένα φιλικό στην Ατσέρα, σε ένα τερέν λασπώδες και ακατάλληλο, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για ένα άρρωστο παιδί.
Στον Ντιέγκο που φωτογραφιζόταν δίπλα στους «νονούς» του οργανωμένου εγκλήματος, στα μαγαζιά τους ή στις βίλες τους, που είχαν κατασκευαστεί στο πρότυπο εκείνης του «Σημαδεμένου», προτιμούν τον Ντιέγκο που αδιαφορούσε για το κλείσιμο της εταιρίας που εκμεταλλευόταν την εικόνα του και ανήκε στον ίδιο, επειδή σε κάθε γωνιά του δρόμου υπήρχε κι ένας πλανόδιος πωλητής που πουλούσε σημαίες, παντόφλες, φλυτζάνια και ό,τι άλλο αντικειμένου μπορεί να φανταστεί κανείς με το πρόσωπο του, προσπαθώντας να ζήσει με αυτόν τον τρόπο του την οικογένειά του. «Εάν η εικόνα μου μπορεί να βοηθήσει τους φτωχούς, δεν με πειράζει. Το σημαντικό είναι να μην πλουτίζει, όποιος είναι ήδη πλούσιος».
Μολονότι κάποια στιγμή έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πάει στη Μαρσέιγ, κουρασμένος από το κυνήγι των Μ.Μ.Ε. και τη σχέση με την οικογένεια Φερλαΐνο που είχε ατονήσει, η Νάπολη έμεινε για πάντα το δεύτερο σπίτι του και οι ναπολιτάνοι, κάθε φόρα που επέστρεφε στην πόλη τους, τον υποδέχονταν σαν βασιλιά. Οποτεδήποτε βρισκόταν στη γωνία, είτε για λόγους υγείας είτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο, οι κάτοικοι της Νάπολης τον υποστήριξαν με συνθήματα και πανό στο γήπεδο.
Πέρα από οποιαδήποτε αξιολόγηση των τεχνικών ικανοτήτων του, που δεν μπορεί παρά να είναι θετική για έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή όπως αυτός, μόνο εξετάζοντας τη σχέση του με τη Νάπολη και την προσωπική του ζωή μπορούμε να τον δούμε ως έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους στον κόσμο που μπόρεσε να εκπληρώσει τα όνειρά του: όταν ένας δημοσιογράφος, λίγο καιρό αφότου φόρεσε τη γαλάζια φανέλα της Νάπολι, τον ρώτησε ποιες ήταν οι φιλοδοξίες του, εκείνος δεν αναφέρθηκε σε αθλητικές επιτυχίες ή κάποιο άλλο υλικό επίτευγμα, αλλά απάντησε απλά ότι ήθελε να γίνει το ίνδαλμα των φτωχών παιδιών της Νάπολης, επειδή σε αυτά έβλεπε το φτωχό παιδί της Βίλα Φιορίτο. Και για εκείνα τα παιδιά και για όλα τα παιδιά που μάγεψε με το ποδόσφαιρό του, ο Ντιέγκο υπήρξε και θα παραμείνει για πάντα ένας ήρωας. Αδιάψευστοι μάρτυρες αυτού του γεγονότος ήταν, και είναι ακόμα περισσότερο σήμερα μετά τον θάνατό του, οι τοίχοι, ο κόσμος, οι ούλτρας, το στάδιο «Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα» και ολόκληρη η πόλη της Νάπολης.
Matteo Falcone
Μετάφραση: Αχιλλέας Καλαμάρας